Είμαστε οι πτωχότεροι στην ΕΕ ή απλά δουλευόμαστε μεταξύ μας;
Shutterstock
Shutterstock

Είμαστε οι πτωχότεροι στην ΕΕ ή απλά δουλευόμαστε μεταξύ μας;

Στην Ελλάδα, τη χώρα όπου οι πολίτες της περιφρονούν και μισούν τη μισθωτή απασχόληση, και επιλέγουν την επιχειρηματικότητα ως απόδειξη του «ελληνικού δαιμόνιου», φαίνεται ότι οι μισθωτοί είναι πλουσιότεροι των ελεύθερων επαγγελματιών και των ιδιοκτητών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 

Παράλληλα αποδεικνύεται ότι όλες οι στατιστικές αναλύσεις ακόμα και της Eurostat, που ασχολούνται με το ζήτημα των εισοδημάτων, του επιπέδου διαβίωσης και της κατάστασης της φτώχειας στη χώρα μας, είναι εντελώς αναξιόπιστες. Αφού λαμβάνουν ως σημεία αναφοράς, δεδομένα τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως επαφή με την πραγματικότητα και την αλήθεια, όπως αποδεικνύεται από τις φορολογικές δηλώσεις και τα  επίσημα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 49,7% των ελεύθερων επαγγελματιών (περίπου 387.532 άτομα) δήλωσαν μέσο ετήσιο εισόδημα 3.665 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 305 ευρώ ανά μήνα. Οι υπόλοιποι 392.128 ελεύθεροι επαγγελματίες (50,3%) δήλωσαν 14.552 ευρώ ετησίως (1.213 ευρώ σε μηνιαία βάση).

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι 387 χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό. Και ότι στο σύνολο τους οι περίπου 780 χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες εμφανίζουν εισοδήματα χαμηλότερα των μισθωτών, των οποίων το μέσο εισόδημα σύμφωνα με την ΑΑΔΕ ανέρχεται στα 17.668 ευρώ. Δηλαδή στα εστιατόρια, τα μπαρ, τα συνεργεία και αλλού, οι ιδιοκτήτες των μικρών αυτών επιχειρηματικών σχημάτων, δηλώνουν χαμηλότερα εισοδήματα από τους ίδιους τους εργαζομένους τους. 

Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων της ΑΑΔΕ, είναι ότι κάποιες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών παραδοσιακά και εθιμικά εμφανίζουν σε σημαντικό ποσοστό είτε ζημιές είτε μηδενικά κέρδη. Πιο συγκεκριμένα, το 68% των ιδιοκτητών μπαρ, των 53% των εστιατορίων, το 59% των κομμωτηρίων, καθώς και το 50% των συνεργείων αυτοκινήτων, δηλώνουν ζημίες. Και παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους, ενώ η λογική, αλλά και η ίδια η πραγματικότητα λένε, ότι για να συντηρήσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους, θα «κατέβαζαν ρολά», θα έβαζαν ένα τέλος στις ζημίες τους και θα πήγαιναν αμέσως να εργασθούν οπουδήποτε ως μισθωτοί.

Βέβαια, τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών παρουσίασαν το 2024 μια αύξηση της τάξης του 103% σε σχέση με το 2023, ίσως κάτω από τον φόβο των φορολογικών ελέγχων και των νέων μέτρων. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Και είναι τεράστιο.  

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν βιάζουν μόνο με βάναυσο τρόπο τη λογική μας, αλλά τροφοδοτούν με παραπλανητικό υλικό τόσο τις δεξαμενές δεδομένων που υποστηρίζουν τις στατιστικές μελέτες και αναλύσεις, όσο και τον ίδιο τον πολιτικό διάλογο της χώρας.  

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, για τα εισοδήματα του 2024, ο μέσος φόρος των ελεύθερων επαγγελματιών που «πιάστηκαν στα τεκμήρια» έφθασε τα 1.815 ευρώ. Εξαιρετικά χαμηλό ποσό αν τον συγκρίνουμε με τον αντίστοιχο μέσο φόρο των μισθωτών που φθάνει τα 2.023 ευρώ. 

Επομένως, στην Ελλάδα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το πιο δυναμικό κομμάτι, ή όπως συνηθίζουμε να λέμε, η «ραχοκοκαλιά  της εθνικής οικονομίας» είτε ζει βυθισμένη μέσα στη φτώχεια, είτε τα βγάζει οριακά πέρα. Συμπαρασύροντας τις στατιστικές, όσον αφορά τα εισοδήματα των Ελλήνων πολιτών, «προς τα κάτω». Κατευθύνοντας την ΕΛΣΤΑΤ και την Eurostat σε επεξεργασίες λανθασμένων δεδομένων. Και οδηγώντας την αντιπολίτευση της μιζέριας και της καταστροφολογίας σε μια επιχειρηματολογία, η οποία ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Οι συγκρίσεις της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και τις υπόλοιπες χώρες του πρώην «υπαρκτού» σοσιαλισμού, οι οποίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είμαστε οι τελευταίοι των τελευταίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προφανώς ανακριβείς και απατηλές. Η αντιπολίτευση τις χρησιμοποιεί βέβαια κατά κόρον για να οικοδομήσει το δικό της καταστροφολογικό αφήγημα για την πορεία της χώρας. Ένα αφήγημα το οποίο «φουντώνει τη δυσαρέσκεια», αλλά είναι προφανώς ανακριβές.

Να κλείσουμε σημειώνοντας ότι το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), σε πρόσφατη ανάλυσή του, εκτιμά ότι η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα παραμένει υψηλή, με το «μαύρο χρήμα» (συνδεδεμένο με παραοικονομία και φοροδιαφυγή) να κυμαίνεται στα 45-50 δισ. ευρώ ετησίως, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η εστίαση, οι κατασκευές και τα ελεύθερα επαγγέλματα. Το ΚΕΠΕ διαπιστώνει μείωση της παραοικονομίας από το 28,3% του ΑΕΠ το 2022, στο 20,9% του ΑΕΠ του 2023. Ωστόσο, ακόμα και αυτό το μειωμένο ποσοστό, υπερβαίνει τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκεται στο 17,6%. Τοποθετώντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση μεταξύ Ιταλίας και Πολωνίας στις υψηλότερες θέσεις της ευρωπαϊκής παραοικονομίας.

Η μελέτη του ΚΕΠΕ εντοπίζει την αυτοαπασχόληση ως τον βασικό παράγοντα, που συμβάλλει κατά 37,6% στο σύνολο της παραοικονομίας, λόγω «δυσκολιών» στην καταγραφή των αληθινών εισοδημάτων. Επιπλέον, οι υψηλοί συντελεστές έμμεσων φόρων, όπως είναι ο ΦΠΑ τον οποίο οι καταναλωτές επιθυμούν να αποφύγουν, σε συνδυασμό με την προτίμηση για συναλλαγές με χρήση μετρητών, ενθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή σε κλάδους όπως είναι η εστίαση, οι κατασκευές και «βαριά» επαγγέλματα των ιατρών και των δικηγόρων.

Μήπως τελικά δεν είμαστε οι πτωχότεροι στην Ε.Ε., αλλά απλά δουλευόμαστε μεταξύ μας;