Ποιος θα χρηματοδοτήσει την οικονομία; Πάντως όχι οι τράπεζες...

Ποιος θα χρηματοδοτήσει την οικονομία; Πάντως όχι οι τράπεζες...

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Ήταν αρχές του 2013 όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεπε ότι στο τέλος του 2016 ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα θα εμφάνιζε αύξηση 23 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2012. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ αποδεικνύονται για πολλοστή φορά εκτός πραγματικότητας.

Στην σκληρή πραγματικότητα της δραματικής ύφεσης που βιώνει η ελληνική οικονομία, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι τα συνολικά υπόλοιπα της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα έχουν μειωθεί από το τέλος του 2012 μέχρι τον Ιούλιο του 2016 κατά 27 δισ. ευρώ! Η συνολική πιστωτική συρρίκνωση από τα υψηλά του Ιουνίου του 2010 μέχρι σήμερα διαμορφώνεται στα 60 δισ. ευρώ!!!

Σήμερα, οι εκτιμήσεις των επενδυτικών οίκων που καλύπτουν τις τραπεζικές μετοχές αναφέρουν ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα δώσουν νέα δάνεια ύψους 10 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019, καλύπτοντας σχεδόν το 1/6 της συνολικής πιστωτικής συρρίκνωσης που έλαβε χώρα την τελευταία εξαετία. Πιο αναλυτικά, οι τράπεζες εκτιμάται ότι θα αυξήσουν συνολικά τα υπόλοιπα χορηγήσεων κατά 1,75 δισ. ευρώ το 2017, κατά 3,29 δισ. ευρώ το 2018 και κατά 5,24 δισ. ευρώ το 2019.

Είναι προφανές ότι τα ποσά αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την τεράστια πιστωτική επέκταση της τριετίας 2006-2008, κατά την οποία η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 100 δισ. ευρώ.

Ο βαθμός στον οποίο οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να χορηγήσουν αυτά τα δάνεια ή να ανοίξουν ακόμη περισσότερο τις στρόφιγγες του δανεισμού τα επόμενα χρόνια, θα κριθεί από την διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και από την πορεία της οικονομίας. Όσο, όμως, η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και συνεχίζεται η ύφεση, η διαδικασία μείωσης των «κόκκινων» δανείων εξελίσσεται σε... γολγοθά. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι αναλυτές έχουν στο παρελθόν υποστηρίξει πως μόνο αν υπάρξει αξιοσημείωτη μείωση της ανεργίας θα δούμε ικανοποιητική συρρίκνωση των προβληματικών δανείων στις τράπεζες.

Την ίδια ώρα, η ομαλή πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Αυτός είναι ο θανάσιμος φαύλος κύκλος στον οποίο παραμένει εγκλωβισμένη η ελληνική οικονομία – και μαζί της οι τράπεζες - και συντηρεί το ερώτημα του «πως μπορεί να αναπτυχθεί η οικονομία με... απούσες τις τράπεζες;»

Το εν λόγω ερώτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι η κυβέρνηση αλλά και φορείς όπως ο ΣΕΒ και ο ΙΟΒΕ εκτιμούν ότι η χώρα χρειάζεται επενδύσεις 100 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία και οι τράπεζες θεωρούν ότι πρέπει να είναι παρούσες στην προσέλκυση επενδύσεων και στη χρηματοδότηση επιχειρηματικών πλάνων.

Παρά τις δεδομένες δυσκολίες, οι τράπεζες θέλουν να ξεφύγουν από την απραξία του παρελθόντος, να εκμεταλλευτούν τις θετικές εξελίξεις μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, την επαναφορά του waiver και τη χαλάρωση των capital controls και να χρηματοδοτήσουν υγιείς επιχειρήσεις και βιώσιμα επενδυτικά πλάνα. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και τα κοινοτικά προγράμματα μέσω της απορρόφησης των οποίων θα μπορούσε να ενισχυθεί κάπως η ρευστότητα στην αγορά.

Ψάχνουν πελάτες... αλλά δεν βρίσκουν εύκολα

Σύμφωνα με πληροφορίες του liberal.gr, τα τμήματα επιχειρηματικών δανείων των τραπεζών βγαίνουν ξανά στους... δρόμους σε μια προσπάθεια να δώσουν φρέσκο χρήμα σε υφιστάμενους και νέους πελάτες. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν δημιουργηθεί «ομάδες κρούσης» που πραγματοποιούν παρουσιάσεις σε ολόκληρη τη χώρα.

Όπως δηλώνουν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, είναι η πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια που οι τράπεζες βρίσκονται σε αναζήτηση πελατών και είναι διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν εμπορικές δραστηριότητες και επενδυτικά πλάνα.

Όμως οι συνθήκες στην αγορά δεν θυμίζουν σε τίποτα τα χρόνια πριν την κρίση με αποτέλεσμα η -περιορισμένη μάλιστα- προσφορά να υπερκαλύπτει κατά πολύ τη ζήτηση.

Το τεράστιο βάρος των «κόκκινων» δανείων κάνει τις τράπεζες επιφυλακτικές, ενώ η κατάρρευση της αγοράς μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια ύφεσης έχει περιορίσει δραματικά τη ζήτηση για νέο δανεισμό και επενδύσεις.

«Μέχρι σήμερα οι τράπεζες απλώς διαχειρίζονταν τις υφιστάμενες σχέσεις και στην ουσία κάλυπταν τις ανάγκες των επιχειρήσεων με στόχο να προλάβουν τα χειρότερα. Οι νέες χορηγήσεις ήταν σχεδόν μηδενικές», επισημαίνουν.

«Ειδικότερα τον τελευταίο χρόνο οι προσπάθειες σχετίζονταν περισσότερο με την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων σε περιβάλλον κεφαλαιακών περιορισμών. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι οι τράπεζες θέλουν να δώσουν φρέσκο χρήμα σε υγιείς επιχειρήσεις όμως δεν υπάρχει ανταπόκριση καθώς οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν».

Από τις αρχές του έτους οι τράπεζες προγραμμάτιζαν ενέργειες για την εξεύρεση βιώσιμων πελατών, νέων ή υφιστάμενων, ωστόσο η αβεβαιότητα γύρω από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης τις ανάγκασε να... πατήσουν φρένο. Σήμερα, οι σύμβουλοι επιχειρηματικών δανείων και τα στελέχη των επιχειρηματικών κέντρων έρχονται σε επαφή αρχικά με τους υγιείς υφιστάμενους πελάτες και εν συνεχεία αναζητούν νέους.

Οι επιχειρήσεις χωρίζονται σε δύο βασικές «κατηγορίες». Σε αυτές που κρίνονται υγιείς, διαθέτουν ρευστότητα και δεν θέλουν τραπεζικό δανεισμό από τη στιγμή που δεν βλέπουν ανάπτυξη και σε αυτές που χρειάζονται χρήματα αλλά δεν διαθέτουν υγιή οικονομικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, οι χορηγήσεις διατηρούνται σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα, ενώ δεν υπάρχει στον ορίζοντα κάποια ορατή λύση για άμεση αντιστροφή του κλίματος.