Ο Βλάσης Φρυσίρας γυρίζει τους δείχτες του ρολογιού και δείχνει στο μουσείο του στην Πλάκα (Μονής Αστερίου 3) μια επιλογή από την πρώτη φουρνιά έργων με την οποία έστησε τη συλλογή του. «Νοσταλγία» την τιτλοφορεί, βγάζοντας πρώιμα έργα γνωστών σήμερα δημιουργών της εγχώριας εικαστικής σκηνής. Εύλογα, λοιπόν, η συνομιλία με τον γνωστό συλλέκτη γυρνά στη δεκαετία του ’80, οπότε δανείζει το μέταλλο της φωνής του στον Μυταρά, τον Σακαγιάν, αλλά και σε ξένους καλλιτέχνες με τους οποίους κατόπιν συναντήθηκε όπως ο Ζαν Ρουστέν. Χωρίς διάθεση ψυχαναλυτική, ο Φρυσίρας «κάνει ταμείο» και καταθέτει στο liberal ποιοι από τους καλλιτέχνες μας θα μείνουν στην ιστορία της ελληνικής τέχνης και ποια από τα νέα ονόματα θα συνεχίσουν και στο μέλλον να μας απασχολούν.
«Πρόσεχε! Αυτοί που τώρα στηρίζεις, κάποτε θα σου γυρίσουν την πλάτη» έλεγε ο συγχωρεμένος ο Φειδάκης. Με έβλεπε να έχω εμμονή με κάποιους γι' αυτό και μου τά λεγε. Με πίκρα λέω ότι δικαιώθηκε, αλλά το είδα εκ των υστέρων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά
- Έχετε μετανιώσει για τις επιλογές που κάνατε;
Δεν έχω παράπονο γιατί το να στηρίξεις έναν ζωγράφο που είναι κακός χαρακτήρας αλλά καλός καλλιτέχνης, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Kι αυτό σε διδάσκει να ξεχωρίζεις την συμπεριφορά από το έργο. Αλλά εγώ ήθελα να γνωρίσω τον άλλο, να δω πώς σκέπτεται, αν συμβαδίζει το μυαλό με το χέρι του. Μου άρεσε το παιχνίδι της ανθρώπινης σχέσης που το κρατώ μέχρι σήμερα.
- Παρά την πίκρα που πήρατε;
Ναι, πάλι τα ίδια θα έκανα γιατί μ' αρέσει να μιλάω με τον άλλο, να ξέρω ποια στάση ζωής έχει. Κι αν δεν είχα χτίσει αυτές τις σχέσεις, δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα τις εκθέσεις του μουσείου, που κάποιες από αυτές, νομίζω, είναι αληθινά σημαντικές για τον τόπο.
- Το μπάσιμό σας στην τέχνη έγινε με τον Μυταρά;
Όχι, ο Μυταράς υπήρξε καλός σύμβουλος. «Ξέρεις κάτι Δημήτρη, θέλω να κάνω ένα έργο συνόλου» του είπα. «Όχι ευκαιριακά πράγματα, ούτε συστάσεις τρίτων, αλλά μια άποψη δική μου». Ήμουν πολύ συνειδητοποιημένος σε αυτό. Με συμβούλεψε λοιπόν να ξεκινήσω με τη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί, υπήρξα τυχερός, γιατί μιλάμε για τη φουρνιά του '80, μια σπουδαία γενιά. Ο Μυταράς πήρε το εργαστήρι του Μόραλη κι όλοι αυτοί - Σακαγιάν, Παπανικολάου, Μαντζαβίνος, Μακρής - τελειώσανε κοντά του. «Ξεκίνα με αυτά τα παιδιά, έχουν καλή δυναμική» και μου συνιστά τον Μανουσάκη και τον Σακαγιάν. Οπότε, έρχομαι σε επαφή με τον Σακαγιάν, έπειτα και με τον Μανουσάκη, και ξεκίνησε η «αλυσίδα». Αυτοί με μπάσανε στην παρέα τους «δες αυτόν, δες και τον άλλον». Έτσι, πήγαινα στα ατελιέ.
- Η επίσκεψη στο ατελιέ των σπουδαστών ήταν δίκη σας ιδέα ή ο Μυταράς σας προέτρεψε να το κάνετε;
Κοίτα να δεις, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν γκαλερί. Ο «Ζυγός» τότε είχε κορνιζάδικα πράγματα. Και τα παιδιά αυτά δεν είχαν που να εκθέσουν. Οπότε, εκ των πραγμάτων, αγόραζες από αυτούς. Εγώ κατάφερα να κρατήσω μία επαφή με είκοσι παιδιά τα οποία, στην κυριολεξία, τα συντηρούσα. Τους κάλυπτα όλες τις δαπάνες. Αλλά και μετά, όταν συνέχισαν με μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Γι' αυτό κι έχω πολλά έργα της νιότης τους: 300 έργα του Σακαγιάν, 100 του Μαντζαβίνου. Ε, αυτές ήταν οι εμμονές μου! Μετά, όταν ξεκίνησε να παίρνει σάρκα και οστά αυτή η ιστορία, άρχισα να περιβάλλω τους νέους με τους δασκάλους. Μέσα σε μια δεκαετία είχα έναν κορμό 1000 έργων περίπου. Από τον Μόραλη, τον Διαμαντόπουλο, τον Μαυροΐδη, τον Τέτση, τον Μυταρά, όλους. Έτσι φτάσαμε στο '90, οπότε δημοσιοποίησα τη συλλογή στου Πιερίδη και στο Δήμο Αθηναίων οπότε άρχισε να παίρνει μαγιά και η προβολή των νέων καλλιτεχνών. Άρχισαν να γίνονται νέες γκαλερί. Και η συλλογή ταξίδεψε στην επαρχία. Ας πούμε, στη Θεσσαλονίκη υπήρχε μόνο η γκαλερί του Χριστιανόπουλου, ενώ μετά την παρουσίαση της συλλογής άνοιξαν δέκα.
- Τι νοσταλγείτε περισσότερο από την εποχή; Την ζωγραφική εκείνη ή την σχέση σας με τους ζωγράφους;
Νοσταλγία είναι η επιθυμία που έχει ο άνθρωπος να γυρίσει στον τόπο του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Νοσταλγία είναι και η επιθυμία να γυρίσεις τον χρόνο πίσω. Ο Καντ βέβαια έχει γράψει στο ημερολόγιό του ότι το χαρακτηριστικό της είναι το αμετάκλητο του χρόνου. Οπότε, μοιραία γυρίζεις, αλλά... Το παρήγορο είναι ότι η αρχή, το ξεκίνημα γίνεται σημαντικό όταν φτάνει στο τέλος. Όταν έχεις ζήσει το όραμά σου, έρχεσαι και βλέπεις τί είναι εκείνο που στο ξεκίνημα έγινε αφορμή να φτάσεις εδώ. Και στις επιλογές, αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ποτέ δεν ξεχνώ πως όταν δίνουμε κάτι, το παίρνουμε οι ίδιοι.
- Δηλαδή; Τι ακριβώς πήρατε;
Αν εγώ στήριξα κάποιους ανθρώπους, στήριξα ταυτόχρονα και τον εαυτό μου. Όλα τα έχω κρατήσει, χαρές και λύπες. Έτσι είναι η ζωή, δεν έχει μία όψη. Βέβαια, ο χρόνος έχει ένα μεγάλο προτέρημα: κρατά πάντα στην επιφάνεια τα ευχάριστα. Κι αυτό για να μπορούμε να σταθούμε, γιατί αλλιώς θα μας έτρωγε η κατάθλιψη.
- Τη συλλογή σας ως «έργο συνόλου» με ποιους ζωγράφους τη στήσατε;
Ο Ρουστέν, ο Πατ Αντρέα, ο Αντάμι, ο Βελίκοβιτς, ο Μπότσογλου και σε ένα βαθμό, ο Σακαγιάν.... Ο Σακαγιάν είχε την ιδέα ότι έπρεπε να ανοιχτώ έξω, να μην περιορίζεται δηλαδή η συλλογή σε Έλληνες. Είχε φύγει και στο Παρίσι και με ερέθιζε η ιδέα του: «ανοίξου, μπορεί να βγει σε καλό για τη συλλογή, αλλά και για τον τόπο» έλεγε.
- Και βγήκε.
Ναι, βγήκε. Επειδή είχα μία εντός εισαγωγικών «σοφία» να επεξεργάζομαι τις σκέψεις του άλλου και, συμβουλευόμενος την οικογένειά μου, τη γυναίκα μου πολύ, είχα την συμπαράστασή τους. Έτσι βγήκα στην Ευρώπη. Ήταν βέβαια κι άλλες συγκυρίες: σπούδαζαν τα παιδιά μου στο εξωτερικό, δύο χρόνια στην Ιταλία και μετά στο Λονδίνο. Έτσι ήρθα σε επαφή με τις γκαλερί και τον κόσμο του Λονδίνου. Γνώρισα τον Μπλέικ, τη Μάρλμπορο, τον Άουερμπαχ, κολοσσοί όλοι τους! Άλλαξε η σκέψη μου, υπήρξε, κυριολεκτικά, μια ανατροπή! Αφού ακούω μουσική από όλο τον κόσμο γιατί να μην ανοίξει το βλέμμα μου στους ξένους ζωγράφους; Μία είναι η γλώσσα της τέχνης. Βλέπεις έργο που ζωγραφίζει ένας Κινέζος και είναι σχεδόν παρόμοιο με αυτό ενός Ιταλού! Κι είναι συγκλονιστικό όταν βλέπεις – γιατί το έχω ζήσει αυτό - ότι δύο άνθρωποι, παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους, έχουν τόσο κοντινή σχέση στον τρόπο που ζωγραφίζουν.
- Αναφέρατε πρώτο τον Ρουστέν. Από αυτόν τι πήρατε;
Ζωγράφιζε εικόνες ψυχιατρείου, εικόνες αποτρόπαιες που δεν θέλουμε να αντικρίζουμε. Θυμάμαι μου είπε ότι «μέχρι τα εξήντα μου, δεν είχα πουλήσει ένα έργο. Ούτε ένα! Και με ζούσε η γυναίκα μου που ήταν γιατρός. Με χλεύαζαν». Όμως αυτός εκεί, βράχος! Κάποια στιγμή λοιπόν βρέθηκε ένας άνθρωπος και πήγε στο ατελιέ του. «Συμπλήρωσε το ποσό που θέλεις για όλο το έργο σου», του είπε μια δούκισσα από το Βέλγιο που τα έχασε βλέποντάς το. Ε, αυτή του η στάση απέναντι στη ζωγραφική, και στη ζωή αν θες, είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα.
- Και με ποιον κάνατε κέφι να βρίσκεστε, χωρίς καν να κουβεντιάζετε.
Με τον Πήτερ Μπλέικ. Είχε σχέσεις με τους Μπητλς, τον Έλβις και μπορούσε να αφηγηθεί εξωπραγματικές ιστορίες. Στο ατελιέ του δεν δεχόταν ούτε τη Βασίλισσα, αλλά ήταν πολύ συνδεδεμένος με τον Πατ Αντρέα. Του είχε ζητήσει λοιπόν «δες τον Φρυσίρα και μίλα μαζί του». Με δέχτηκε λοιπόν εκεί, αλλά τί νομίζεις ότι μου έδειξε; Μια από τις πιο περίεργες συλλογές. Μάζευε με πάθος αντικείμενα νάνων κι όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του φρόντιζαν να τον προμηθεύουν με παπουτσάκια, εσώρουχα, γραβάτες, χιλιάδες πράγματα από νάνους. Μια ασύλληπτη συλλογή που τη δώρισε στο κράτος με σκοπό να γίνει μουσείο. Βιβλική φυσιογνωμία.
- Κι από τους Έλληνες δασκάλους;
Έτσι σπουδαίος και καλός συνομιλητής ήταν ο Χρόνης (ενν. ο Μπότσογλου). Ωραίο μυαλό και σπουδαίος ζωγράφος. Τον θεωρώ από τους καλύτερους στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Κι ο Γιάννης ο Ψυχοπαίδης έχει γοητευτική σκέψη.
- Τώρα, παρακολουθείτε τους νεότερους;
Δεν πηγαίνω πια σε ατελιέ, αλλά βλέπω δουλειές από το διαδίκτυο. Και το πιο σημαντικό είναι ότι παρακολουθώ παιδιά από όλο τον κόσμο. Δεν έχει και νόημα πια να πηγαίνεις στο ατελιέ. Μπορεί να μου στείλει ένας Κινέζος δουλειά του, να αλληλογραφήσω και να πάρω για το μουσείο έργα του. Και ανακαλύπτω νέους δημιουργούς!
- Πείτε μου μερικούς που βλέπετε ότι θα μείνουν σαν τον Μαντζαβίνο και τον Σακαγιάν.
Θα έλεγα την Αξέντε από τη Ρουμανία (Θεοδώρα Αξέντε γ. 1984). Είναι αστέρι παγκοσμίου μεγέθους με απόσταση από τους άλλους. Μια Γερμανίδα, η Χάακ που τη βλέπω επίσης να πηγαίνει καλά (Σιμόν Χάακ γ. 1978). Η Βαλσαμάκη εδώ σε μας (Χρύσα Βαλσαμάκη γ. 1981). Κοίτα σύμπτωση: τώρα που το σκέφτομαι, πάει ο νους μόνο σε γυναίκες! Κι ο Μιχαηλίδης πάει να κάνει κάτι, αλλά ακόμη ψάχνεται. Θα τον βρει τον δρόμο του, όμως, είμαι βέβαιος (Χρίστος Μιχαηλίδης γ. 1983).
- Κάποτε λέγατε ότι σας λείπει ένας Ρέμπραντ. Θα βλέπατε κάποιον από την Ελλάδα που θα αφήσει έτσι εποχή;
Όχι, κανέναν. Είμαστε πολύ λίγοι οι Έλληνες. Αλλά θέλει και δουλειά το πράγμα. Δεν είναι μόνο το ταλέντο. Και για αρχή, πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία.
- Τι εννοείτε;
Πρέπει να αλλάξουν το εγώ. Αν δεν καταλάβεις ότι πάνω από εσένα είναι κάποιος άλλος, δεν πρόκειται ποτέ να τον φτάσεις. Αν αισθάνεσαι ότι είσαι ο Λεονάρντο μόλις γεννήθηκες, τότε φίλε μου έχεις χάσει το παιχνίδι!
- Αυτό, λέτε, ξεχωρίζει τους δικούς μας ζωγράφους;
Σε μεγάλη έκταση. Κι αυτό είναι αντανάκλαση της έλλειψης παιδείας.
- Το βλέπετε και στα νέα παιδιά;
Ειδικά εκεί! Όσο μεγαλώνουν και τρώνε τα μούτρα τους, συνέρχονται ορισμένοι. Ο Τσαρούχης που είχε συναίσθηση του μεγέθους έλεγε το περίφημο «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις». Δεν είπε ποτέ ότι είναι μεγάλος ζωγράφος, ενώ ήταν από τους σημαντικούς Έλληνες. Ούτε ο Μόραλης είπε ότι είναι μεγάλος. Γι' αυτόν μάλιστα έχω συγκεκριμένη άποψη.
- Δηλαδή;
Θα μπορούσε να γίνει σπουδαίος, πραγματικά παγκόσμιος ζωγράφος, αν δεν ξέφευγε η ζωγραφική του στην προσπάθεια να μιμηθεί τους ευρωπαίους και ειδικά τον Πικάσο. Αν δηλαδή τηρούσε την στάση του Μπαλτίς και ζωγράφιζε παραστατικά όπως στο ξεκίνημά του, θα τον είχε ξεπεράσει. Σου απαντώ στο ερώτημα περί Ρέμπραντ. Αυτός ναι, θα ξεπερνούσε τα σύνορα. Δυστυχώς, δεν μπορεί να σταθεί έξω και είναι τόσο σημαντικός!
Κάποτε ο Μακρής αναρωτιόταν «γιατί οι ξένοι κάνουν καριέρα και βγαίνουν έξω;». Εγώ βρήκα τον Τίνεϊ από την Μολδαβία που ζούσε σε άθλιες συνθήκες. Όμως, αν δεν τον έβλεπα εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος. Τον έβαλα σε κατάλογο. Εκεί, τον είδε κι ένας Αμερικάνος. Στον ίδιο κατάλογο ήταν και ο Μακρής. Και οι δυο τους, λοιπόν, δεν είχαν την ίδια ευκαιρία; Αντίστοιχα, είδα πολλούς Τσέχους, Σέρβους, Ούγγρους, αλλά δεν τους πήρα!
- Πόσα εργαστήρια έχετε επισκεφθεί στο εξωτερικό;
Όταν αποφάσισα να δω το ανατολικό μπλοκ, υπολογίζω ότι μέσα σε μία τριετία, πρέπει να είδα χίλια ατελιέ. Ήσαν όλοι σε ένα καλό επίπεδο, δεν μπορούσες εύκολα να τους απορρίψεις. Από τους χίλιους όμως, ξεχώρισα δέκα. Όλοι τους προχωράνε.
- Κρατάτε επαφή μαζί τους;
Βέβαια, και όλοι τους θα έρθουν στην επόμενη έκθεση («Σύγχρονοι Ευρωπαίοι Δημιουργοί – Είκοσι χρόνια»), όπου θα συμμετέχουν 70 περίπου καλλιτέχνες με έργα της συλλογής. Εκεί θα φανεί το εύρος της και πόσο καλά λειτούργησε η «έξοδος» που έκανα.
- Με τον Ρίχτερ κρατήσατε επαφή;
Αυτός είναι απομονωμένος. Πολύ καλή σχέση κρατώ με τον Πατ Αντρέα, με τον Σεγκί, τον Αντάμι που κι αυτός βέβαια είναι γέρος πια. Φεύγουν κιόλας, πέθανε ο Βελίκοβοτς, ο Κρεμονίνι, ο Ρουστέν. Το έργο τους όμως μένει. Και ζει εδώ, ακόμη κι όταν εμείς θα φύγουμε.
- Και με τους Έλληνες;
Έχω μια αρνητική στάση με τη συμπεριφορά των Ελλήνων. Δεν ξέρω τι μου φταίει… φταίει ότι είμαστε περίεργος λαός. Ζηλεύουμε τον άλλο, δεν τον καμαρώνουμε. Η Τέλλογλου μου είχε πει «είκοσι χρόνια παιδεύομαι να δωρίσω τη συλλογή του άντρα μου στο ελληνικό κράτος και δεν μπορώ! Και ξέρεις γιατί; Όλη η Θεσσαλονίκη ζηλεύει που γίνεται αυτή η δωρεά. Οι Έλληνες έχουν ένα μεγάλο ελάττωμα: άμα βλέπουν κάποιον να ψηλώνει, προσπαθούν να τον κοντύνουν… γιατί δεν θέλουν να τον φτάσουν». Δεν είναι αυτή η αλήθεια;
- Καλά, η αλήθεια έχει πολλές όψεις.
Γιατί, μήπως καμαρώνουμε τον Μπενάκη που τα δώρισε; Αντί να βοηθάμε, κοιτάμε πώς θα βγάλουμε τα μάτια τ’ αλλουνού.
- Εσείς πώς σκέπτεστε τη συνέχεια της συλλογής;
Τη συλλογή την έχω δωρίσει στο ίδρυμα και θα συνεχίσει ο γιος μου, ο Θανάσης. Αλλά το πιο σημαντικό είναι που βλέπω τα εγγόνια μου να μεγαλώνουν εδώ, μέσα σε αυτό το κλίμα. Ζούνε μαζί της κι αυτά θα τη μεγαλώσουν.