Του Γιώργου Φιντικάκη
Σε ένα κυνηγητό με την ουρά του βρίσκεται καθημερινά ο επιχειρηματικός κόσμος που ζει με τον τριπλό φόβο, παράτασης της αξιολόγησης, των επιπλέον μέτρων που αυτό συνεπάγεται, αλλά και την επίγνωση ότι η ολοκλήρωσή της δεν θα φέρει ανάσταση νεκρών.
Στην πραγματικότητα η οικονομία έχει κουραστεί, ζει ένα αίσθημα παραίτησης, και φοβάται ότι σε λίγο καιρό θα χρειαστεί να πάρουμε καινούργια μέτρα αφού δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσουμε τον φετινό στόχο ανάπτυξης 2,7% του ΑΕΠ. Στην κυβέρνηση δεν κρύβουν το φόβο τους για το ενδεχόμενο ραγδαίας επιβάρυνσης του οικονομικού κλίματος αν χαθεί το ορόσημο της 7ης Απριλίου, αφού μεσολαβεί ένα πολύ μεγάλο νεκρό διάστημα ως το Eurogroup της 22ας Μαΐου, και γνωρίζουν ό,τι ακριβώς και οι οικονομικοί αναλυτές.
Δηλαδή ότι το το αρνητικό carry over της ύφεσης του 2016 έχει ήδη μεταφερθεί στο πρώτο τρίμηνο του 2017, όπως προκύπτει από μια σειρά αρνητικών ενδείξεων και πρόδρομους δείκτες. Από την πτώση των λιανικών πωλήσεων, την περαιτέρω μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, έως τα ιστορικά χαμηλά στην αποταμίευση και την χαμηλή πτήση των εξαγωγών, όλα «φωνάζουν» ότι φέτος θα είμαστε πολύ μακριά από το 2,7%. Πιο κοντά βλέπουν οι συνομιλητές μας το σενάριο μιας πολύ αργής ανάκαμψης δίχως την απαιτούμενη ορμή, παρά οτιδήποτε άλλο.
Ακόμη και αν το μαξιλάρι στο πλεόνασμα «πνίξει» την ανάγκη για πρόσθετα μέτρα, είναι τόσο βεβαρημένη η οικονομία, όπως λέει στο liberal.gr άνθρωπος με μακρά πείρα από διαπραγματεύσεις με την τρόικα, ώστε η επόμενη ημέρα της οικονομίας, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα είναι λίγο καλύτερη από τη σημερινή, αλλά τίποτα περισσότερο. Σίγουρα η οικονομία κάπως θα «γυρίσει», θα επιστρέψουν λίγο οι καταθέσεις στις τράπεζες, κάποιες ελληνικές και ξένες επενδύσεις θα γίνουν, θα καταβάλει και το κράτος μερικά από τα ποσά που χρωστά στους ιδιώτες, αλλά ως εκεί. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί, οι αποθαρρυντικές ενδείξεις στην κατανάλωση το πρώτο τρίμηνο, και η αρνητική επίπτωση (carry over) από την ύφεση στην οικονομία το τέταρτο τρίμηνο του 2016, λειτουργούν σαν «χειρόφρενο».
Από την ανάλυση του συνομιλητή μας προκύπτει ότι σχεδόν κανείς από τους τρεις παράγοντες (εξαγωγές, επενδύσεις, κατανάλωση) πάνω στους οποίους βασίστηκαν οι προβλέψεις της κυβέρνησης για φετινό ρυθμό ανάπτυξης 2,7% δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται.
Στην πραγματική κατανάλωση ο φετινός στόχος μιλά για αύξηση 1,8%, ωστόσο η πορεία των λιανικών πωλήσεων δείχνει το αντίθετο. Τον Δεκέμβριο σημείωσαν κάμψη 0,9%, τον Ιανουάριο 0,1%, και παρόμοια εικόνα δείχνουν και οι εκτιμήσεις λιανεμπορικών αλυσίδων για τον Φεβρουάριο. Στο στόχο για αύξηση 10% των επενδύσεων (αντικατάσταση παγίου εξοπλισμού, νέα τουριστικά καταλύματα, κλπ), παρ΄ότι θεωρητικά είναι εύκολος να επιτευχθεί, αφού η περυσινή βάση είναι εξαιρετικά χαμηλή, εντούτοις η επίτευξή του αμφισβητείται. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εξαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν 23,9% τον Ιανουάριο, δείγμα ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις κοιτάζουν πλέον ολοένα και περισσότερο προς τα έξω, προκειμένου να καλύψουν την απώλεια της εγχώριας ζήτησης, ωστόσο από μόνες τους δεν αρκούν για να σώσουν την παρτίδα, όπως εκτιμά οικονομολόγος του ΣΕΒ.
Στην πραγματικότητα η οικονομία έχει φτάσει σε ένα τέτοιο οριακό σημείο που η παράταση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης δεν συμφέρει κανένα, ούτε την κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται- με καθυστέρηση- τις καταστροφικές επιπτώσεις στο πρώτο τρίμηνο, ως προς το ΑΕΠ, τις εκροές στο τραπεζικό σύστημα και την διόγκωση στα κόκκινα δάνεια.
Αλλά η ζημιά έχει γίνει. Σε αυτήν την συγκυρία, και εφόσον το φετινό κύμα μέτρων που χτυπά ήδη την εγχώρια κατανάλωση δεν ανατρέψει το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης για βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, η οικονομία θα πάρει μπροστά αλλά η μετάλλαξή της θα αργήσει να φανεί.
Ευθύνης γι αυτή την εξέλιξη, η αγορά αποδίδει πρωτίστως στη κυβέρνηση που απέτυχε να διαμορφώσει πολιτικές άμεσης απόδοσης, (όπως σταθερή φορολογία, κίνητρα, απλοποίηση δικαιοσύνης, κλπ), που να ευνοούν την εισροή κεφαλαίων. Ευθύνες όμως αποδίδει και στους δανειστές για τους οποίους θεωρεί ότι έχουν αποτύχει να διαχειριστούν αποτελεσματικά την ελληνική κρίση, τους αρκεί να κλωτσούν το τενεκεδάκι παρακάτω, να υπάρχει μια κυβέρνηση για να εφαρμόζει τις συμφωνίες, δίχως να τους νοιάζει αν βγαίνουν τα νούμερα.
Έπειτα από οκτώ χρόνια ύφεσης και όπως λέει ο συνομιλητής μας, όχι μόνο δεν έχει αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο που εξακολουθεί να έχει ως πυλώνα τη κατανάλωση και τις εισαγωγές, αλλά ούτε καν έχουν φανεί οι ενδείξεις εκείνες που θα γεννήσουν το νέο, προβλέποντας ότι στο καλό σενάριο θα πάρει τουλάχιστον μια δεκαετία για να απορροφηθεί το 1,5 εκατομμύριο των ανέργων.
Το 4ο μνημόνιο
Το ερώτημα φυσικά, κατά πόσο το αύριο θα είναι καλύτερο- και σε τι βαθμό- συγκριτικά με το σήμερα, εφόσον κλείσει η αξιολόγηση, παραμένει. Διότι αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές με ένα λογικό επιτόκιο, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα 4ο μνημόνιο.
Σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, αν η αξιολόγηση είχε κλείσει τον Ιανουάριο, η Ελλάδα θα είχε το περιθώριο να κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις, ώστε μετά την λήξη του προγράμματος, στα μέσα του 2018, να μπορέσει να βγει με αξιώσεις στις αγορές. Αλλά ο χαμένος χρόνος δεν αναπληρώνεται.
Ακόμη και στο καλό σενάριο που η ΕΚΤ κινηθεί άμεσα μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, η χώρα θα έχει στην διάθεση της, το β' 6μηνο του 2017, και το α' 6μηνο του 2018 προκειμένου να προετοιμασθεί, αντί για 1,5 χρόνο, εφόσον είχε κλείσει την αξιολόγηση τον Ιανουάριο.
Αυτός είναι και ο μεγάλος φόβος πολλών, ότι τα περιθώρια προετοιμασίας για έξοδο στις αγορές στενεύουν απελπιστικά. Ο συνομιλητής μας εκτιμά ότι έστω με την ψυχή στο στόμα, η Ελλάδα θα καταφέρει να βγει το 2018 στις αγορές, το πολύ για να κάνει μία-δύο εκδόσεις, που δεν θα είναι ικανές να καλύψουν τις ανάγκες της οικονομίας. Οπότε η επιμίκυνση του 3ου μνημονίου ή το 4ο μνημόνιο θα έρθουν σαν φυσικό επακόλουθο.