Γιατί η Moody's δεν αναβάθμισε την Ελλάδα

Γιατί η Moody's δεν αναβάθμισε την Ελλάδα

Η Moody’s, την οποία θεωρούν οι διεθνείς επενδυτές τον κατ’ εξοχήν «αυστηρό» κριτή πιστοληπτικών αποφάσεων, διατήρησε την Παρασκευή το βράδυ την Ελλάδα στη βαθμίδα Bα3, τρία «σκαλοπάτια» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Πρόκειται για τον οίκο αξιολόγησης ο οποίος, από την αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης μέχρι την ελληνική κρίση χρέους (ήτοι την περίοδο 2008-2013), είχε υποβαθμίσει την Ελλάδα 14 (!) συνολικά φορές. Υπενθυμίζω ότι, η Ελλάδα βρίσκεται δύο «σκαλοπάτια» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα σύμφωνα με τις λιγότερο «αυστηρές» Standard & Poor’s (S&P’s) και Fitch.

Παρά ταύτα, οι προϋποθέσεις υπάρχουν για επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα προς το 2023. Εάν συμβεί αυτό, η Ελλάδα (ήτοι κράτος, τράπεζες και επιχειρήσεις) θα μπορεί να δανείζεται με πολύ φθηνά επιτόκια χωρίς την παροχή στήριξης (κάτι που ισχύει σήμερα) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τι έπαιξε, λοιπόν, ρόλο στη μη απόφαση της Moody’s και τι «μέλλει γενέσθαι»;

Πρώτον, η σαφής βελτίωση της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες κυβερνητικής αποτελεσματικότητας ενδεχομένως θα οδηγούσε σε πιστοληπτική αναβάθμιση. Πράγματι, δύο μήνες πριν, η World Bank δημοσίευσε νέα συγκριτικά στοιχεία κυβερνητικής αποτελεσματικότητας για το 2020, σύμφωνα με τα οποία, και μεταξύ 214 χωρών, η χώρα μας βελτίωσε την επίδοση της στον δείκτη «κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» 
(government effectiveness) στην 66η θέση, το 2020, σε σχέση με τη 73η θέση το 2019. Επιπλέον, και όσον αφορά τον δείκτη «ποιότητας των θεσμών και κανονισμών» (regulatory quality), ο οποίος καταγράφει την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί και να εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, η Ελλάδα βελτιώθηκε, το 2020, στη 60η θέση από τη 63η θέση το 2019.

Όμως, οι παραπάνω βελτιώσεις έλαβαν χώρα το 2020 και συνεπώς δεν αποτελούν κάποιο «νέο» για το 2021 ή/και μετέπειτα…

Η Moody’s θα μπορούσε να αναβαθμίσει την Ελλάδα βάσει της μείωσης της οικονομικής αβεβαιότητας στη χώρα μας. Πράγματι, ο δείκτης οικονομικής αβεβαιότητας στην Ελλάδα κατέγραψε, εν μέσω πανδημίας, μία από τις χαμηλότερες επιδόσεις του (από το 1998 μέχρι σήμερα). Κανένας (διεθνής) επενδυτής δεν αρέσκεται σε υψηλό country risk και η αποκλιμάκωση του συγκεκριμένου δείκτη θωρακίζει τη φερεγγυότητα της χώρας μας στις χρηματοοικονομικές αγορές. Με εκπλήσσει το γεγονός ότι η Moody’s αγνόησε τον δείκτη αβεβαιότητας.

Επιπλέον, η Moody’s θα μπορούσε να αξιολογήσει ιδιαίτερα θετικά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας, η οποία, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα κινηθεί στο 7,1% το 2021 και στο 5,2% το 2022. Με δεδομένο, όμως, ότι η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 9% το 2020, το τέλος του 2022 θα «δει» τη χώρα μας αναπτυσσόμενη μόνο κατά 2,5% σε σχέση με το τέλος του 2019 κάτι το οποίο σίγουρα δεν «ενθουσίασε» τη Moody’s.

Εκείνο όμως που αποτέλεσε «καταλύτη» στη μη απόφαση της Moody’s είναι η δημοσιονομική μας κατάσταση. Το ελληνικό χρέος παραμένει υψηλότατο, στο 202,9% του ΑΕΠ το 2021, και θα μειωθεί μόνο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (επί του ΑΕΠ) μέχρι το 2023. Σημειώνω, επιπλέον, ότι στο τέλος του 2023, το ελληνικό χρέος θα παραμείνει μέχρι και 10 ποσοστιαίες μονάδες (επί του ΑΕΠ) υψηλότερο σε σχέση με το 2011 (!), όταν δηλαδή η «Τρόικα» (ήτοι ΔΝ.Τ., Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και Ευρωπαϊκή Επιτροπή) είχε ήδη κάνει την εμφάνιση της στην Ελλάδα!!!

Επιπλέον, ο κίνδυνος αύξησης του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων πολιτικής (πρώτα από την Τράπεζα της Αγγλίας και τη Fed και, ενδεχομένως, μετά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Κάτι που με τη σειρά του θα επιβαρύνει το δεκαετές ελληνικό επιτόκιο το οποίο θεωρείται «βαρόμετρο» για την ευκολία με την οποία η Ελλάδα μπορεί να «μετακυλήσει» τις δανειακές της υποχρεώσεις στο μέλλον. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Janet Yellen εκτίμησε ότι ο εν εξελίξει υψηλότατος πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί όταν «τελειώσουμε» με την πανδημία.

Πανδημία, η οποία επιστρέφει δριμύτερη στην Ευρώπη λόγω και του υψηλού ποσοστού ανεμβολίαστων. Αυτό εγκυμονεί νέο κίνδυνο lockdown το οποίο θα δυναμιτίσει τις ισχυρές προαναφερθείσες προοπτικές ανάπτυξης (και) στη χώρα μας. Κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε τις προσπάθειες ‘πειθούς’ των ανεμβολίαστων προκειμένου οι πλήρως εμβολιασμένοι στην Ελλάδα να αυξηθούν ταχύτατα από το σημερινό 71,6% των ενηλίκων (ηλικίας 18 ετών και άνω) και να προσεγγίσουν (και, βεβαίως, να ξεπεράσουν) το 76,6% των εμβολιασμένων επί του ενήλικου πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Θα τα καταφέρουμε να βελτιώσουμε ταχύτατα το ποσοστό των εμβολιασμένων; Πρόκειται για μείζον «στοίχημα» περαιτέρω προόδου της ελληνικής κυβερνητικής αποτελεσματικότητας έτσι ώστε (α) να περιορισθούν, πρωτίστως, οι απώλειες ανθρώπινης ζωής, (β) να αποφευχθεί το lockdown το οποίο προκαλεί οικονομική και κοινωνική «ασφυξία» και (γ) να τεθούν οι βάσεις για ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα με ταχύτατη δυναμική!

*Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool