Την περασμένη Δευτέρα, 12 Μαΐου, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής έδωσε στη δημοσιότητα μελέτη, με τίτλο:« Οι κινητήριοι μοχλοί της ανάπτυξης και οι τάσεις της παραγωγικότητας στην Ελλάδα την περίοδο 1960-2024», που υπολογίζει ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδος θα υπερβεί τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2033. Η μελέτη έλαβε σημαντική δημοσιότητα και παρουσιάστηκε από τα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ, κυρίως όσον αφορά στο θέμα του χρόνου σύγκλισης με το μέσο ευρωπαϊκό κατά κεφαλήν εισόδημα.
Η μελέτη περιλαμβάνει ορισμένα μέρη τα οποία προκαλούν απορίες ή ακόμη και οργή.
Κατ’ αρχήν, προκαλεί απορία η επιλογή του έτους βάσης για την επισκόπηση της μεταπολεμικής ελληνικής οικονομίας, δηλαδή το 1960. Τα σημαντικά γεγονότα που αποτέλεσαν τα σημεία καμπής της ελληνικής ανάπτυξης μετά το τέλος του πολέμου ήταν η νομισματική μεταρρύθμιση και η υιοθέτηση της πολιτικής «σκληρής δραχμής» από την κυβέρνηση Παπάγου το 1953 και η εφαρμογή του προγράμματος ευρέων μεταρρυθμίσεων και αναμόρφωσης της οικονομίας που άρχισε το 1955 με την άνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία.
Το 1960 δεν αποτελεί κανενός είδους ορόσημο για μια τέτοια μελέτη. Η μόνη σημασία του είναι ότι είναι το έτος από το οποίο ξεκινούν οι χρονολογικές σειρές εθνικών στατιστικών του ΟΟΣΑ και της Διεθνούς Τραπέζης. Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει βάσεις δεδομένων για τα σημαντικότερα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας που εκτείνονται μέχρι τα προπολεμικά χρόνια και εάν κάποιος ήθελε να φέρει εις πέρας μια σοβαρή μελέτη του θέματος θα μπορούσε απλά να ανατρέξει στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που είναι άμεσα διαθέσιμα στο διαδίκτυο.
Όμως, το σημαντικό πρόβλημα με τη μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής δεν είναι αυτό. Το σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν προσεγγίζεται η οικονομική καταστροφή που υπέστη η χώρα από το 1982 και μετά και δεν εστιάζει στις πραγματικές αιτίες της αναιμικής ανάπτυξης που είχε η χώρα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Πώς το κάνει αυτό; Με το να περιλαμβάνει την περίοδο 1974-81 στην περίοδο που ονομάζει «Μακρά Στασιμότητα» και ορίζει ως τα χρόνια 1974-93 (δείτε Πίνακα 1, παρακάτω, από την μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής).
Όμως, η συμπερίληψη των ετών 1974-81 στην πρώτη οχταετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μόνο απορίες προκαλούν. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
1.Το 1974-81 η χώρα συνέχισε να ακολουθεί την πολιτική σκληρής δραχμής που εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις μετά το 1953. Το 1974 δεν υπήρξε χρονιά αλλαγής της οικονομικής πολιτικής και δεν υπάρχει κανένας οικονομικός ή μεθοδολογικός λόγος να διαχωρίζεται από την περίοδο 1953-1974. Η χρονιά καμπής και αλλαγής ήταν το 1982: τότε, στο πρώτο έτος διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, εγκαταλείφθηκε η πολιτική της σκληρής δραχμής, η χώρα άρχισε να συσσωρεύει ελλείμματα, εκτοξεύθηκε ο πληθωρισμός και άλλαξε το οικονομικό μοντέλο. Την οχταετία 1982-1990 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν λίγο κάτω του 1%, δηλαδή πραγματική στασιμότητα.
2.Αντίθετα, την περίοδο 1975-81, που οι συγγραφείς της μελέτης συμπεριλαμβάνουν στην πρώτη οχταετία του ΠΑΣΟΚ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 3,7%, ο υψηλότερος ανάμεσα σε όλες της χώρες του ΟΟΣΑ. Αν και σημαντικά χαμηλότερος από της περιόδου 1955-74, λόγω των πετρελαϊκών κρίσεων, ο ρυθμός μεγέθυνσης της Ελλάδος στην επταετία Καραμανλή 1975-81 ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής, όπως και το 1955-74. Πόσες ανεπτυγμένες χώρες, ακόμη και σήμερα, έχουν μέσους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 3,7% σε ορίζοντα οκτώ ετών;
Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι το 1974-93 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν 1,5% και αυτό στοιχειοθετεί την περίοδο «Μακράς Στασιμότητας». Αυτό όμως είναι αναληθές. Η περίοδος 1974-81 μόνο περίοδος «στασιμότητας» δεν ήταν.
Και η συμπερίληψη της με την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά υποστηρίζει το αφήγημα ότι για τα ελλείμματα και τη στασιμότητα που παρουσίασε η ελληνική οικονομία μετά το 1982 (ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ την περίοδο 1982-2023 ήταν 1%, ο χειρότερος στο ΟΟΣΑ...) δεν ευθύνεται το ΠΑΣΟΚ και οι οικονομικές πολιτικές που εφάρμοσε αλλά είχαν ξεκινήσει από πιο πριν (από το 1974...) και το ΠΑΣΟΚ ήταν άτυχο να κυβερνήσει εν μέσω δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Στον Πίνακα 2, παρακάτω, καταγράφεται ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδος και οκτώ ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης και των ΗΠΑ στην περίοδο 1955-2023 και σε υποπεριόδους. Ο πίνακας είναι από το άρθρο «Πόσο Μας Κόστισε ο Κρατισμός από το 1981», του υπογράφοντος, που αναρτήθηκε από το Liberal στις 29 Απριλίου 2025.
Η πραγματική εικόνα του τι έγινε στην ελληνική οικονομία την μεταπολεμική περίοδο προκύπτει από τον πίνακα αυτό και όχι από τη μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής:
Από το 1955 μέχρι το 1981, η Ελλάδα είχε τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης ΑΕΠ από τις 9 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ (και τον δεύτερο ταχύτερο στον ΟΟΣΑ μετά την Ιαπωνία) και ο λόγος γι’ αυτό ήταν η πολιτική σκληρής δραχμής, δηλαδή μηδενικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χαμηλού ή μηδενικού πληθωρισμού.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι εξαιρετικές αυτές οικονομικές επιδόσεις διατηρήθηκαν και την περίοδο των πετρελαϊκών και νομισματικών κρίσεων και του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του ’70.
Την περίοδο 1981-2023 η εικόνα αυτή κατέρρευσε και ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν 1%, δηλαδή, επί της ουσίας, βιώσαμε μια οικονομική καταστροφή. Και ο λόγος γι’ αυτό ήταν οι δημοσιονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά το 1981, τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.
Η μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής θολώνει αυτή την ξεκάθαρη εικόνα. Όμως, η ιστορία έχει γραφτεί. Οι αριθμοί δεν ψεύδονται.
Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc. Έχει σπουδάσει οικονομικά (B.S., George Mason University) και χρηματοοικονομικά (M.S., University of Illinois at Urbana-Champaign, και Ph.D., University of Southern California).