Αβεβαιότητα και οικονομία στην μετά-κορονοϊό εποχή

Αβεβαιότητα και οικονομία στην μετά-κορονοϊό εποχή

Αβεβαιότητα. Όπως είπε ο Βολταίρος, η αβεβαιότητα είναι μια δυσάρεστη κατάσταση, αλλά η βεβαιότητα είναι μια παράλογη κατάσταση. Η ανωτέρω φράση έχει σκοπό να αναδείξει την διττή φύση της αβεβαιότητας. Αφενός είναι μια δυσάρεστη κατάσταση, αφετέρου το πλήθος αστάθμητων παραγόντων που επηρεάζουν την ζωή μας την καθιστούν μια αναπόφευκτη κατάσταση. Οι άνθρωποι από την φύση μας προσπαθούμε να μετριάσουμε την αβεβαιότητα κάνοντας εκτιμήσεις για μελλοντικά σενάρια.

Συνεπώς, όσο πιο ακριβείς οι εκτιμήσεις, τόσο μικρότερη η αβεβαιότητα. Πως όμως η αβεβαιότητα επηρεάζει την οικονομία μιας χώρας; Προς τα ποια κατεύθυνση είναι η όποια επίδραση; Πως μπορούμε να έχουμε πιο ακριβείς εκτιμήσεις για να μετριάσουμε την επίδραση της αβεβαιότητας στην οικονομία;

Τα τελευταία χρόνια, μια σειρά γεγονότων οδήγησαν στην κατακόρυφη αύξηση της αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής: η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 στην Αμερική, η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη την περίοδο 2010-2012, το ελληνικό δημοψήφισμα το 2015, η εκλογή Τραμπ το 2016, το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016, και η κρίση του κορονοϊού το 2020. 

Σε πολιτικό επίπεδο, τα γεγονότα αυτά οδήγησαν σε διχασμό, πόλωση, και αυξημένο κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία. Σε οικονομικό επίπεδο, οι ανωτέρω πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν σε αυξημένη αβεβαιότητα αναφορικά με τις δημόσιες δαπάνες και το φορολογικό πλαίσιο.

Στο μάθημα της μακροοικονομίας, ένας προπτυχιακός φοιτητής οικονομικών μαθαίνει ότι η αβεβαιότητα είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη. Όσο αυξάνεται η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική τόσο μειώνονται οι επενδύσεις και η κατανάλωση, και κατ' επέκταση επιβραδύνεται η οικονομία. Αυτό συμβαίνει γιατί σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας, μειώνεται η ικανότητα των ανθρώπων να εκτιμήσουν μελλοντικά σενάρια.

Σε μια τέτοια κατάσταση, τόσο οι καταναλωτές όσο και οι εταιρίες προτιμούν να διακρατούν ρευστά διαθέσιμα από το να καταναλώνουν/επενδύουν. Για παράδειγμα, σε μια χώρα που μεταβάλλεται συχνά ο φορολογικός συντελεστής, οι εγχώριες επιχειρήσεις δεν μπορούν να εκτιμήσουν με σχετική ακρίβεια τα μελλοντικά τους έσοδα από μια επένδυση και ως εκ τούτου, είναι πιο πιθανό να αναστείλουν την επένδυση. Και όπως είναι λογικό, η μείωση των επενδύσεων επιφέρει και επιβράδυνση της οικονομίας.

Η Ελλάδα είναι ίσως μια ιδιάζουσα περίπτωση, αφού η αβεβαιότητα είναι βαθιά ριζωμένη στην σύγχρονη ιστορία μας. Από την εποχή των Τρικούπη-Δηλιγιάννη, όπου με κάθε εναλλαγή της κυβέρνησης άλλαζε και η στελέχωση του δημόσιου τομέα, μέχρι την πρόσφατη εποχή των μνημονιακών κυβερνήσεων, η αβεβαιότητα της οικονομικής πολιτικής αποτελούσε μια μόνιμη τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη.

Την περίοδο 2010-2016 για παράδειγμα, οι αλλεπάλληλες πρόωρές εκλογές, οι μη ρεαλιστικές υποσχέσεις των κομμάτων στους ψηφοφόρους, και ο παρατεταμένος κίνδυνος της εξόδου από το ευρώ, δημιούργησαν ένα κλίμα εχθρικό προς τις επενδύσεις που συνέβαλλε καθοριστικά στην επιβράδυνση της οικονομίας.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ελληνικού, όπου χρειάστηκαν σχεδόν δέκα χρόνια από την προκήρυξη του διαγωνισμού έως την εκκίνηση της επένδυσης, λόγω διαφωνιών των κυβερνήσεων με την ανάδοχο εταιρία.

Ποιος είναι ο λόγος όμως της ιδιαιτερότητας αυτής στην χώρα μας; Είναι μόνο ευθύνη των πολιτικών; Κατά την άποψη μου, το κοινοβούλιο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Όσο οι πολίτες επιζητούν ουρανοκατέβατους μεσσίες που με ένα νόμο θα λύσουν τα προβλήματα της οικονομίας, τόσο θα έχουμε αυξημένη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα.

Αυτό, γιατί οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες οδηγούν σε απογοήτευση και απόγνωση, που με την σειρά τους οδηγούν σε πολιτική αστάθεια και πρόωρές κάλπες. Επιπροσθέτως, όσο αντιμετωπίζουμε τα πολιτικά δρώμενα με το ομαδικό μετεμφυλιακό σύνδρομο του αριστερά-δεξιά, τόσο θα οδηγούμαστε στον ανωτέρω φαύλο κύκλο, αφού οι απόψεις μας θα είναι μεροληπτικές και η κρίση μας ελλιπής.

Η μετά-κορoνοϊό εποχή ενέχει σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Αρχικά, το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει το 200% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, και αποτελεί ένα μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για την δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας.

Επιπροσθέτως, τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού δεν θα διατηρηθούν για πάντα. Η Federal Reserve ήδη δρομολόγησε αύξηση επιτοκίων για το 2023, ενώ παρόμοια πολιτική αναμένεται να ακολουθήσει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Σε μια τέτοια περίπτωση, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα αυξηθεί, και κατά συνέπεια, θα είναι δυσκολότερο για την χώρα μας να μειώσει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, πρέπει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το κόστος δανεισμού της Ελλάδας να είναι μικρότερο από το άθροισμα του πληθωρισμού με το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Μεγέθυνση της οικονομίας σημαίνει ανάπτυξη, και η ανάπτυξη είναι αρνητικά συσχετισμένη με την αβεβαιότητα.

Μείωση της αβεβαιότητας δεν σημαίνει έλλειψη πολυφωνίας στην πολιτική ζωή του τόπου. Ούτε σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχουμε εναλλαγές κυβερνήσεων. Αυτό που σημαίνει όμως είναι ότι τα κόμματα με κυβερνητική δυναμική πρέπει  να σχεδιάζουν την οικονομική τους πολιτική με γνώμονα την οικονομική ανάπτυξη και όχι το μικροπολιτικό τους συμφέρον.

Πρέπει οι πολιτικοί να ακούσουν τις φωνές των ειδικών, που χρόνια τώρα υποδεικνύουν τις βασικές τομές που πρέπει να γίνουν στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Τέλος, πρέπει και εμείς οι πολίτες να μην αντιμετωπίζουμε την πολιτική οπαδικά. Γιατί όσο το κάνουμε, τόσο οι πολιτικοί θα μας αντιμετωπίζουν σαν οπαδούς.

* O Πυργιωτάκης Εμμανουήλ είναι επίκουρος καθηγητής Χρηματοοικονομικών Πανεπιστημίου του Έσσεξ