Τέσσερις λόγοι που μπορεί να λειτουργήσουν ως καταλύτες για ένα χρηματιστηριακό κραχ

Τέσσερις λόγοι που μπορεί να λειτουργήσουν ως καταλύτες για ένα χρηματιστηριακό κραχ

Με καθαρό τζίρο στα 51 εκατ. ευρώ και απώλειες -0,73% ξεκίνησε η εβδομάδα για το Ελληνικό Χρηματιστήριο  σε αντίθεση με την ήπια άνοδο των ευρωπαϊκών αγορών. Η αρνητική επιρροή της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ήταν ευδιάκριτη,  καθώς οδήγησε την άνοδο των αποδόσεων των  ευρωπαϊκών δεκαετών ομολόγων , ακολουθούμενη από την Ιταλία, σε ένα κύκλο που ξεκίνησε μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ την περασμένη Πέμπτη.

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στη μεταπανδημική δίνη ενός πλέγματος αρνητικών δεδομένων : Επιμονή ενός αυξανόμενου πληθωρισμού με χρονική αβεβαιότητα επιστροφής σε φυσιολογικά επίπεδα, αύξηση του ενεργειακού κόστους που επιτείνεται με τη Ρωσο-Ουκρανική διαμάχη που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, συσταλτική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών το επόμενο διάστημα.

Στους ενασχολούμενους με τις αγορές μετοχικών αξιών και με την εποχή αύξησης επιτοκίων να έχει ήδη ξεκινήσει, το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι  κατά πόσον αυτό το εκρηκτικό μείγμα θα οδηγήσει σε μια κατάρρευση των χρηματιστηρίων ή  ακόμα αν είναι αλήθεια ότι  τα επιτόκια και οι τιμές των μετοχών είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, χθες στο Ευρωκοινοβούλιο η Κριστίν Λαγκάρντ εξέφρασε την άποψη ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στο επιθυμητό 2% μέχρι το 2023, αποκρούοντας την απότομη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Υπ΄ αυτήν την έννοια θα ήταν ατελέσφορο  μια αύξηση επιτοκίων να συμβεί πριν το πέρας του τρέχοντος προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.

Στα σύνορα της Ουκρανίας

Ο κύριος παράγοντας των πληθωριστικών πιέσεων είναι η αύξηση του ενεργειακού κόστους που επιτείνεται από τη γεωπολιτική αναταραχή στα σύνορα της Ουκρανίας . Παρά τις ανησυχίες, δεν είναι καθόλου εύκολη μια επιχείρηση εισβολής του Πούτιν, καθώς πολλοί απόστρατοι με μεγάλη σταδιοδρομία εντός της Ρωσίας, βρίσκονται απέναντι από τα σχέδια του Ρώσου προέδρου, μιλώντας για αναίτιο πόλεμο. Στο θέμα αυτό σημαντικό ρόλο θα έχει η στρατηγική διαμεσολάβηση του Γάλλου Προέδρου Μακρόν, που βρίσκεται ήδη στη Μόσχα, ενώ ο διπλωματικός  συναγερμός συνεχίζεται με ταυτόχρονη συνάντηση του Προέδρου Μπάιντεν με τον Γερμανό Καγκελάριο Όλαφ Σόλτς .

Το χρέος της παγκόσμιας οικονομίας 

Επιστρέφοντας στη νέα εποχή των επιτοκιακών αυξήσεων, να επισημάνουμε ότι το ύψος του παγκόσμιου χρέους βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, έχοντας υπερτριπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια και η πανδημική κρίση το ώθησε ακόμα υψηλότερα στα επίπεδα του 355% σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ.  Είναι σαφές ότι η προσπάθεια ελέγχου του πληθωρισμού εκ μέρους των Κεντρικών Τραπεζών με την επιτοκιακή αύξηση θα οδηγήσει και στην αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων και στους ιδιώτες και στις επιχειρήσεις.

Τα επιτόκια, το κόστος που κάποιος πληρώνει για τη χρήση των χρημάτων κάποιου άλλου, τείνουν να ανησυχούν την επενδυτική κοινότητα και τα χρηματοπιστωτικά μέσα - και με βάσιμους λόγους.  Όταν η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς (FOMC) θέτει τον στόχο για το ποσοστό των ομοσπονδιακών κεφαλαίων στο οποίο οι τράπεζες δανείζονται  και δανείζουν μεταξύ τους, έχει μια κυμαινόμενη επίδραση σε ολόκληρη την οικονομία των ΗΠΑ, για να μην αναφέρουμε μόνο τη χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ. Και, ενώ συνήθως απαιτούνται 12 μήνες τουλάχιστον για να γίνει αισθητή η αύξηση ή η μείωση των επιτοκίων στο ευρύ οικονομικό πεδίο, η ανταπόκριση της αγοράς σε μια αλλαγή (ή τα νέα μιας αλλαγής) είναι συχνά πιο άμεση.

 Βασικά, με την αύξηση του ποσοστού των ομοσπονδιακών κεφαλαίων, η Fed προσπαθεί να συρρικνώσει την προσφορά χρημάτων που διατίθενται για αγορές ή αγαθά, κάνοντας τα χρήματα ακριβότερα. Αντίθετα, όταν μειώνεται το ποσοστό των ομοσπονδιακών κεφαλαίων, η Fed αυξάνει την προσφορά χρήματος και, κάνοντας φθηνότερο το δανεισμό, ενθαρρύνει τις δαπάνες. Οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης αλλά και των άλλων χωρών κάνουν το ίδιο πράγμα για τον ίδιο λόγο. 

Θα βυθιστούν οι αγορές με την αύξηση των επιτοκίων;

Οι δανειολήπτες του ιδιωτικού τομέα αλλά και οι επιχειρήσεις τείνουν να πληρώνουν περισσότερο για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους σε σχέση με  το δημόσιο, το οποίο μπορεί να δανειστεί φθηνότερα. Έτσι, το κόστος εξυπηρέτησης αυξάνεται και το αναπτυξιακό αφήγημα των επιχειρήσεων πλήττεται.  Οπωσδήποτε ο τομέας δραστηριοποίησης έχει πρωτεύοντα ρόλο σε σχέση με το πλήγμα που μπορεί να δώσει μια αύξηση επιτοκίων σε μια επιχείρηση και κατά συνέπεια στη μετοχή της.

Μια λογική – αλλά και πραγματική - σκέψη είναι ότι οι αριθμοδείκτες των μετοχών επηρεάζονται άμεσα από τα επιτόκια καθώς τα μελλοντικά κέρδη και οι ταμειακές ροές όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, αν τα μεταφέρουμε στο σήμερα, αξίζουν λιγότερο. Επομένως, είναι λογικό η αύξηση των επιτοκίων να επιφέρει μείωση των μετοχικών αξιών.

Οι αναλυτές όμως μας θυμίζουν ότι στατιστικά  η FED έχει αυξήσει τα επιτόκια σε 13 χρονικές περιόδους  από το 1954 έως σήμερα. Στις 11 από αυτές ο μεγάλος βιομηχανικός δείκτης S&P  έχει καταγράψει ανοδική κίνηση με μέσο κέρδος 14% αν εξαιρέσει κανείς τα μερίσματα. 

Το στατιστικό αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια όταν η οικονομία πηγαίνει καλά. Πράγματι, στις δύο εξαιρέσεις τόσων ετών  η μία συνέβη τη δεκαετία του ΄70 τη δεκαετία της πετρελαϊκής κρίσης, που έφερε βαθιά ύφεση όπου πράγμα πραγματικά σπάνιο, συνέπεσε με υψηλό πληθωρισμό.

Εν κατακλείδι, η κίνηση της αύξησης των επιτοκίων εκ μέρους των τραπεζών μπορεί να αποτρέψει τον υπέρμετρο πληθωρισμό, αλλά η επίτευξη του στόχου  ενός «υγιούς» πληθωρισμού στο 2%, θα μπορούσε και σε αυτή την περίοδο να αποτρέψει ένα μεγάλο «βύθισμα» των αγορών επαναφέροντας τα χρηματιστήρια σε ανοδική πορεία.