Ενεργειακή κρίση: Μαθήματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού

Ενεργειακή κρίση: Μαθήματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού

Περίπου ένα χρόνο πριν, στα μέσα Φεβρουαρίου 2021, μια πρωτοφανής χιονοθύελλα έπληξε την Πολιτεία του Τέξας των ΗΠΑ κατεβάζοντας τη θερμοκρασία μέχρι τους -18οC. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής και διανομής φυσικού αερίου (ΦΑ) και ηλεκτρικής ενέργειας (ΗΕ), που δεν ήταν σχεδιασμένες για αυτές τις θερμοκρασίες στις νότιες Πολιτείες, πάγωσαν και αστόχησαν, ενώ ταυτόχρονα η ζήτηση αυξήθηκε κατακόρυφα. Για να μην καταρρεύσει πλήρως το σύστημα ηλεκτροδότησης, ο Διαχειριστής του δικτύου ξεκίνησε τοπικές κυλιόμενες διακοπές, με αποτέλεσμα πάνω από 5 εκατομμύρια άνθρωποι να μείνουν χωρίς ρεύμα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι στο Τέξας η αγορά ΗΕ είναι πλήρως απελευθερωμένη και χρηματιστηριοποιημένη και επιτρέπονται τα τιμολόγια με τιμή πλήρως μεταβλητή σύμφωνα με την τιμή εκκαθάρισης της χονδρεμπορικής αγοράς.

Σύμφωνα με την καταγραφή των γεγονότων, όταν ξεκίνησαν οι διακοπές ρεύματος (από την 16η Φεβρ.), η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος ανέβηκε απότομα στα 9.000 $/MWh που ήταν η μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή (έναντι προηγουμένως τυπικής τιμής 25 $/MWh). Η τιμή αυτή διατηρήθηκε στο χρηματιστήριο ΗΕ του Τέξας επί 4 ημέρες, ακόμα δηλ. και 2 μέρες αφού μειώθηκε η ζήτηση και σταμάτησαν οι διακοπές το βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου.

Οι πελάτες που είχαν αποδεχθεί μεταβλητά τιμολόγια δεν υπέστησαν διακοπές, αλλά βρέθηκαν μπροστά σε λογαριασμούς της τάξης των 5.000 δολ. για κατανάλωση πέντε ημερών (κατά τη διάρκεια της χιονοθύελλας). Ολόκληρη η Πολιτεία του Τέξας (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) πλήρωσε για ρεύμα μόνο για την 16η Φεβρουαρίου 2021 (δηλ. για μια μέρα) 10,3 δισ. δολ., όταν ολόκληρο το 2020 (δηλ. για ένα χρόνο) είχε πληρώσει 9,8 δισ. δολ.

Οι παραγωγοί ΗΕ κατέγραψαν «ουρανοκατέβατα» κέρδη (windfall profits), ενώ πολλοί προμηθευτές που αγόραζαν την ΗΕ από το χρηματιστήριο και την μεταπωλούσαν, πτώχευσαν.

Το ίδιο συνέβη και με το φυσικό αέριο που επίσης διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο. Οι παραγωγοί ΦΑ κατέγραψαν «ουρανοκατέβατα» κέρδη κατά τη διάρκεια της κρίσης, εκτιμώμενα στα 11 δισ. δολ., ενώ οι εταιρείες διανομής ΦΑ (ορισμένες από τις οποίες δημοτικές), δημιούργησαν χρέη, καθώς παρείχαν το ΦΑ στους καταναλωτές σε σταθερές τιμές.

Το ανωτέρω περιστατικό στο Τέξας, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας το συστημικό πρόβλημα του εφαρμοζόμενου μοντέλου αγοράς ενέργειας. Ασχέτως του λόγου για τον οποίο προκαλείται, η έλλειψη (ή η αντίληψη επικείμενης έλλειψης) ΗΕ, εκτινάσσει την τιμή της στη χονδρεμπορική αγορά σε τεχνητά επίπεδα που δεν έχουν καμία σχέση με το κόστος παραγωγής. Αποτέλεσμα: ξαφνική μεταφορά πλούτου από τους καταναλωτές στους παραγωγούς.

Το Τέξας όμως αποτελεί και ιδιαίτερη περίπτωση στις ΗΠΑ. Οι περισσότερες άλλες Πολιτείες έχουν διατηρήσει ημι-απελευθερωμένη την αγορά ΗΕ, θεωρώντας ότι η ηλεκτροδότηση των μικρών καταναλωτών έχει χαρακτηριστικά δημόσιας υπηρεσίας. Ενώ έχει απελευθερωθεί η παραγωγή ΗΕ και έχει καθιερωθεί η ελεύθερη πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς σε όλη τη χώρα, η διάθεση της ΗΕ στους καταναλωτές των δικτύων διανομής γίνεται με τον τρόπο που αποφασίζει η κάθε Πολιτεία.

Στις περισσότερες Πολιτείες, οι λειτουργοί των δικτύων διανομής (utilities) εκτελούν και την προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας σε μονοπωλιακό πλαίσιο στη γεωγραφική περιοχή ευθύνης τους – ελέγχονται βέβαια αυστηρά από τις Πολιτειακές Αρχές. Οι εταιρείες αυτές είναι είτε ιδιωτικές, είτε δημόσιες, είτε συνεταιριστικές, και αγοράζουν την ΗΕ από τους παραγωγούς μέσω διμερών συμφωνιών (Power Purchase Agreements). Έτσι, υπάρχει μακροχρόνιος σχεδιασμός, ενώ δεν υπεισέρχεται και η παραμορφωτική επίδραση των χρηματιστηρίων.

Το μοντέλο με το οποίο λειτουργεί η αγορά ΗΕ στην Ευρώπη συμπεριλαμβανομένης της διανομής, είναι παρόμοιο με του Τέξας (δηλ. πλήρως απελευθερωμένη αγορά, με μικρές διαφορές κυρίως στο μηχανισμό αποζημίωσης σπάνιδος ισχύος – scarcity pricing – και στην ύπαρξη μηχανισμών αποζημίωσης ισχύος στις Ευρωπαϊκές αγορές). Η βασική διαφορά είναι ότι η ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή στην Ε.Ε. είναι 4.000 ευρώ/ MWh, που είναι όμως και αυτή αστρονομικά υψηλή.

Δεδομένης της ομοιότητας των μοντέλων, το πάθημα του Τέξας μπορεί να χρησιμεύσει για την εξαγωγή ορισμένων μαθημάτων και για μας:

Μάθημα 1ο: Στρατηγικές αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται με βάση προσωρινά δεδομένα, ή με βάση μόνο τα «καλά» σενάρια.

Πράγματι, το Τέξας είναι μια Πολιτεία που «κολυμπάει» στο φυσικό αέριο. Γι’αυτό, η περίπτωση αναταραχής στην προμήθειά του ή άλλων γεγονότων που, με την μεγεθυντική επίδραση του Χρηματιστηρίου, θα εκτίνασσαν την τιμή της ΗΕ, υποτιμήθηκαν.

Το ίδιο έγινε και στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η τιμή του ΦΑ ήταν στο TTF στα 15-20 ευρώ/MWh οδηγώντας σε κόστος παραγωγής ΗΕ από ΦΑ στο επίπεδο των 40-60 €/MWh, κατώτερο δηλ. από τo μέχρι τότε κόστος παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ( Α.Π.Ε.). Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τους παραγωγούς καθώς είχαν «κλειδώσει» εγγυημένες αποζημιώσεις του ρεύματος που παράγεται από Α.Π.Ε. μέσω των feed-in-tariffs και feed-in-premiums, τις οποίες κατέβαλλαν οι καταναλωτές μέσω του ΕΤΜΕΑΡ. Οι δε λιγνιτικές μονάδες, που είχαν μεγαλύτερο κόστος, αποσύρθηκαν και για περιβαλλοντικούς λόγους. Το κόστος παραγωγής πληρωνόταν στο ακέραιο από τους καταναλωτές και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Μόνο που το σενάριο των χαμηλών τιμών ΦΑ δεν κράτησε για πάντα..

Επί πλέον, η αποκλιμάκωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε., έχει οδηγήσει σήμερα το κόστος αυτού στις μεγάλες εγκαταστάσεις στο επίπεδο των 50 €/MWh (κατά μέσο όρο 40 €/ MWh στη δημοπρασία της ΡΑΕ του Μαΐου 2021), καθιστώντας σε κάθε περίπτωση ακριβότερη την ηλεκτροπαραγωγή από ΦΑ (που καθορίζει και τις τιμές στο χρηματιστήριο).

Η συνέχεια είναι γνωστή: από τα μέσα 2021, με την άνοδο της χρηματιστηριακής τιμής του ΦΑ σε συνδυασμό με την παραμορφωτική επίδραση του χρηματιστηρίου ΗΕ (βλ. προηγούμενο άρθρο μας), βιώνουμε τιμές ΗΕ εξωπραγματικές και αναντίστοιχες του μέσου κόστους παραγωγής, που μεταφέρονται αμέσως και πλήρως στην κατανάλωση (όπως στην περίπτωση του Τέξας, με τη διαφορά ότι οι τιμές δεν έχουν ακόμα φθάσει στην επιτρεπόμενη οροφή των 4.000 €/ MWh – από την άλλη πλευρά το φαινόμενο διαρκεί περισσότερο).

Η επιστροφή της διαφοράς από τα feed-in tariffs προσφέρει ανακούφιση, αλλά όχι σε όλη την κατανάλωση, και πρέπει να ιδωθεί ως προσωρινό και όχι ως μόνιμο μέτρο. Το ίδιο και η ενδεχόμενη φορολόγηση των υπερκερδών των παραγωγών.

Μάθημα 2ο: Τα 100% κυμαινόμενα τιμολόγια με βάση τη χρηματιστηριακή τιμή της ΗΕ, είναι άκρως επικίνδυνα.

Όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση του Τέξας, τα τιμολόγια αυτά, που στην Ελλάδα προωθούνται ευρέως από τους προμηθευτές και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία της αγοράς ΗΕ, ισοδυναμούν ουσιαστικά με συνομολόγηση από τον αγοραστή συναλλαγής με «ανοιχτή» τιμή. Ή με υπογραφή «λευκής» επιταγής.

Διότι όταν εκτινάσσονται οι τιμές (πράγμα που στα χρηματιστήρια μπορεί να συμβεί και χωρίς πραγματικό λόγο αλλά μόνο εξ αιτίας της ψυχολογίας της αγοράς), δεν υπάρχει στην πράξη η επιλογή διακοπής της ηλεκτροδότησης από τον καταναλωτή– αυτή είναι η φύση του προϊόντος που λέγεται ηλεκτρική ενέργεια. Ο καταναλωτής χρεώνεται επί τόπου χωρίς δυνατότητα αντίδρασης.

Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος: Υπάρχουν περιπτώσεις που η χρηματιστηριακή τιμή είναι χαμηλότερη του κόστους, όπως συνέβη την άνοιξη του 2020 και 2021 όταν καταγράφηκαν αρνητικές τιμές ΗΕ στο χρηματιστήριο της Γερμανίας και Γαλλίας. Αυτό συμβαίνει όταν συντρέχει μειωμένη ζήτηση με αυξημένη παραγωγή από ΑΠΕ και συγχρόνως λειτουργούν πολλές μονάδες βάσης που η επανεκκίνησή τους κοστίζει πολύ, όπως είναι τα πυρηνικά και τα λιγνιτικά.

Επειδή όμως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πυρηνικά και (υπό κανονικές συνθήκες) λιγνιτικά, η περίπτωση αυτή δεν είναι πιθανό να εμφανισθεί. Επιπλέον, τυχόν αρνητικές ή πολύ χαμηλές τιμές λόγω υπερπαραγωγής ΑΠΕ, δεν θα περάσουν στην κατανάλωση καθώς θα αντισταθμισθούν με αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ για να καλυφθούν τα feed-in tariffs και feed-in premiums.

Σε κάθε περίπτωση, πεποίθησή μας είναι ότι είναι προτιμότερη η σταθερότητα των τιμών ενέργειας παρά η διακύμανση μεταξύ αστρονομικά υψηλών και αρνητικών τιμών. Η αστάθεια στις τιμές ενέργειας έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε στασιμοπληθωρισμό καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αδυνατούν να προγραμματίσουν και οι επενδύσεις καταρρέουν.

Μάθημα 3ο: Η ασφάλεια τροφοδοσίας και η σταθερότητα των τιμών ΦΑ είναι αναγκαία για τον έλεγχο του ενεργειακού κόστους κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης

Η απώλεια ισχύος ηλεκτροπαραγωγής από ΦΑ και η αύξηση των τιμών του τελευταίου κατά τη διάρκεια της χιονοθύελλας ήταν η γενεσιουργός αιτία της κρίσης του Τέξας. Το Τέξας όμως σε κανονικές συνθήκες είναι καθαρή εξαγωγός ΦΑ.

Κατά μείζονα λόγο επομένως, το ΦΑ αποτελεί απειλή για τη σταθερότητα των τιμών ενέργειας και στην ΕΕ, που είναι καθαρός εισαγωγέας ΦΑ (εισάγει το 83,6% της κατανάλωσης σύμφωνα με στοιχεία του 2020), και μάλιστα εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από μικρό αριθμό εισαγωγέων: τη Ρωσία (καλύπτει το 48% των εισαγωγών σύμφωνα με στοιχεία του 2020), τη Νορβηγία (καλύπτει το 24%) και την Αλγερία (καλύπτει το 12%).

Η ηλεκτρική ενέργεια στην Ε.Ε. παράγεται από ΦΑ κατά 19,8% κατά μέσο όρο σύμφωνα με στοιχεία του 2020 (στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 37,4%). Κατά συνέπεια, περιστατικό με εκτόξευση των τιμών ΗΕ έως το όριο των 4.000 €/MWh λόγω ΦΑ, δεν είναι απίθανο να συμβεί.

Γι’ αυτό, φρονούμε οτι δεν έχουμε την πολυτέλεια να απορρίπτουμε τις δυνατότητες εγχώριας παραγωγής ΦΑ όπου αυτές υπάρχουν (π.χ. Ανατολική Μεσόγειος), εφ’ όσον βέβαια τα κοιτάσματα είναι οικονομικώς εκμεταλλεύσιμα, δεδομένου ότι το φυσικό αέριο θα είναι απαραίτητο για το μεταβατικό διάστημα μέχρι την πλήρη αποανθρακοποίηση.

Το μεταβατικό αυτό διάστημα δεν δύναται να προσδιορισθεί ακόμα με ακρίβεια. Είναι πολύ πιθανό μίγμα ΦΑ με ανανεώσιμα αέρια (όπως υδρογόνο) να καταστεί απαραίτητο να ρέει στους αγωγούς ακόμα και μετά το 2050 (αν και σε μικρότερες ποσότητες από τα σημερινά επίπεδα βέβαια), διότι το πρόβλημα της αποθήκευσης ΗΕ με εύλογο κόστος, ευρίσκεται ακόμα υπό έρευνα και ωρίμανση.

Αφετέρου, προς τη σωστή κατεύθυνση είναι η προωθούμενη μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας επέκταση του LNG στο μίγμα ΦΑ της Ευρώπης, ακόμα και με διοικητικά μέτρα υποχρεωτικού ελάχιστου ποσοστού LNG στις προμήθειες ΦΑ, δεδομένου ότι το LNG παράγεται από πληθώρα παραγωγών σε όλο τον κόσμο.

Το LNG εξασφαλίζει επίσης προσωρινή αποθήκευση του ΦΑ. Επειδή όμως το LNG δεν θα είναι αρκετό για να καλύψει τις ανάγκες της Ευρώπης με εύλογες τιμές τουλάχιστον για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, θα πρέπει να συνεχίσει η προμήθεια και pipeline gas.

Θα πρέπει επίσης να αυξηθούν τα μακροχρόνια συμβόλαια εισαγωγής ΦΑ, ενδεχομένως με θέσπιση υποχρεωτικής ποσόστωσης αυτών στους μεγάλους προμηθευτές ΦΑ. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι όλοι οι μεγάλοι παραγωγοί ΦΑ τιμούν τα μακροχρόνια συμβόλαιά τους ακόμα και σε εποχές κρίσης εφοδιασμού.

Επίσης, οι νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ΦΑ θα πρέπει αφ’ενός να μπορούν να δεχθούν και μίγμα ΦΑ και υδρογόνου και αφ’ετέρου να μπορούν να λειτουργούν και με πετρέλαιο diesel για περίπτωση ανάγκης. Υπάρχει το τέλος ασφάλειας εφοδιασμού που μπορεί να καλύψει τα επί πλέον κόστη εκ του τελευταίου λόγου.

Γενικά δε, οι νέες υποδομές που υλοποιούνται στον τομέα του ΦΑ πρέπει να μπορούν να δεχθούν ένα προοδευτικά αυξητικό μίγμα ΦΑ και υδρογόνου (με εξαίρεση τους σταθμούς LNG που αυτό δεν μπορεί να γίνει για φυσικούς και τεχνικούς λόγους – ωστόσο τούτο δεν αποτελεί πρόβλημα στη μεταβατική περίοδο μέχρι την πλήρη αποανθρακοποίηση καθώς οι σταθμοί LNG τροφοδοτούν τα δίκτυα στα οποία θα γίνεται η ανάμιξη με υδρογόνο και δεν λειτουργούν με αμφίδρομη ροή).

Τέλος, για ακόμα μεγαλύτερη διασφάλιση της διαθεσιμότητας ισχύος ηλεκτροπαραγωγής σε (απευκταία) περίπτωση ανισορροπίας της προσφοράς και ζήτησης ΦΑ, είναι αναγκαίο να διατηρηθούν σε ψυχρή εφεδρεία και ορισμένες από τις αποσυρόμενες λιγνιτικές μονάδες με την ανάλογη αποζημίωση του σταθερού κόστους διατήρησής τους. Το ίδιο και για ορισμένες πετρελαϊκές μονάδες των νησιών.

Μάθημα 4ο: Ο ρόλος των χρηματιστηρίων ΗΕ είναι αποσταθεροποιητικός και μπορεί να γίνει και καταστροφικός

Η περίπτωση της ενεργειακής κρίσης του Τέξας αναδεικνύει εναργώς τον αποσταθεροποιητικό ρόλο του χρηματιστηρίου στις τιμές ΗΕ λόγω εκμετάλλευσης συγκυριών από τους παραγωγούς ΗΕ για κερδοσκοπικούς λόγους. Αν η ίδια ενέργεια τροφοδοτείτο εκτός χρηματιστηρίου, θα υπήρχαν μεν ανατιμήσεις λόγω της ανατίμησης του ΦΑ, αλλά σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα και μόνο κατά το ποσοστό συμμετοχής του ΦΑ στην ηλεκτροπαραγωγή την περίοδο εκείνη.

Ειδικά στο ελληνικό χρηματιστήριο ΗΕ, υπάρχει πιθανό πρόβλημα ατελούς ανταγωνισμού και υπό κανονικές συνθήκες, διότι οι τιμές ΗΕ διογκώνονται περισσότερο από ό,τι δικαιολογείται από τις τιμές ΦΑ ακόμα και χωρίς διακοπές ηλεκτροδότησης.

Κατά την άποψή μας, το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί εντός του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου με τις εξής δράσεις:

(α) τη μεγιστοποίηση της παραγωγής ΗΕ από μονάδες σταθερού κόστους, δηλ. στην περίπτωση της Ελλάδος από Α.Π.Ε. (αφού τα πυρηνικά δεν αποτελούν επιλογή), και συγχρόνως τη διάθεση της παραγωγής αυτής μέσω διμερών συμβολαίων (δηλ. εκτός του χρηματιστηρίου ΗΕ). Άλλως το πλεονέκτημα εγγενούς σταθερότητας του κόστους των ΑΠΕ εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από τη μεταβλητότητα και κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου, που μπορεί να φθάσει σε ακραία όρια, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του Τέξας.

Το 2021 η συμμετοχή των ΑΠΕ συμπεριλαμβανομένων υδροηλεκτρικών στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν 37,2%, ενώ στο ισχύον ΕΣΕΚ προβλέπεται το μερίδιο αυτό να ανέλθει στο 61% μέχρι το 2030. Είναι φανερό ότι η σταθεροποίηση που μπορεί να επέλθει στα τιμολόγια ΗΕ με τον τρόπο αυτόν θα είναι εντυπωσιακή.

Ανάλογες απόψεις έχουν εκφράσει και άλλοι ειδικοί επιστήμονες στο χώρο της ενέργειας (Καθηγητής Π. Μπίσκας, Δρ. Π. Παπασταματίου, κ.α.).

(β) τη μεγιστοποίηση της ιδιοπαραγωγής ΗΕ από ΑΠΕ, μεταξύ άλλων και με φωτοβολταϊκά στέγης, όπως έχει αναπτυχθεί και σε προηγούμενο άρθρο μας. Το κόστος παραγωγής από τα φωτοβολταϊκά στέγης ευρίσκεται στο επίπεδο των 80 €/MWh και είναι σίγουρα καλύτερο από τις σημερινές τιμές εκκαθάρισης του χρηματιστηρίου ΗΕ, που έχουν ξεπεράσει τα 200€/MWh, ενώ είναι και σταθερό.

(γ) τη συμβολαιοποίηση με μεγάλους καταναλωτές (βιομηχανία, κλπ.), μέσω διμερών συμφωνιών σε μακροχρόνια βάση, παραγωγής από μονάδες σταθερού κόστους. Στις συμφωνίες θα μπορούν να περιληφθούν και τα κόστη για την κάλυψη των αιχμών ζήτησης και της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, με κατάλληλες προβλέψεις αν αυτά είναι μεταβλητά (π.χ. ηλεκτροπαραγωγή από ΦΑ - με δείκτη αναφοράς τις τιμές ΦΑ και όχι τη χρηματιστηριακή τιμή ΗΕ). Ιδίως οι νέες μονάδες ΑΠΕ και όσες δεν έχουν feed-in tariffs ή feed-in-premiums, είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξής τους.

(δ) για τους μικρούς καταναλωτές, τη θέσπιση στις άδειες προμήθειας ΗΕ της υποχρεωτικότητας παροχής τιμολογίων όπου ένα μέρος θα είναι σταθερό (το αντιστοιχούν στην παραγωγή από Α.Π.Ε.) και ένα άλλο υποκείμενο σε διακύμανση (το αντιστοιχούν στην παραγωγή από ΦΑ ή εισαγωγές spot). Αυτό θα υποχρεώσει στη συνέχεια τους προμηθευτές να συνάψουν αντίστοιχα διμερή συμβόλαια με τους παραγωγούς.

Εναλλακτικά, διμερή συμβόλαια με παραγωγούς για λογαριασμό μικρών καταναλωτών μπορούν να συνάπτονται από ενώσεις πολιτών ή πρωτοβουλίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το μοντέλο των Ενεργειακών Κοινοτήτων. Σύμφωνα όμως με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, δεν μπορούν να έχουν αποκλειστικότητα σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή (όπως συμβαίνει στην περίπτωση πολλών Πολιτειών των ΗΠΑ).

Το πως θα εφαρμοσθούν στην πράξη οι ανωτέρω (γ) και (δ) προτεινόμενες δράσεις, έχει προφανώς πολλές τεχνικές λεπτομέρειες λόγω της εμπλοκής και του ΔΑΠΕΕΠ και των feed-in tariffs, είναι όμως ζητήματα που μπορούν να επιλυθούν. Π.χ. μπορεί να διατεθεί από τον ΔΑΠΕΕΠ η παραγωγή των μονάδων ΑΠΕ που εκπροσωπεί σε όλους τους προμηθευτές σε μια κατάλληλη μέση τιμή ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία του λογαριασμού ΑΠΕ, με ένα αναλογικό σύστημα. Η ανωτέρω μέση τιμή θα μειώνεται με τη πάροδο του χρόνου λόγω της ένταξης των νέων οικονομικότερων μονάδων ΑΠΕ.

Οι δράσεις αυτές θα εναρμονίσουν την αγορά της Ελλάδος με τα συμβαίνοντα στη συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανικών Πολιτειών και στη Βόρειο Ευρώπη, όπου το 70+% της παραγόμενης ΗΕ διατίθεται μέσω των προαναφερθέντων διμερών συμβολαίων. Επίσης, θα προωθήσουν την ταχύτερη ανάπτυξη των Α.Π.Ε. αφού θα δημιουργηθεί ανταγωνισμός για τη μεγιστοποίηση του σταθερού μέρους του τιμολογίου. Περαιτέρω, θα προωθήσουν και την ταχύτερη ανάπτυξη της αποθήκευσης ΗΕ σταθερού κόστους (δηλ. μπαταρίες και υδρογόνο), που σήμερα ευρίσκεται υπό έρευνα για μείωση του κόστους.

Ως παράπλευρη συνέπεια, θα συντελεσθεί και υγιής αναδιάρθρωση της αγοράς καθώς θα εξαλειφθούν οι μεσάζοντες που απλώς μεταφέρουν τις χρηματιστηριακές τιμές ΗΕ στους καταναλωτές χωρίς να να αναλαμβάνουν κανένα ρίσκο.

Στόχος πρέπει να είναι η χονδρεμπορική αγορά ΗΕ να καλύπτει μόνο την αγορά εξισορρόπησης και ένα μικρό ποσοστό της προ-ημερήσιας εκτίμησης αγοράς (που δεν θα έχει καλυφθεί με διμερή συμβόλαια). Μόνο τότε θα απο-χρηματιστηριοποιηθεί το αγαθό της ΗΕ και θα σταματήσει η σημερινή «τρέλα».

(ε) Σε κάθε περίπτωση, εφ’όσον συνεχίζεται το υφιστάμενο μοντέλο της αγοράς ΗΕ, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα εξορθολογισμού της λειτουργίας των χρηματιστηρίων ΗΕ και ΦΑ. Συγκεκριμένα, θεωρούμε ότι πρέπει να μειωθεί δραστικά και μόνιμα το εξωπραγματικά υψηλό πλαφόν των 4.000 €/MWh στη χρηματιστηριακή τιμή της ΗΕ (π.χ. στα 600 €/MWh) προκειμένου να περιορισθεί ο κίνδυνος από τον ενδεχόμενο εκτροχιασμό των χρηματιστηρίων ΗΕ έστω και στιγμαία.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τεθεί πλαφόν και στις χρηματιστηριακές τιμές των Ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων ΦΑ, δηλ. και στην τιμή του TTF που παρασύρει και μεγάλο μέρος των μακροχρονίων συμβολαίων. Το πλαφόν στο ΦΑ θα πρέπει να υπολογισθεί κατ’αντιστοιχία με το πλαφόν των τιμών ΗΕ, δηλ. στο επίπεδο της τιμής του ΦΑ που οδηγεί σε μεταβλητό κόστος ηλεκτροπαραγωγής από ΦΑ ίσο με το πλαφόν της τιμής ΗΕ (π.χ. στο επίπεδο των 200 €/MWh).

Επιπλέον, αν οι χρηματιστηριακές τιμές του ΦΑ ή της ΗΕ ευρίσκονται σε υψηλά επίπεδα επί μακρόν και όχι στιγμιαία χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τα επίπεδα της προσφοράς και ζήτησης, επομένως παραπέμποντας σε τεχνητή («ψυχολογική») διόγκωση των τιμών, θα πρέπει να τίθενται, σε προσωρινή βάση, ακόμα χαμηλότερα όρια– αυτή είναι (ορθώς) και η πρόταση της Ελλάδος προς την Επιτροπή για τη σημερινή συγκυρία, δεδομένου ότι οι ανωτέρω αποφάσεις εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΕ.

Οι όποιες αλλαγές πρέπει να υλοποιηθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα, διότι το ενεργειακό έχει γίνει πλέον η υπ’αρ. 1 απειλή για την οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή της Ελλάδος (και της ΕΕ, σε αντίθεση με τις Η.Π.Α. που έχουν ρυθμίσει το ενεργειακό ζήτημα καλύτερα).

Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν είχαν αρχίσει οι συζητήσεις για την απελευθέρωση της αγοράς ΗΕ, είχαν προταθεί και μοντέλα ημι-απελευθέρωσης (όπως αυτό του μοναδικού αγοραστή και του συστήματος pool σε συνδυασμό με κεντρικό ημερήσιο προγραμματισμό της παραγωγής ΗΕ) κυρίως από τη Γαλλία που διατηρούσε πάντα τις επιφυλάξεις της για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ΗΕ. Δυστυχώς όλα απορρίφθηκαν (το σύστημα pool διατηρήθηκε μόνο μεταβατικά).

Εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται ότι τα μοντέλα αυτά θα ήταν καλύτερα αν εφαρμόζονταν για την ηλεκτροδότηση των μικρών καταναλωτών τουλάχιστον, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α..

Σημειώνουμε επίσης ότι στον τομέα του ύδατος, που είναι το έτερο βασικό και χωρίς υποκατάστατα αγαθό για τους πολίτες και την οικονομία, η Ε.Ε. άφησε το κάθε κράτος-μέλος να επιλέξει το μοντέλο της αγοράς. Με συντριπτική πλειοψηφία τα κράτη-μέλη επέλεξαν το μοντέλο της δημόσιας υπηρεσίας (όπως και στις Η.Π.Α.).

Το ΣτΕ, με τις αποφάσεις της Ολομέλειας 1906/2014 και 190, 191/2022, μετά από προσφυγή κατά της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ, επιβεβαίωσε ότι και στην Ελλάδα η υδροδότηση εμπίπτει στις υπηρεσίες του Κράτους προς τους πολίτες και ότι το Δημόσιο πρέπει να διατηρεί τουλάχιστον την πλειοψηφία των μετοχών των επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς επίσης, και ότι οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις πρέπει, υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, να αποσκοπούν αποκλειστικώς και ακωλύτως στην αδιάλειπτη και υψηλής ποιότητας παροχή των, ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης.

Τα λάθη της ΕΕ στο ενεργειακό

Στην περίπτωση της ενέργειας, έχοντας παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη της απελευθέρωσης της αγοράς και της μέχρι τώρα ενεργειακής μετάβασης, θεωρούμε ότι στρατηγικά λάθη της ΕΕ, τα οποία χρήζουν άμεσων διορθωτικών μέτρων, είναι τα εξής:

-η κατά 100% απελευθέρωση και χρηματιστηριοποίηση της αγοράς ΗΕ μέσω των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και Κανονισμών (target model), η οποία οδήγησε σε μεγάλη αστάθεια τις τιμές ρεύματος.

Σε αντίθεση, στις ΗΠΑ, αφέθηκε η κάθε Πολιτεία να ρυθμίσει το θέμα μόνη της επιτρέποντας και τα μοντέλα ημι-απελευθέρωσης.

-η υποτίμηση της σημασίας του ΦΑ κατά την ενεργειακή μετάβαση, ιδίως ως προς το σκέλος της ασφάλειας τροφοδοσίας, και η χρηματιστηριοποίησή του, με την υπερβολική έμφαση που δόθηκε στις spot αγορές και στα χρηματιστήρια ΦΑ (gas hubs) έναντι των μακροχρόνιων συμβολαίων, μολονότι η εξάρτηση από εισαγωγές της Ε.Ε. ήταν πάντοτε εξαιρετικά υψηλή.

Και στις ΗΠΑ υπάρχουν τα gas hubs, αλλά δεν λειτουργούν με εισαγόμενο ΦΑ – αντιθέτως, ενισχύθηκε η εγχώρια παραγωγή ΦΑ σε βαθμό που η χώρα είναι πλέον καθαρή εξαγωγός ΦΑ.

-η τεχνολογική και παραγωγική εξάρτηση της ενεργειακής μετάβασης της Ευρώπης από άλλες χώρες.

Σε προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε εκφράσει την ευχή να αναπτυχθεί ελληνική τεχνογνωσία και παραγωγή φωτοβολταϊκών συστημάτων όπως με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες. Είναι βέβαια γνωστό ότι τρεις απόπειρες ανάπτυξης ελληνικής παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων απέτυχαν μέχρι τώρα λόγω της ανοχής της ΕΕ στην τιμολόγηση κάτω του κόστους (dumping) που εφαρμόζουν άλλες χώρες για τις δικές τους στρατηγικές στοχεύσεις.

Το λάθος της κοντόφθαλμης αυτής πολιτικής της ΕΕ απεδείχθη μετά την πανδημία, όταν σημειώθηκαν εκρηκτικές αυξήσεις των τιμών των (εισαγόμενων) φωτοβολταϊκών πλαισίων και εξαρτημάτων των αιολικών λόγω ανατιμήσεων από τους εκτός Ευρώπης παραγωγούς, αλλά και προβλημάτων και αυξήσεων κόστους στην εφοδιαστική αλυσίδα των υλικών αυτών.

Κατά την άποψή μας, είναι μέγιστο στρατηγικό λάθος η σημερινή εξάρτηση από τους εκτός Ευρώπης παραγωγούς ορυκτών καυσίμων να αντικατασταθεί από εξάρτηση από τους εκτός Ευρώπης κατασκευαστές των εξαρτημάτων ΑΠΕ.

Επί πλέον, η ΕΕ, ως πρωταγωνίστρια της ενεργειακής μετάβασης, θα πρέπει να προσπαθήσει να ενισχύσει το ΑΕΠ της αναπτύσσοντας τις σχετικές τεχνολογίες και παραγωγικές διεργασίες των συστημάτων ΑΠΕ αντί απλώς να πληρώνει για να τα εισάγει.

-η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης για περιβαλλοντικούς στόχους που ουδέποτε επετεύχθησαν αφού αγνοήθηκε η παγκόσμια διάσταση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Η Ε.Ε. ανέχθηκε τη μεταφορά παραγωγής από την Ευρώπη σε χώρες που δεν εφαρμόζουν τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς της ΕΕ συμπεριλαμβανομένου του κόστους των εκπομπών CO2, παράλληλα αφήνοντας ελεύθερες τις επανεισαγωγές των προϊόντων που παράγονται εκεί με ρυπογόνες τεχνολογίες, δημιουργώντας έτσι συνολικά μηδενικό όφελος από περιβαλλοντικής απόψεως και αφήνοντας μόνο απώλεια Ευρωπαϊκού ΑΕΠ και θέσεων εργασίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της ΕΕ μειώθηκαν τη δεκαετία 2009-2019 με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,2% και των ΗΠΑ με 0,5%. Ωστόσο, της Κίνας αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,4% και σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,4%. Η Κίνα εκπέμπει το 30,7% των παγκοσμίων αερίων θερμοκηπίου, περίπου όσο όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ μαζί (BP Statistical Review of World Energy 2021).

Η επικείμενη εφαρμογή του φόρου άνθρακα στα εισαγόμενα προϊόντα ίσως διορθώσει τον παραλογισμό αυτόν, εφ’οσον βέβαια εφαρμοσθεί σωστά.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι η κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής προς μια οικονομία χωρίς άνθρακα, θα πρέπει να συνεχισθεί. Δεν υπάρχει άλλη λύση για την αποφυγή της καταστροφής. Απλώς, απαιτούνται διορθώσεις, οι οποίες θα επιταχύνουν την επίτευξη του στόχου με το μικρότερο δυνατό κόστος για τους πολίτες…

*Δημήτρης Καρδοματέας, Ενεργειακός Σύμβουλος, τ. Γενικός Δ/ντής Στρατηγικής & Ανάπτυξης του ΔΕΣΦΑ, τ. Πρόεδρος της ΜΟΔ, τ. μέλος Δ.Σ. ENTSOG και GIE