Μια καλοστημένη επιχείρηση εισαγωγής προϊόντων από την Κίνα μέσω του λιμανιού του Πειραιά, με σκοπό την αποφυγή πληρωμής δασμών και ΦΠΑ, ξεσκεπάστηκε από την ΑΑΔΕ σε στενή συνεργασία με την OLAF και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Το κύκλωμα, με βασικό εμπλεκόμενο δίκτυο Βούλγαρων εισαγωγέων, φέρεται να έχει προκαλέσει απώλεια εκατομμυρίων ευρώ για τα ευρωπαϊκά ταμεία.
Όλα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2024, όταν η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) απέστειλε πληροφοριακό δελτίο στα κράτη μέλη της ΕΕ, προειδοποιώντας για μια πανευρωπαϊκή απάτη που αφορούσε την εισαγωγή ηλεκτρικών ποδηλάτων (e-bikes) χωρίς την καταβολή των επιβαλλόμενων τελωνειακών δασμών και του ΦΠΑ. Η πρακτική περιλάμβανε υποτιμολόγηση των προϊόντων, με σκοπό τη μείωση των τελωνειακών χρεώσεων και εν τέλει τη μαζική φοροδιαφυγή.
Στο επίκεντρο της απάτης βρέθηκε το λιμάνι του Πειραιά, από όπου φαίνεται ότι διεκπεραιώνονταν οι εισαγωγές από την Κίνα, με τελικό προορισμό κράτη-μέλη της ΕΕ, κυρίως μέσω Βουλγαρίας. Μετά από δύο συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες, η OLAF και τα κράτη-μέλη αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συντονισμένες ελέγχους και επιχειρήσεις, με τη συμμετοχή της ΑΑΔΕ και της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων & ΕΦΚ.
Η πρώτη μεγάλη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε στις 9-13 Δεκεμβρίου 2024, με επιτόπιους ελέγχους σε γραφεία εκτελωνιστών, μεταφορικές εταιρείες και ναυτιλιακούς πράκτορες. Στόχος ήταν ο εντοπισμός αποστολών e-bikes με «πειραγμένες» τιμές και προέλευση, αλλά και η αποκάλυψη του ευρύτερου κυκλώματος που δραστηριοποιούνταν με οργανωμένο τρόπο.
Στις 18 Μαρτίου 2025, η OLAF ενημέρωσε επισήμως την ΑΑΔΕ ότι εισαγωγείς από τη Βουλγαρία έφερναν προϊόντα στην ΕΕ μέσω Πειραιά, αποκρύπτοντας ποσότητες και αξίες, αποφεύγοντας τη φορολόγηση και προκαλώντας μεγάλες απώλειες εσόδων. Η υπόθεση πέρασε τότε στα χέρια της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με την OLAF να ζητά από τις ελληνικές τελωνειακές αρχές εχεμύθεια και πλήρη συντονισμό.
Η κορύφωση της δράσης ήρθε στις 25 Ιουνίου 2025, όταν η ΑΑΔΕ, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και άλλες ευρωπαϊκές διωκτικές αρχές, παρείχε κρίσιμα τελωνειακά δεδομένα, συμβάλλοντας στην εξάρθρωση του κυκλώματος και στον προσδιορισμό των διαφυγόντων φόρων και δασμών. Οι αρχές συνεχίζουν τους ελέγχους για την ταυτοποίηση φυσικών προσώπων, αποθηκών και φορτίων που συνδέονται με την υπόθεση.
Η εν λόγω υπόθεση είναι από τις μεγαλύτερες του είδους της τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και υπογραμμίζει τη σημασία της διακρατικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογικής και τελωνειακής επιτήρησης. Την ίδια ώρα, αποτελεί προειδοποιητικό καμπανάκι για το πώς οι ευρωπαϊκές αγορές μπορούν να γίνουν πεδίο δράσης οργανωμένων κυκλωμάτων, που εκμεταλλεύονται τα κενά του διεθνούς εμπορίου και των τελωνειακών ελέγχων.