Οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν αποκλιμακώνουν τον πληθωρισμό

Οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν αποκλιμακώνουν τον πληθωρισμό

Φαίνεται ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν έχουν καταφέρει να ηρεμήσουν τις αγορές. Οι αγορές δείχνουν να μην επαναπαύονται, στις εκτιμήσεις και στις πρωτοβουλίες των διοικήσεων των κεντρικών τραπεζών και δεν έχουν άδικο. Δεν έχουν περάσει πολλοί μήνες, από την εποχή της αμφισβήτησης της φύσης και της έντασης του πληθωρισμού από την πλευρά των κεντρικών τραπεζιτών, που είχε σαν αποτέλεσμα την καθυστερημένη αντίδραση τους. Τώρα πλέον αντιμάχονται έναν πληθωρισμό, που δεν οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση, αλλά στην στρεβλή προσφορά, σαν αποτέλεσμα των γεωπολιτικών εξελίξεων, μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Η Κεντρική Τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England /BoE) ανέβασε τα επιτόκια στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 13 ετών, εκτιμώντας ότι ο πληθωρισμός θα τερματίσει τη ανοδική του κίνησης στο 10%. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve / Fed), προέβη στην εφ' άπαξ αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50%, που αποτελεί την υψηλότερη κίνηση της εδώ και 22 χρόνια, την ίδια στιγμή που τα «γεράκια» της Fed, πίεζαν για αύξηση των επιτοκίων της τάξης του 0,75%. Ο πρόεδρος της Fed έχει δηλώσει, ότι είναι υπέρ των αλλεπάλληλων επιτοκιακών αυξήσεων, έως ότου οι τιμές αρχίσουν να υποχωρούν προς ένα πιο υγιές επίπεδο.

Το πιθανότερο είναι ότι η Fed θα προχωρήσει δυναμικά σε περαιτέρω αυξήσεις, ίσως και πάλι με κινήσεις της τάξης του +0,50%, με σκοπό ακόμα και να ξεπεράσει το «ουδέτερο σημείο», μέχρι να αισθανθεί ότι οι ΗΠΑ θα βρεθούν σε ένα σημείο. που οι χρηματοοικονομικές συνθήκες θα είναι οι κατάλληλες και θα επιτρέψουν στον πληθωρισμό να υποχωρήσει, από τα υψηλά της τελευταίας 40ετίας.

Η πολιτική της Fed πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να υποχωρήσει ο πληθωρισμός στο 2%, που είναι το «ανεκτό» επίπεδο, αλλά και στη διατήρηση της ανεργίας στο 3,6% που βρίσκεται κοντά στα ιστορικά χαμηλά από τη δεκαετία του ’60. Δύσκολη ισορροπία, σε μια χώρα στη οποία ο εφιάλτης της ανεργίας, είναι βαθιά ριζωμένος στο DNA των Αμερικανών, μετά από το κραχ του 1929.

Ανάλογες πιέσεις με αυτές στις ΗΠΑ, για άμεση αύξηση των επιτοκίων της Fed κατά 0,75% με τελικό στόχο το 3,5%, ασκούνται και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Υπάρχουν μέλη του ΔΣ της ECB, που ζητούν δύο αυξήσεις της τάξης του +0,50% για τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, την ίδια στιγμή που η Πρόεδρος Λαγκάρντ, εκτιμά ότι τα επιτόκιο πρέπει να επιστρέψουν σε θετικό πρόσημο στο τέλος του Q3.

Και δεν είναι λίγοι, όσοι εκτιμούν, ότι το νέο περιβάλλον που δείχνει σημάδια αποπαγκοσμιοποίησης, προστατευτισμού, στρεβλής προσφοράς καθώς και έντασης ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, θα φιλοξενεί για καιρό επιτόκια του επιπέδου 4% και 5%, από 0% έως 1% που φιλοξενούσε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Αρκετοί αναλυτές αναφέρονται σε ένα τανγκό με υψηλό πληθωρισμό και υψηλά επιτόκια, που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ύφεση.

Όμως το χρήμα δεν θα γίνει απλά ακριβότερο. Θα γίνει και σπανιότερο, μετά από τη αντιστροφή της ποσοτικής χαλάρωσης, που προσέφερε πραγματικά «δωρεάν» χρήμα στη αγορά. Δωρεάν χρήμα στις επιχειρήσεις, στα start-ups, στις συγχωνεύσεις, στις εξαγορές, αλλά και στους απλούς πολίτες, προσφέροντας μια τεχνητή εικόνα επιχειρηματικής ευμάρειας και προσωπικής ευδαιμονίας. Σε αυτό συνετέλεσαν και τα επιδοματικά προγράμματα μαμούθ, που διοχετεύτηκαν για τη οικονομική στήριξη όσων επλήγησαν από τη πανδημία του covid-19.

Επομένως, σήμερα βλέπουμε να αυξάνεται το κόστος του χρήματος, να μειώνεται η ρευστότητα στο σύστημα, να αναπροσαρμόζονται προς τα κάτω οι αποτιμήσεις των περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων, δίχως όμως να διαφαίνεται στον ορίζοντα, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Δηλαδή, προς το παρόν τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών φλερτάρουν με την ύφεση, δίχως ωστόσο να «τρίζουν τα δόντια» στον πληθωρισμό.