Η Ελλάδα αλλάζει, η αντιπολίτευση επιμένει στο παρελθόν
Shutterstock
Shutterstock

Η Ελλάδα αλλάζει, η αντιπολίτευση επιμένει στο παρελθόν

Τον Μάρτιο του 2021 με αφορμή τη δεύτερη έξοδο του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές χρέους και την προσφορά 26 δισ. ευρώ για το 30ετές ομόλογο, είχαμε αναφερθεί «στο πραγματικό χρήμα που αγοράζει πραγματικές προοπτικές στην Ελλάδα». Εκείνο το άρθρο είχε γραφεί μέσα σε μια περίοδο έντονης καταστροφολογίας και απύθμενης κινδυνολογίας από την πλευρά της αντιπολίτευσης απέναντι στις κινήσεις της κυβέρνησης. 

Έτσι λοιπόν, την ίδια στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση αναφερόταν σε διάλυση της οικονομίας, σε καταπατήσεις συνταγματικών δικαιωμάτων και σε αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, η διεθνής κοινότητα έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. 

Τα δεδομένα που ελάμβαναν υπ’ όψιν τους οι ξένοι επενδυτές εκείνες τις ημέρες, ήταν κατά πρώτον η ύφεση, η οποία ήταν χαμηλότερη από την προϋπολογισμένη, κατά δεύτερον η διαχείριση της πανδημίας, που είχε κριθεί ως αποτελεσματική και κατά τρίτον οι σημαντικές προοπτικές που ανοίγονταν για τη χώρα ειδικά μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Παράλληλα, ο αναμενόμενος τότε ερχομός των εμβολίων για την κάλυψη των ευπαθών και ευάλωτων ομάδων, μαζί με την υιοθέτηση των πιστοποιητικών εμβολιασμού είχαν δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα όσον αφορά την ομαλή επανέναρξη της τουριστικής περιόδου.

Ήταν η ίδια η οικονομία που έδινε τον Μάρτιο του 2021 τις απαντήσεις της, στην τοξική ατζέντα του Σύριζα. Σε μια ατζέντα αρνητισμού που είχε ως σκοπό την υπερδιέγερση του θυμικού των πολιτών με βάση την ψυχική καταπόνηση από την πανδημία. Έτσι ήταν τότε που η CVC συνέχιζε την είσοδό της στην ελληνική οικονομία. Ήταν τότε που η Alpha Bank, η ΔΕΗ και η Motor Oil προέβαιναν σε επιτυχημένες ομολογιακές εκδόσεις. Και ήταν τότε που νέοι θεσμικοί επενδυτές από τις ΗΠΑ τοποθετούνταν για πρώτη φορά σε μετοχές του κλάδου της πληροφορικής.

Έχουν περάσει από τότε τρία έτη. Και εκ του αποτελέσματος όλες οι εξελίξεις κρίνονται επιτυχείς. Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τις 796 μονάδες, σήμερα βρίσκεται στις 1.423. Η ανεργία από το 16,8% σήμερα βρίσκεται πέριξ του 10%. Η αύξηση του ΑΕΠ ξεπέρασε κατά πολύ τους ρυθμούς ανάπτυξης των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Τα επιτόκια δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, έχουν μειωθεί. Οι μισθοί έχουν κινηθεί ανοδικά, με τον κατώτερο μισθό να έχει αυξηθεί κατά 20%. Και οι επενδύσεις συνεχίζονται. 

Έχουν περάσει τρία έτη. Και η αντιπολίτευση παραμένει σε ένα παράλληλο σύμπαν προτεραιοτήτων. Καταγγέλλει την ανυπαρξία κράτους δικαίου, τη διάλυση των θεσμών, τη συγκάλυψη ποινικών ευθυνών σε μια σειρά από υποθέσεις από τα Τέμπη, μέχρι τις παρακολουθήσεις, την παιδεραστία και τους βιασμούς. Και πέρα από κάθε όριο δεοντολογίας και πατριωτικής ηθικής ο Σύριζα εργαλειοποιεί ακόμα και το ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο, σε αυτήν τη στείρα και αρνητική επιχείρηση φθοράς της κυβέρνησης.

Και πάλι όμως έρχεται η διεθνής κοινότητα και δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. 

Ουδείς σοβαρός παράγοντας στο εξωτερικό ασχολείται με το σόου της ετερόκλητης συμμαχίας των ευρωβουλευτών του Σύριζα, των ΜΚΟ που βάλουν κατά της Ελλάδας και των «ερευνητών» που έχουν εγκλωβιστεί στη χρονοκάψουλα των παρακολουθήσεων του 2022. Όλοι οι επενδυτές από το εξωτερικό, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι κυβερνήσεις, παρακολουθούν τις σοβαρές εκθέσεις, όπως είναι για παράδειγμα, η ετήσια έκθεση «Democracy Index» του Economist. 

Μια έκθεση στην οποία η Ελλάδα φιγουράρει στην εικοστή θέση ανάμεσα στο 167 χώρες, με βαθμολογία 8,14 στα 10. Ανήκοντας πλέον στην κατηγορία της «Πλήρους Δημοκρατίας» και αφήνοντας πίσω της χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Ας σημειωθεί ότι στην κατηγορία της «Πλήρους Δημοκρατίας» (Full Democracies), ανήκουν μόλις 24 χώρες, που καλύπτουν το 7,8% του παγκόσμιου πληθυσμού. 

Έτσι όσο και να προσπαθεί η αντιπολίτευση να προκαλέσει προβλήματα όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στην ίδια τη χώρα, η Ελλάδα εξακολουθεί να αναβαθμίζεται και να επαναξιολογείται θετικότερα. Η γεωπολιτική και οικονομική παρουσία της χώρας ενισχύεται. 

Το χθεσινό άλμα της χώρας κατά 28 βήματα, από την 62η στην 34η θέση και του δείκτη επιχειρηματικού περιβάλλοντος (business environment index / Economist Intelligence Unit – EIU) που δημοσιοποίησε ο Economist, ήρθε να πιστοποιήσει την εντυπωσιακή πρόοδο της Ελλάδας, που βασίζεται στην οικονομική και επενδυτική πολιτική της κυβέρνησης. Με κριτήριο τις επιδόσεις της κυβέρνησης στο μακροοικονομικό περιβάλλον, στις ευκαιρίες της αγοράς, στην πολιτική προς την ελεύθερη επιχειρηματικότητα και τον ανταγωνισμό, στην πολιτική έναντι των ξένων επενδύσεων, στο εξωτερικό εμπόριο, στους συναλλαγματικούς ελέγχους, στους φόρους, στην οικονομία, στην αγορά εργασίας, στις υποδομές, καθώς και στην τεχνολογική ετοιμότητα, ο Economist εκτιμά ότι η Ελλάδα, η Ινδία, την Αργεντινή, το Κατάρ και η Λιθουανία, θα ηγηθούν των επιχειρηματικών ευκαιριών στην περίοδο 2024 – 2028. 

Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν κινηθεί ακόμα ταχύτερα; Θα μπορούσαν. Θα μπορούσαν να έχουν ολοκληρωθεί περισσότερες μεταρρυθμίσεις; Θα μπορούσαν. Θα μπορούσε να έχει επιταχυνθεί ο ρυθμός των επενδύσεων; Θα μπορούσε. Ωστόσο, η επίτευξη όλων των ανωτέρω θα απαιτούσαν ένα μίνιμουμ συναινέσεων και συγκλίσεων, που θα αντικαθιστούσαν το συγκρουσιακό πολιτικό περιβάλλον που απορροφά χρόνο, πόρους και ενέργεια, και λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την επίτευξη των στόχων της κυβέρνησης και της ίδιας της χώρας. 

Ποιο από όλα τα θέματα που «σηκώνει» η αντιπολίτευση βοηθάει την Ελλάδα, ανοίγει οικονομικές προοπτικές, δημιουργεί θέσεις απασχόλησης και βελτιώνει τα εισοδήματα; Κανένα! Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο λοιπόν, τα κόμματα της αντιπολίτευσης να σταματήσουν το κυνήγι των μαγισσών και τον αγώνα πολιτικής δολιοφθοράς και να συμβάλλουν στην επίλυση των θεμάτων που προωθεί η κυβέρνηση. 

Διότι το βασικό  ερώτημα των πολιτών, δεν είναι το ποιο κόμμα θα βγει δεύτερο, τρίτο ή τέταρτο στις Ευρωεκλογές. Αλλά το πώς θα βελτιωθεί το επίπεδο της ζωής τους.