Ποια είναι η «κόκκινη γραμμή» για τη λήψη πρόσθετων μέτρων - Πόσο κοντά βρισκόμαστε;

Ποια είναι η «κόκκινη γραμμή» για τη λήψη πρόσθετων μέτρων - Πόσο κοντά βρισκόμαστε;

Με τα ημερήσια κρούσματα κορονοϊού να έχουν παγιωθεί σε αριθμούς άνω των 6.000 (με εξαίρεση τα Σαββατοκύριακα όπου γίνονται  συγκριτικά λιγότερα τεστ), τους ειδικούς προβληματίζει η ταχύτατη άνοδος των σκληρών δεικτών της πανδημίας, δηλαδή του αριθμού των ημερήσιων εισαγωγών, το ισοζύγιο εισαγωγών - εξιτηρίων, του αριθμού των  διασωληνωμένων ασθενών  σε ΜΕΘ και των θανάτων που απεικονίζουν με απλά μαθηματικά την αφόρητη πίεση την οποία δέχεται  το ΕΣΥ και τις συνέπειές της.

Με την εμπειρία των προηγούμενων κυμάτων όπου οι διασωληνωμένοι ασθενείς είχαν ξεπεράσει τους 800, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες αυτού του κύματος - δηλαδή ότι έχουμε να κάνουμε με αρνητές εμβολίων και διασωλήνωσης, καθυστερημένη έλευση ασθενών στο νοσοκομείο με πολύ επιβαρυμένη υγεία, οι γιατροί έχουν να αντιμετωπίσουν (και) συγγενείς ασθενών που κινούνται δικαστικά εναντίων εκείνων που προσπαθούν να σώσουν τον κόσμο - τα προβλεπτικά μοντέλα του καθηγητή πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκου Τζανάκη για την αύξηση της πίεσης στα νοσοκομεία του ΕΣΥ έθεσαν το όριο στις 550 - 600 διασωληνώσεις ασθενών σε ΜΕΘ. 

Χθες ήδη περάσαμε τους 551 διασωληνωμένους οπότε είμαστε πάνω στην «κόκκινη γραμμή» και τη διαβαίνουμε. 

Σύμφωνα με το προβλεπτικό μοντέλο του καθηγητή Πνευμονολογίας, το υπάρχον κύμα θα κορυφωθεί στις αρχές Δεκεμβρίου με τους 
διασωληνωμένους ασθενείς στην κορύφωση του να ξεπερνούν τους 600 αλλά μην φτάνουν στα  επίπεδα κόκκινου συναγερμού του περσινού Νοέμβρη, όπου βέβαια οι αριθμοί δεν είναι συγκρίσιμοι καθώς τότε κανείς δεν είχε ακόμα εμβολιαστεί!

Με την κορύφωση της πίεσης στις ΜΕΘ να κυμαίνεται από 600-700 διασωληνωμένους, ο ασφυκτικός κλοιός που δημιουργείται στα νοσοκομεία της επικράτειας εξαρτάται και από τις εισαγωγές και τα εξιτήρια, αλλά και από τον λόγο εισαγωγών προς εξιτηρίων που παραμένει στο 1,5 με τον αριθμό των ασθενών που φτάνουν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών και τις κλινικές Covid να είναι ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με τον κυλιόμενο μέσο όρο του 7ημέρου.

Συγκεκριμένα, χθες έγιναν στην επικράτεια 365 εισαγωγές ασθενών, κατά 12,9% λιγότερες σε σύγκριση με το μέσο όρο της εβδομάδας που ήταν 410, ωστόσο πιο «φορτωμένες» είναι οι εισαγωγές στα νοσοκομεία της Βόρειας και της Κεντρικής Ελλάδας εκεί όπου θα χτυπήσει πρώτα και το κρύο κύμα των χειμωνιάτικων θερμοκρασιών. 

Ο άλλος σκληρός δείκτης που εξαρτάται και από τις συνθήκες με τις οποίες λειτουργούν οι ΜΕΘ είναι οι θάνατοι που επίσης  βρίσκονται σε ανοδική τροχιά και σύμφωνα με τα προβλεπτικά μοντέλα του καθηγητή πνευμονολογίας Νίκου Τζανάκη και του καθηγητή αναλυτικής χημείας ΕΚΠΑ Νίκου Θωμαϊδη πιθανώς θα φτάσουν και θα ξεπεράσουν τους 100 ανά ημέρα μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου.

Η δυσμενέστερη πρόγνωση κάνει λόγο για 120 θανάτους την ημέρα κατά την κορύφωση του κύματος, που παρότι τρομάζει, έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι οξυκόρυφο (δηλαδή κορυφώνεται γρήγορα), άρα θα υποχωρήσει και πιο γρήγορα όπως εκτιμά ο καθηγητής Μικροβιολογίας και αντιπρύτανης ΕΚΠΑ Αθανάσιος Τσακρής. 

Οι θάνατοι είναι συνδεδεμένοι με την υφιστάμενη πίεση στα νοσοκομεία μέσω ενός αλγόριθμου ου θα μπορούσε να περιγραφεί ως: μεγαλύτερη πίεση, μεγαλύτερο burnout υγειονομικών, υποδεέστερη ποιοτικά περίθαλψη», σύμφωνα με τον καθηγητή πνευμονολογίας ΑΠΘ και διευθυντή ΜΕΘ Νίκο Καπραβέλο, αλλά είναι απόρροια και της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι ασθενείς όταν διαβαίνουν το κατώφλι των νοσοκομείων ή όταν πρέπει να διασωληνωθούν.

Όπως τονίζει ο Νίκος Καπραβέλος οι άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν έχουν κορονοϊό γιατί δεν υπάρχει πανδημία και μένουν σπίτι τους μέχρι να τους πέσει τόσο το οξυγόνο στο αίμα που να μην μπορούν να ανασάνουν, φτάνουν στο νοσοκομείο σε τόσο κακή κατάσταση που είναι πολύ δύσκολο να σωθούν, με συνέπεια η θνητότητα στις ΜΕΘ από 40% και 50% που ήταν στα προηγούμενα κύματα να σκαρφαλώνει στο 70%. 

Από τη μεριά της, η αναπληρώτρια καθηγήτρια επιδημιολογίας και προληπτικής ιατρικής ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου επισημαίνει πως για τους ασθενείς που πρέπει να διασωληνωθούν και αρνούνται τη διαωλήνωση,, η θνητότητα είναι 100%, καθώς χωρίς την παροχή εξειδικευμένης 
ιατρικής περίθαλψης δεν θα τα καταφέρνουν. 

Σχολιάζοντας το αν έχει έρθει ή έχει παρέλθει η κρίσιμη ώρα της λήψης πρόσθετων μέτρων - σε σύγκριση με το τι κάνουν και οι άλλες χώρες τις οποίες σαρώνει το κύμα της πανδημίας, ο αναπληρωτής καθηγητής επιδημιολογίας και προληπτικής ιατρικής ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής, επισημαίνει: «Σε σχέση με τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης είχαμε ήδη επιβάλλει μέτρα όπως είναι το αυξημένο testing εδώ και 10 ημέρες καθώς και την απαίτηση για rapid test για την είσοδο στα καταστήματα λιανεμπορίου και την εστίαση. Παρότι, ωστόσο, έχουν ληφθεί μέτρα εδώ και 10 ημέρες, η αλήθεια είναι ότι τα περιθώρια στενεύουν. Το αν θα ληφθούν περαιτέρω μέτρα θα αποφασισθεί τις επόμενες μέρες, με την αξιολόγηση της κατάστασης. Εδώ και λίγα 24ωρα υπάρχει ένα ελπιδοφόρο εύρημα, μια σταθεροποιητική τάση».

Βέβαια, αυτή η σταθεροποίηση είναι εύθραυστη δεδομένου ότι ακολουθεί ο χειμώνας που θα μας κλείσει μέσα ωστόσο ο Δημήτρης Παρασκευής επισημαίνει ότι σε σχέση με τα προηγούμενα κύματα και τον προηγούμενο χειμώνα τώρα υπάρχουν πολλοί εμβολιασμένοι πολίτες ένα ποσοστό κοντά στο 62% που δημιουργεί ένα τείχος ανοσίας σημαντικό στους εσωτερικούς χώρους. Έτσι μπορεί όταν κάνει κρύο να μπαίνουμε περισσότερο μέσα και ο ιός να γίνεται πιο μολυσματικός αλλά μπορεί να μολύνει ή να επαναμολύνει λιγότερους ανθρώπους λόγω της θωράκισης που προσφέρει ο εμβολιασμός.

Παράλληλα ενθαρρυντικά είναι τα στοιχεία για τον εμβολιασμό με 200.000 άτομα να έχουν κλείσει ραντεβού πρώτης δόσης μέσα σε μια εβδομάδα και 1 εκατ. πολίτες (1.060.000για την ακρίβεια) να έχει κάνει τη 3η δόση ή να έχει κλείσει το ραντεβού. Μεγάλο «αγκάθι» εξακολουθεί να αποτελεί το ότι στις ηλικίες άνω των 85 ετών που ο εμβολιασμός θα έπρεπε να είναι 100%, το 23,4 % των υπερήλικων δεν έχει εμβολιαστεί και συνολικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών το 18,48% των ηλικιωμένων παραμένει μη εμβολιασμένο, με τους ανθρώπους αυτούς να αποτελούν τη βασική «δεξαμενή» νοσηρότητας που πιέζει τις κλινικές covid και τις ΜΕΘ.