Ο χειμώνας της δημοπρασίας
Αποφάσεις OPEC - Άνοδος τιμών PPAs

Ο χειμώνας της δημοπρασίας

Παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ στους ηγέτες του ΟPEC+, να αντλήσουν περισσότερο πετρέλαιο για να βοηθήσουν στη συγκράτηση των τιμών, ο OPEC+ χθες όχι μόνο δεν προχώρησε σε μεγαλύτερες αυξήσεις παραγωγής, αλλά αντίθετα κατέβασε την ταχύτητα στον ρυθμό της αύξησης, απογοητεύοντας όσους περίμεναν μια μεγαλύτερη «χείρα βοηθείας» από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες προκειμένου να αποκλιμακωθούν οι τιμές ενέργειας και ο πληθωρισμός που κινείται στα υψηλά πολλών δεκαετιών.

Άνθρακες ο θησαυρός λοιπόν; Απολύτως, καθώς τα μέλη του ΟPEC+ συμφώνησαν για μια αύξηση της παραγωγής κατά 100.000 μόλις βαρέλια την ημέρα για τον Σεπτέμβριο, τη στιγμή που η αγορά αντιμετωπίζει έλλειμμα πέριξ των 2 εκατ. βαρελιών την ημέρα!

Η επιβράδυνση των αυξήσεων στην παραγωγή - θυμίζουμε ότι για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, το καρτέλ είχε δεσμευτεί να προσθέσει περίπου 600.000 βαρέλια την ημέρα στην αγορά, δικαιολογήθηκαν επισήμως ως εξής:Τους τελευταίους μήνες μόνο η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν καταφέρει να ενισχύσουν την παραγωγή τους, καθώς πολλές χώρες δηλώνουν αδυναμία, με αποτέλεσμα μόνο ένα μικρό μέρος από την αύξηση που είχε αποφασιστεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο να έχει φτάσει στις παγκόσμιες αγορές.  

Ας μη γελιόμαστε όμως. Ο ΟPEC ανησυχεί κυρίως για τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο και για την επίδραση της στους ρυθμούς της ανάπτυξης.

Μια μείωση αυτών των ρυθμών θα μειώσει τη ζήτηση, με σαφές αποτύπωμα στις τιμές, κάτι που προφανώς τα μέλη του ΟPEC δεν επιθυμούν να δουν, τουλάχιστον σε μεγάλη κλίμακα.

Ας μη ξεχνάμε ότι οι υψηλές τιμές πετρελαίου εξασφαλίζουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς στις χώρες αυτές και κατ’επέκταση την απρόσκοπτη υλοποίηση των «πράσινων» και όχι μόνο επενδυτικών τους σχεδίων.

Από την άλλη, μια μεγάλη αύξηση της παραγωγής θα προϋπόθετε σημαντική απόκλιση από τον προγραμματισμό των πράσινων επενδύσεων, ώστε να προωθηθούν οι επενδύσεις εκείνες που θα επιτρέψουν μεγαλύτερη εξόρυξη του πετρελαίου.

Βλέπετε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το «σπορ» της εξόρυξης γίνεται ολοένα και ακριβότερο, μιας και το πετρέλαιο βρίσκεται σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη. Οι μεγάλες επενδύσεις όμως για έναν πόρο που αν εξαιρέσουμε τη σημερινή συγκυρία, προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε, είναι φυσικό να μην είναι επιθυμητές από κανέναν.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η παραδοχή ότι οι σημερινές τιμές πέριξ των 100 δολαρίων απαιτούν κανονικά αύξηση της παραγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί η υπερθέρμανση, εντούτοις το προτιμώμενο εύρος τιμών μεταξύ των 60 και 80 δολαρίων ανά βαρέλι για το οποίο μάλιστα μίλησε ο υπουργός Ενέργειας του Καζακστάν, Bolat Akchulakov προσερχόμενος στη συνεδρίαση, δεν είναι στην ουσία επιθυμητές από τα μέλη του ΟPEC+.

Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες φαίνεται ότι ανησυχούν πολύ περισσότερο για το γεγονός ότι ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να μειώνει τη ζήτηση, παρά για τον κίνδυνο κάποιες χώρες να έχουν δελτίο ρεύματος αυτόν τον χειμώνα.

Γιατί γύρισαν οι τιμές σε αρνητικό έδαφος

Πράγματι, λίγη ώρα μετά τη συνεδρίαση των μελών του OPEC+, η Αρχή Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι τα αποθέματα αργού πετρελαίου της χώρας αυξήθηκαν κατά 4,5 εκατομμύρια βαρέλια την εβδομάδα έως τις 29 Ιουλίου.

Η ανακοίνωση ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τις προσδοκίες των αναλυτών που σύμφωνα με το Reuters ανέμεναν πτώση της τάξεως των 600.000 βαρελιών.

Η απροσδόκητη αύξηση των αποθεμάτων πετρελαίου και βενζίνης στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα ήταν ακριβώς ο λόγος που οι τιμές του πετρελαίου «βούτηξαν» σε αρνητικά επίπεδα, παρά τις υψηλές πτήσεις που σημείωναν μετά την μετριοπαθέστατη αύξηση παραγωγής από τον ΟPEC+.

Πιο συγκεκριμένα, το Brent εκτινάχτηκε στα 102,39 δολάρια/βαρέλι όταν ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις του ΟPEC και το WTI στα 96,56 δολάρια/βαρέλι, για να προσγειωθούν μετά τις ανακοινώσεις για την αύξηση των αποθεμάτων πετρελαίου και βενζίνης στις ΗΠΑ έως και τα 96,5 δολάρια/βαρέλι το Brent και τα 90,40 δολάρια/βαρέλι το αμερικανικό αργό.

(σ.σ:Καθώς η απόφαση του OPEC ήταν αναμενόμενη από ένα μεγάλο μέρος της αγοράς, η τεχνική εικόνα παραμένει προς το παρόν όπως την περιγράψαμε στο άρθρο μας στις 30 Ιουλίου: Θα βάλει πλάτη ο ΟΠΕΚ στο θρίλερ των ενεργειακών τιμών;).

H αγορά διάβασε τις ανακοινώσεις της Αρχής Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ ως μια σαφή ένδειξη ότι οι υψηλές τιμές πετρελαίου και προϊόντων διύλισης έχουν αρχίσει να «σκοτώνουν» τη ζήτηση.

Μεταξύ άλλων, αίσθηση έκανε ότι τα αποθέματα αργού στο Κούσινγκ της Οκλαχόμα -κόμβος παράδοσης των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης στις ΗΠΑ- αυξήθηκαν κατά 926.000 βαρέλια την εβδομάδα, ενώ τα αποθέματα βενζίνης των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά περίπου 200.000 βαρέλια την εβδομάδα στα 225,3 εκατ. βαρέλια, τη στιγμή που οι αναλυτές προέβλεπαν μεγάλη μείωση, πέριξ των 1,6 εκατ. βαρελιών.​

Βέβαια η εικόνα αυτή ενδεχομένως να αλλάξει, αν η Ρωσία φροντίσει τον χειμώνα η ενεργειακή κρίση να περάσει σε «άλλο επίπεδο», κλείνοντας τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου. Τα μέλη του ΟPEC+ όμως φαίνεται ότι προς το παρόν δεν θέλουν να ρισκάρουν μια αύξηση της παραγωγής, ακόμα και αν το αισιόδοξο σενάριο να συνεχίσει κανονικά την τροφοδοσία της Ευρώπης η Ρωσία έχει ολοένα και μικρότερες πιθανότητες.

Θα γίνει της... δημοπρασίας

Μπροστά στο ενδεχόμενο των ημιγεμάτων αποθηκών φυσικού αερίου ενόψει του χειμώνα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ξεκινήσει την υλοποίηση σχεδίων μείωσης της κατανάλωσης προκειμένου να αυξήσουν τα αποθέματα, ενώ οι ευρωπαϊκές εταιρείες προσπαθούν να μειώσουν τη χρήση φυσικού αερίου και να μεταβούν από το φυσικό αέριο σε άλλα καύσιμα, όπως ο άνθρακας ή το πετρέλαιο.

Η παραπάνω λύση βραχυπρόθεσμα είναι δυνατή για τις εταιρείες που διαθέτουν καυστήρες, αρκεί οι κυβερνήσεις να βοηθήσουν επιταχύνοντας τις εγκρίσεις για υψηλότερες εκπομπές άνθρακα. Εξαιρετικά βοηθητικό βέβαια θα ήταν αν οι τιμές του πετρελαίου ήταν σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα...

Η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ευρώπης, η Γερμανία, έχει ήδη μειώσει φέτος το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπου 6% από 15,2% πέρυσι και επέτρεψε την επανασύνδεση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα.

Η γερμανική ένωση αυτοκινήτων VDA ανέφερε επίσης ότι πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες ερευνούν τη μετάβαση από το φυσικό αέριο στο πετρέλαιο ή και άλλα καύσιμα, όπως για παράδειγμα η Mercedes-Benz, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι εαν ολόκληρη η αυτοκινητοβιομηχανία έκανε μια τέτοια μετάβαση, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο θα αυξανόταν έως και 15%!

Από ότι φαίνεται λοιπόν η αύξηση κόστους για τη βιομηχανία είναι μονόδρομος είτε με τη μια λύση, είτε με την άλλη. Ακόμα και στο επίπεδο της Ανανεώσιμης Ενέργειας, οι τιμές δυστυχώς έχουν πάρει την ανηφόρα.

Σύμφωνα με την έκθεση β’ τριμήνου της Edison Energy, οι τιμές των συμφωνιών αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές -PPAs- το πρώτο τρίμηνο σημείωσαν αύξηση της μέσης τιμής μεταξύ 3% – 16%, ενώ το δεύτερο τρίμηνο κυμάνθηκαν από 5% – 33% ανά αγορά στις ΗΠΑ.

Οι υψηλότερες τιμές PPA αντανακλούν την ισχυρή ζήτηση εν μέσω αυξανόμενου κόστους για τις πρώτες ύλες όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο που αποτελούν το 90% μια ανεμογεννήτριας και περισσότερους περιορισμούς που σχετίζονται με το εμπόριο και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Επίσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ασκήσει μεγάλη πίεση στις τιμές, με αποτέλεσμα οι ημερομηνίες πολλών έργων να επαναπροσδιορίζονται.

Με τις τιμές να έχουν πάρει επικίνδυνη πλέον κλίση προς τα πάνω, η ρυθμιστική αρχή ενέργειας της Γερμανίας, η Bundesnetzagentur, έχει ξεκινήσει την αξιολόγηση δεδομένων από τους 2.500 μεγαλύτερους βιομηχανικούς καταναλωτές φυσικού αερίου της χώρας, προκειμένου να καταρτίσει τα σχέδια μείωσης έκτακτης ανάγκης για τη δημιουργία της λεγόμενης «πλατφόρμας ασφάλειας αερίου», που θα τεθεί σε λειτουργία τον Οκτώβριο.

Η κυβέρνηση θα επιτρέπει επίσης στους μεγάλους χρήστες φυσικού αερίου να δημοπρατούν συμβατικούς όγκους αερίου που δεν θα χρησιμοποιούν, με στόχο να συμβάλουν στην σταθεροποίηση της αγοράς.

Το αν οι εταιρείες θα επιλέξουν να μειώσουν την παραγωγή για να εξοικονομήσουν ενέργεια θα εξαρτηθεί προφανώς από το μοντέλο δημοπρασίας και αυτό με τη σειρά του θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της κυβερνητικής αποζημίωσης προκειμένου να αντισταθμιστεί έστω μερικώς το κόστος της απώλειας παραγωγής. Βλέπετε, η πλήρη αντιστάθμιση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς οι περικοπές παραγωγής θα έχουν συνέπειες στους εργαζομένους και τους προμηθευτές.

Δύσκολος όμως θα είναι ο φετινός χειμώνας και για τους προστατευόμενους καταναλωτές, δηλαδή τα νοικοκυριά. Η εταιρεία κοινής ωφέλειας Rheinenergie ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες ότι όσοι πελάτες δεν έχουν κλειδώσει συμβόλαια με σταθερές τιμές, από τον Οκτώβριο, θα δουν τους λογαριασμούς για φυσικό αέριο να διπλασιάζονται λόγω αύξησης κατά 450% στο κόστος προμηθειών από τη Ρωσία.

Στις χώρες δε που μεγάλο ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από φυσικό αέριο, νοικοκυριά και επιχειρήσεις κινδυνεύουν με πιθανή επιβολή δελτίου ή διακοπές ρεύματος.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σε περίπτωση που η ρωσική στρόφιγγα κλείσει εντελώς αυτόν τον χειμώνα, δεν αποκλείεται να δούμε πολλές ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να εξασφαλίσουν φυσικό αέριο.

Η πρόσβαση στο LNG δεν είναι επίσης εγγυημένη. Η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζουν ήδη ανταγωνισμό με την Ασία για να εξασφαλίσουν φορτία που δεν συνδέονται με μακροπρόθεσμα συμβόλαια.

Τον περασμένο χειμώνα η Ευρώπη κέρδισε αυτή τη μάχη με την Ασία διαθέτοντας πολλά χρήματα και επιδοτήσεις. Πέρσι όμως ο χειμώνας στην Ασία ήταν σχετικά ήπιος.

Φέτος, ένας κρύος χειμώνας στη βόρεια Ασία θα έφερνε την Ευρώπη αντιμέτωπη με πολλές ασιατικές επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που υποστηρίζονται από το κράτος και ως εκ τούτου θα είναι διατεθειμμένες να προσφέρουν «όσα χρειάζονται» προκειμένου να εξασφαλίσουν τις απαρραίτητες ποσότητες LNG.

Ένα νέο πεδίο μάχης γεννιέται λοιπόν, αυτό της δημοπρασίας.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.