ΕΤΕ: Κενό εξωστρέφειας παρουσιάζουν οι ελληνικές ΜμΕ σε σύγκριση με την ΕΕ

ΕΤΕ: Κενό εξωστρέφειας παρουσιάζουν οι ελληνικές ΜμΕ σε σύγκριση με την ΕΕ

Στο σημαντικό κενό εξωστρέφειας που παρουσιάζουν οι ελληνικές ΜμΕ εστιάζει έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που τονίζει πως συγκριτικά με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, εξάγουν μόλις το 11% των πωλήσεών τους, έναντι του 18% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η έκθεση σημειώνει πως είναι σημαντικό, υπό αυτήν την οπτκή, να διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχει η δυναμική στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα για να επιτευχθεί μία σταδιακή σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

Η έρευνα πεδίου της ΕΤΕ σε δείγμα 600 επιχειρήσεων ανέδειξε ότι μία στις τρεις ελληνικές ΜμΕ που έχουν ως δυνητικό αντικείμενο τις εξαγωγές αγαθών είναι εξωστρεφής ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι άνω του ½ των εξαγωγικών ΜμΕ κατάφεραν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης. 

Στο μεταξύ, κατά 14 μονάδες αυξήθηκε ο δείκτης εμπιστοσύνης των ΜμΕ στην Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο του 2017, καταδεικνύοντας την αξιοσημείωτη βελτίωση που σημείωσε το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Σημειώνεται ότι καθώς η βιομηχανία είναι ο κλάδος που ξεχωρίζει θετικά με κινητήρια δύναμη ανάπτυξης την εξωστρέφειά της, η νέα μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, εστιάζει στην αποκρυπτογράφηση της δυναμικής των εξαγωγών αγαθών από τις ελληνικές ΜμΕ, τόσο κατά τη διάρκεια της κρίσης όσο και για την προοπτική της επόμενης πενταετίας.

Ξεκινώντας από το πιο συνειδητοποιημένο κομμάτι των εξαγωγέων (τους «στρατηγικούς εξαγωγείς»), η ΕΤΕ σημειώνει ότι αποτελούν το 12% των ΜμΕ (καλύπτοντας το 21% των πωλήσεων του τομέα) και χαρακτηρίζονται από δύο στοιχεία:  έχουν διαχρονικά ως στρατηγική τους προτεραιότητα την κατάκτηση μεριδίων στις αγορές του εξωτερικού και κατάφεραν να αυξήσουν την εξωστρέφειά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης (με τις εξαγωγές να καλύπτουν πλέον το 34% των πωλήσεών τους από 19% το 2008).

Οι βασικές πρακτικές που ακολουθούν είναι:

- Ισχυρή στόχευση στην αποτελεσματική διαχείριση κόστους (δηλώνοντας ότι έχουν κατακτήσει πλεονέκτημα σε όρους μισθολογικού και ενεργειακού κόστους) και στην υιοθέτηση συσκευασίας υψηλής ανταγωνιστικότητας (υποδηλώνοντας υψηλή επένδυση σε marketing, branding και προώθηση).

- Έμφαση στην αξιοποίηση των δομών  clusters και των πλεονεκτημάτων δικτύωσης και συνεργειών που αυτά προσφέρουν.

- Προτεραιότητα σε αναπτυγμένες αγορές Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής, στις οποίες τα αποτελέσματα της έρευνάς μας έδειξαν ότι επιτυγχάνονται υψηλότερα περιθώρια κέρδους.

Παράλληλα, η έρευνα της ΕΤΕ εντόπισε ΜμΕ με σημαντικές δυνατότητες αύξησης των εξαγωγών τους. Συγκεκριμένα, υφίσταται  μερίδιο της τάξης του 11% του τομέα (καλύπτοντας το 17% των πωλήσεων) που έχει κάποια εξαγωγική δραστηριότητα και επιπλέον μερίδιο της τάξης του 15% του τομέα (καλύπτοντας το 12% των πωλήσεων) το οποίο, αν και δεν εξήγαγε κατά τη διάρκεια της κρίσης, δηλώνει ότι έχει θέσει την εξωστρέφεια ως στρατηγική προτεραιότητα για την επόμενη πενταετία.

Εισημαίνεται ότι αν υπάρξει  συνεπής, ταχεία και συντονισμένη στρατηγική υιοθέτησης των παραπάνω βέλτιστων πρακτικών από τη μερίδα αυτή των «δυνητικά στρατηγικών» εξαγωγέων, τότε η σταδιακή σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους εξωστρέφειας κρίνεται εφικτή. Παράλληλα, κατά την πορεία πραγματοποίησης αυτής της δυναμικής, πιθανότατα θα απαιτηθούν συγχωνεύσεις μεταξύ των ΜμΕ και ενίσχυση των διόδων πρόσβασης σε πηγές ρευστότητας.