Τέλος εποχής για το ιστορικό «κάγκελο» στο χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου

Τέλος εποχής για το ιστορικό «κάγκελο» στο χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου

Το ξακουστό London Metals Exchange που το 1877 άνοιξε πάνω από ένα κατάστημα που πωλούσε καπέλα στο Lombard Court του Λονδίνου, μια αγορά που στόχο είχε να ικανοποιήσει την ακόρεστη όρεξη της βιομηχανικής Αγγλίας για μέταλλα, αφήνει πίσω τη διαπραγμάτευση μέσω ανοιχτής εκφώνησης για να εισέλθει στη νέα εποχή του ηλεκτρονικού trading.

Στη διαδρομή των 144 ετών από την ίδρυση του, το LME εξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες αγορές για συναλλαγές σε μέταλλα και το 2012 εξαγοράστηκε από τη Hong Kong Exchanges για $2,2 δισ.

Το φημισμένο «ring» του LME, ο κύκλος διαπραγμάτευσης όπου οι traders διαπραγματεύονταν με ανοιχτή εκφώνηση και σήματα με τα χέρια,  μέταλλα όπως χαλκό και μόλυβδο, θα καταργηθεί για να αντικατασταθεί με ηλεκτρονικές συναλλαγές, θύμα και αυτό της πανδημίας αλλά και της ανάγκης εκσυγχρονισμού.

Τον Μάρτιο πέρυσι, με την πανδημία COVID-19 να εξαπλώνεται απειλητικά στη Βρετανία, το χρηματιστήριο έκλεισε προσωρινά τον στενό κύκλο των κόκκινων καναπέδων όπου συνωστίζονταν οι traders, θεωρώντας τη διαδικασία επικίνδυνη εν μέσω κορονοϊού.

Το LME κατάφερε να επιζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, την πτώση της Βρετανίας από τον θρόνο της πλέον εκβιομηχανισμένης οικονομίας του κόσμου και την άνοδο της Κίνας που κατέστη ο μεγαλύτερος καταναλωτής μετάλλων. Ποιος θα φανταζόταν οτι ο κορονοϊός θα το έσερνε στη νέα εποχή;

To προσωρινό κλείσιμο του ring ώθησε τη διοίκηση του να παραδεχτεί ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές το είχαν υπηρετήσει ικανοποιητικά εν μέσω πανδημίας και θα φέρουν μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών. 

«Ο φόβος του άγνωστου έχει φύγει, ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να καταστρέψουμε την αγορά μας με την μετάβαση σε ηλεκτρονικές συναλλαγές», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του LME Matthew Chamberlain. Αντίθετα μπορεί να γίνει ελκυστικότερη σε μία περίοδο όπου οι τιμές των μετάλλων ενισχύονται.

Οι τιμές των μετάλλων στο London Metals Exchange είχαν ευρεία εφαρμογή ως τιμές αναφοράς σε συμβόλαια αγοραπωλησιών στα μέταλλα, ένα ρόλο παρόμοιο με αυτόν που έχει η τιμή πετρελαίου τύπου Brent στην αγορά του μαύρου χρυσού ή τον ρόλο των αμερικανικών 10ετών ομολόγων στη διαμόρφωση του κόστους χρήματος.

Με την παύση της ανοιχτής εκφώνησης, το LME θα ακολουθήσει τα βήματα του NYMEX, του αμερικανικού χρηματιστηρίου εμπορευμάτων του ομίλου CME του Σικάγου, που έκλεισε την αίθουσα συναλλαγών μέσω ανοιχτής εκφώνησης στο Μανχάταν το 2016. Η τελική απόφαση του LME θα ληφθεί τον Απρίλιο.

Από τότε που εξαγοράστηκε από το HKEX του Χονγκ Κονγκ το 2012, το χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου προσπάθησε να προσελκύσει νέους παίκτες και hedge fund στην αγορά του. 

Ωστόσο τα χαρακτηριστικά των συμβολαίων που διαπραγματεύονταν στην αγορά του με λήξη από μία ημέρα έως τρεις μήνες, αντί για μηνιαίες λήξεις όπως στο Chicago Mercantile Exchange, δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικά σε σχέση με τον ανταγωνισμό.

Οι συναλλαγές στο ring του LME γίνονταν σε ξέφρενες πεντάλεπτης διάρκειας συνεδριάσεις όπου οι διαπραγματευτές για να αποφύγουν τυχόν λάθη εν μέσω ανοιχτής εκφώνησης χρησιμοποιούσαν ειδικά σήματα με τα χέρια τους.

Για παράδειγμα τρία δάχτυλα δείχνοντας προς τα κάτω ήταν σήμα ότι είναι πωλητές σε τιμή που τελειώνει σε 3. Κοινή παραδοχή ότι ο κάθε διαπραγματευτής γνώριζε τα προηγούμενα ψηφία της τιμής.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της περιόδου από τον Ιούνιο μέχρι το Δεκέμβριο πέρυσι, οι όγκοι συναλλαγών στο ηλεκτρονικό σύστημα LMEselect του χρηματιστηρίου μετάλλων παρουσίασαν σημαντική αύξηση σε σχέση με τους όγκους στο ring την περίοδο από τον Σεπτέμβριο 2019 έως τον Μάρτιο του 2020. Ο μέσος ημερήσιος όγκος στο συμβόλαιο αλουμινίου τρίμηνης λήξης για παράδειγμα ήταν κατά 130% υψηλότερος.

Τα επιχειρήματα των διαπραγματευτών κατά της παύσης του trading με ανοιχτή εκφώνηση εγείρουν το ζήτημα ότι οι σπαστές ημερομηνίες του LME, όπου οποιαδήποτε ημέρα μεταξύ spot και λήξης σε τρεις μήνες είναι διαπραγματεύσιμες, είναι αυτό που το κάνει μοναδικό. Οπως αναφέρουν, επιτρέπουν ευελιξία στους παραγωγούς μετάλλων και στους καταναλωτές όσον αφορά και στη μεταφορά για την παράδοση του φυσικού μετάλλου.