«Η γενιά του '60 προσφέρεται για έργα σε καλές τιμές»: Συνέντευξη με τον συλλέκτη Κυριάκο Τσιφλάκο

«Η γενιά του '60 προσφέρεται για έργα σε καλές τιμές»: Συνέντευξη με τον συλλέκτη Κυριάκο Τσιφλάκο

Από τους πιο αθόρυβους, αλλά εξαιρετικά μεθοδικούς συλλέκτες έργων της σύγχρονης ελληνικής τέχνης είναι ο Κυριάκος Τσιφλάκος. Τον παλιό καλό καιρό των εγκαινίων σε γεγονότα που συγκέντρωναν την εικαστική κοινότητα, πάντοτε μου έκανε εντύπωση η σεμνή και διακριτική παρουσία του. Παρά το γεγονός ότι κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο «διάβασμα» του συλλέκτη, εκείνο που τον ξεχώριζε στις πολύβουες βραδιές, ήταν το «κοίταγμα» που είχε, μια περιπλάνηση «κατά μόνας» μπροστά στο ίδιο το έργο τέχνης.

Με λαμπρές εγκύκλιες σπουδές (απόφοιτος του Μετσοβίου, συνέχισε μεταπτυχιακά στην επιχειρησιακή έρευνα και την πληροφορική, αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Cranfield και στη συνέχεια, παίρνοντας διδακτορικό στο Imperial), ο Τσιφλάκος έχει μια εξίσου ζηλευτή επαγγελματική πορεία στο χώρο των συμβουλευτικών υπηρεσιών διαχείρισης κινδύνων και των ασφαλειών από το 1995 έως το 2010 ως στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας και από το 2010 μέχρι σήμερα ως ελεύθερος επαγγελματίας. Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη και τη συλλογή έργων, εστιάζοντας στην περίοδο από το 1960 και μετά.

«Η γενιά του '60 προσφέρει ακόμα σε έναν συλλέκτη τη δυνατότητα να αποκτήσει κορυφαία έργα των πιο σημαντικών δημιουργών της γενιάς αυτής και μάλιστα σε σχετικά καλές τιμές» εξηγεί στο Liberal Markets ο Τσιφλάκος που βλέπει τη συλλογή «σαν ένα ζωντανό οργανισμό που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται». Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ξετυλίγει την «στρατηγική» του και μοιράζεται πολύτιμες συμβουλές με ένα νέο συλλέκτη.

Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά

Γιάννης Γαΐτης, "Χωρίς τίτλο", 1957, λάδι σε μουσαμά, 92 x 65 εκ.

- Πότε μπήκε η τέχνη στη ζωή σας;

Με την ευρύτερη έννοια της εκτίμησης του "ωραίου" και της αισθητικής απόλαυσης που μπορεί να εισπράτει ένας άνθρωπος μέσα από την αλληλεπίδρασή του με τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες, τα βιβλία και γενικά με κάθε μορφή τέχνης, η τέχνη ήταν πάντοτε παρούσα στη ζωή μου. Όπως θέλω να πιστεύω, η τέχνη είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, παρούσα στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Όμως με την έννοια της συστηματικής ενασχόλησης με την τέχνη και ειδικότερα με τις εικαστικές τέχνες (εκτός από τη ζωγραφική, αναφέρει και την γλυπτική και τη φωτογραφία), η τέχνη μπήκε στη ζωή μου στα μέσα της δεκαετίας του '90. Είχα ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές μου σε αντικείμενα μη σχετικά με την τέχνη και είχα αρχίσει να εργάζομαι ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Έτσι η ενασχόλησή μου με το χώρο των εικαστικών τεχνών ξεκίνησε ως μια παράλληλη ενασχόληση, ως ένα "χόμπυ" θα μπορούσα να πω, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σταδιακά και παράλληλα με την καλλιέργεια του "ματιού" και τον εμπλουτισμό των γνώσεων και της εμπειρίας μου επάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο.

Διαμαντής Διαμαντόπουλος, "Φαντάρος ξαπλωμένος", 1955, μολύβι σε χαρτί, 34 x 46,5 εκ.

- Το πρώτο έργο που σας εντυπωσίασε ποιο ήταν;

Δυστυχώς δεν μπορώ να το θυμηθώ, αν και κατά τις επισκέψεις μου σε μουσεία και εκθέσεις όταν ήμουν ακόμα παιδί, ήταν πολλά αυτά που με είχαν εντυπωσιάσει. Αυτό που με βεβαιότητα θυμάμαι είναι το πρώτο έργο που αγόρασα! Ήταν ένα έργο ζωγραφικής του Δημήτρη Τηνιακού (1920-1997) και το αγόρασα το 1995 από μια γκαλερί στον Πειραιά.

Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, "Φιγούρα στο ύπαιθρο", 1981, λάδι σε μουσαμά, 175 x 120 εκ.

- Η δημιουργία συλλογής ήταν αποτέλεσμα συνειδητής απόφασης ή κάτι που προέκυψε από μόνο του στην πορεία;

Απ' όσους συλλέκτες γνωρίζω, είναι ελάχιστες εκείνες οι περιπτώσεις συλλεκτών που ξεκινούν να αγοράζουν έργα έχοντας εξ αρχής θέσει ως στόχο τη δημιουργία μιας συλλογής. Οι πρώτες αγορές έργων συνήθως γίνονται για λόγους διακόσμησης μιας νέας κατοικίας ή ενός επαγγελματικού χώρου. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Σε ό,τι με αφορά, η συνειδητοποίηση πως έχει ξεκινήσει η δημιουργία μιας συλλογής έρχεται 7 με 8 χρόνια μετά από την πρώτη παρορμητική αγορά έργου στην οποία αναφέρθηκα. Δηλαδή εκεί γύρω στο 2002 με 2003 και ενώ οι τοίχοι μου έχουν "κορεσθεί" από έργα, αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι μια βαθύτερη ανάγκη με ωθεί να εξακολουθώ να βλέπω και να αποκτώ νέα έργα. Παράλληλα έχει ξεκινήσει η διαδικασία δημιουργίας αρχείου (φωτογράφηση και καταγραφή των έργων, δημιουργία παράλληλης συλλογής από καταλόγους εκθέσεων, μονογραφίες καλλιτεχνών και άλλες σχετικές με την τέχνη εκδόσεις).

Βλάσης Κανιάρης, "Δεσμά", 1957, λάδι σε μουσαμά, 79 x 89 εκ.

- H συλλογή σας απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από ζωγράφους της γενιάς του ’60. Τι είναι αυτό που σας τραβά εκεί;

Η απόφαση να ασχοληθώ πιο συστηματικά με τους καλλιτέχνες της γενιάς του '60 (σημ. αφορά τους καλλιτέχνες των οποίων η εικαστική παραγωγή γνώρισε την ακμή της εκεί γύρω στη δεκαετία του '60, άρα οι περισσότεροι από αυτούς είχαν γεννηθεί 3 με 4 δεκαετίες νωρίτερα), είχε να κάνει τόσο με τις αισθητικές προτιμήσεις μου όσο και με θεωρητικούς αλλά και πρακτικούς λόγους. Η εν λόγω γενιά έχει χαρακτηρισθεί ως η γενιά της "πρωτοπορίας" και της "εξωστρέφειας", σε αντιδιαστολή με την "ελληνικότητα" και τον "ακαδημαϊσμό" που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες γενιές των Ελλήνων καλλιτεχνών. Οι κύριοι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής έζησαν και δημιούργησαν για μεγάλα διαστήματα της ζωής τους εκτός Ελλάδας, οι περισσότεροι σε σημαντικές μητροπόλεις της τέχνης όπως το Παρίσι, η Ρώμη, το Βερολίνο και αλλού, ως εκ τούτου συνέβαλαν στη διεθνοποίηση της ελληνικής τέχνης και της αγοράς της. Έτσι, ο εντοπισμός και η αναζήτηση των έργων με σκοπό αυτά να ενταχθούν σε μία συλλογή αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν αυτά βρίσκονται διάσπαρτα σε πολλές χώρες (αρκετά έργα της συλλογής έχουν αποκτηθεί από συλλογές και δημοπρασίες στη Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Η.Π.Α. και σε άλλες χώρες).

Νίκος Κεσσανλής, "Αυτοπροσωπογραφία", 1963, επεξεργασμένη φωτογραφία σε ευαισθητοποιημένο μουσαμά, 145 x 120 εκ.

Όμως υπάρχει ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που κάνει την αναζήτηση έργων της συγκεκριμένης γενιάς καλλιτεχνών ιδιαίτερα ελκυστική τόσο από συλλεκτική όσο και από επενδυτική άποψη: η χρονική απόσταση που χωρίζει τη δημιουργία των εν λόγω έργων από το "σήμερα", την οποία και θα χαρακτήριζα ως ιδανική. Και αυτό γιατί η χρονική απόσταση των περίπου 60 ετών που έχει μεσολαβήσει από τη δημιουργία των έργων, είναι αρκετά μεγάλη ώστε τα πράγματα να έχουν κατασταλάξει σε σημαντικό βαθμό και να έχουν ξεχωρίσει οι πραγματικές καλλιτεχνικές αξίες τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνών όσο και έργων (έτσι μπορούν να γίνουν πιο "ασφαλείς" επιλογές έργων από έναν συλλέκτη απ' ότι, για παράδειγμα, σε σχέση με τις γενιές του '70 ή του '80 και πολύ περισσότερο σε σχέση με τη σημερινή γενιά καλλιτεχνών). Από την άλλη πλευρά, η ίδια χρονική απόσταση των 60 ετών είναι μικρή εάν τη συγκρίνουμε με τα χρόνια που μας χωρίζουν από τη γενιά του '30 και πολύ περισσότερο από ακόμα παλαιότερες γενιές (όπου ναι μεν και εκεί έχουν κατασταλάξει τα πράγματα σε σχέση με τις καλλιτεχνικές αξίες και τους κυρίαρχους καλλιτέχνες, όμως η πλειοψηφία των κορυφαίων έργων των παλαιότερων γενεών είναι δεσμευμένα σε μουσειακές ή άλλες συλλογές και έτσι τα λιγοστά κορυφαία έργα που σποραδικά διατίθενται στην αγορά συνήθως συνοδεύονται και από κορυφαίες τιμές!). Έτσι, η γενιά του '60 προσφέρει ακόμα σε έναν συλλέκτη τη δυνατότητα να αποκτήσει κορυφαία έργα των πιο σημαντικών δημιουργών της γενιάς αυτής και μάλιστα σε σχετικά καλές τιμές!

Λουκάς Σαμαράς, "Large still life No. 7", 1982, παστέλ σε χαρτί, 50,8 x 66 εκ.

- Εκτός από τη γενιά, ποια κριτήρια σας οδηγούν στην αγορά ενός έργου;

Κατ' αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσω πως, εκτός από έργα καλλιτεχνών της γενιάς του '60, στη συλλογή υπάρχουν και ορισμένα έργα εκπροσώπων της γενιάς του '30, όπως και αρκετά έργα καλλιτεχνών από τις μεταγενέστερες γενιές ('70-'80, '90, ακόμα και έργα νεότερων Ελλήνων καλλιτεχνών). Άν και η υπογραφή (το όνομα) του καλλιτέχνη αναμφισβήτητα παίζει ρόλο στις επιλογές μου, πολύ σημαντικότερο ρόλο στην απόφασή μου για την απόκτηση ενός έργου παίζουν κριτήρια που έχουν να κάνουν με την ποιότητα του έργου. Αποτελεί βαθειά πίστη μου ότι η ποιότητα μιας συλλογής εξαρτάται κατά πολύ περισσότερο από τη συνισταμένη της ποιότητας των έργων που την απαρτίζουν, παρά από το "ρόστερ" των υπογραφών των δημιουργών τους. Έτσι, από ένα μέτριο έργο ενός επώνυμου καλλιτέχνη, προτιμώ ένα σπουδαίο έργο κάποιου λιγότερο γνωστού ή ακόμα και άγνωστου καλλιτέχνη (το οποίο εκτός των άλλων, θα μου έχει στοιχίσει κατά πάσα πιθανότητα και λιγότερα χρήματα για να το αποκτήσω!). Εν κατακλείδι πιστεύω ότι η διάκριση ανάμεσα σε κορυφαία και μέτρια έργα είναι για ένα συλλέκτη πιο θεμελιώδους και ουσιαστικής σημασίας από τη διάκριση ανάμεσα σε κορυφαίους και λιγότερο προβεβλημένους καλλιτέχνες.

Γιάννης Σπυρόπουλος, "Καθιστή φιγούρα ΙΙ", 1953, λάδι σε κόντρα-πλακέ, 55 x 45 εκ.

Για να αποφασίσω λοιπόν την απόκτηση ενός έργου, αυτό θα πρέπει να πληροί πολύ συγκεκριμένα αισθητικά κριτήρια. Ίσως εδώ είναι σκόπιμο να αναφέρω ότι κατά κανόνα προτιμώ έργα τα οποία δεν είναι απλά "όμορφα", αλλά έργα που με προβληματίζουν και με συγκινούν. Κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης εμπιστεύομαι κυρίως το "ένστικτό" μου, το μάτι μου και τις συναισθηματικές και διανοητικές αντιδράσεις που μου προκαλεί το κάθε έργο. Πριν όμως πάρω την τελική απόφαση, υποβάλλω το υποψήφιο προς απόκτηση έργο σε μια συγκριτική αξιολόγηση με τα έργα του ίδιου καλλιτέχνη που πιθανόν ήδη να βρίσκονται στη συλλογή μου, όπως και με τη συνολική εικαστική παραγωγή του εν λόγω καλλιτέχνη, με στόχο να μπορέσω στη συνέχεια να προχωρήσω σε μια άτυπη μεν, αλλά ουσιαστική και κρίσιμη για την απόφασή μου "βαθμολόγηση" της ποιότητας του κάθε έργου! Μπορεί η παραπάνω μεθοδολογία επιλογής έργων που εφαρμόζω να ακούγεται κάπως υπερβολική, ίσως ακόμα και "ψυχαναγκαστική"! Το βέβαιο όμως είναι ότι για να εφαρμοσθεί με επιτυχία απαιτούνται γνώσεις, εξασκημένο μάτι και εμπειρία που μόνο με τη συστηματική μελέτη και την άοκνη ενασχόληση με τη συλλεκτική δραστηριότητα μπορούν να επιτευχθούν. Παρόλα αυτά, η μέχρι τώρα εικοσιπενταετής εμπειρία μου στο χώρο, με έχει πείσει ότι αποτελεί την πλέον ασφαλή οδό προς την κατεύθυνση της επίτευξης της χρυσής τομής μεταξύ ποιότητας και ποσότητας κατά τη συγκρότηση μιας συλλογής έργων τέχνης.

Αλέκος Φασιανός, "La chambre nocturne", 1967, λάδι σε μουσαμά, 81 x 61 εκ.

- Πέρα από αυτή την «ψυχαναγκαστική» μεθοδολογία, υπάρχει αγαπημένος δημιουργός;

Για να είμαι συνεπής στην απάντησή μου, μπορώ να σας εκμυστηρευτώ ότι, ναι, έχω πολλούς αγαπημένους δημιουργούς, όμως έχω ακόμα περισσότερα αγαπημένα έργα! Τα περισσότερα αγαπημένα μου έργα, απλά τυχαίνει να είναι δημιουργίες καλλιτεχνών όπως οι Νίκος Κεσσανλής (1930-2004), Βλάσης Κανιάρης (1928-2011), Γιάννης Γαΐτης (1923-1984), Θανάσης Τσίγκος (1914-1965), Μάριος Πράσινος (1916-1985), Γιάννης Σπυρόπουλος (1912-1990), Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995), Γιώργος Βακιρτζής (1923-1988), Τζον Χριστοφόρου (1921-2014), Παύλος (1930-2019), Δημήτρης Κοντός (1931-1996), Αλέκος Φασιανός (1935-), Κώστας Τσόκλης (1930-), Λουκάς Σαμαράς (1936-), αλλά και αρκετών ακόμα από τους καλλιτέχνες που είχαν γεννηθεί έως και το 1938.

John Χριστοφόρου, "Portrait de Femme en Profile", 1950, λάδι σε μουσαμά, 100 x 81 εκ.

- Από τους νεότερους καλλιτέχνες, ποιον ξεχωρίζετε; 

Από τους μεταγενέστερους καλλιτέχνες, μπορώ να ξεχωρίσω τους Γιώργο Λάππα (1950-2016), Μάκη Θεοφυλακτόπουλο (1939-), Χρόνη Μπότσογλου (1941-), Γιάννη Ψυχοπαίδη (1945-), Γιώργο Λαζόγκα (1945-), Δημήτρη Αληθεινό (1945-), Κυριάκο Μορταράκο (1948-), Θανάση Τότσικα (1951-) και Απόστολο Γεωργίου (1952-), μεταξύ αρκετών ακόμα που θα μπορούσα να συμπεριλάβω στη μεγάλη οικογένεια των "αγαπημένων"! Θα σταματήσω όμως εδώ, καθώς έχω ήδη πλησιάσει "επικίνδυνα" τη σύγχρονη εποχή. Θα ζητήσω λοιπόν την κατανόησή σας, αφού στην τελευταία αυτή κατηγορία των νεότερων καλλιτεχνών περιλαμβάνονται πολλοί γνωστοί αλλά και φίλοι μου καλλιτέχνες, οπότε είναι μεγάλος ο κίνδυνος είτε να μεροληπτήσω είτε να παραβλέψω ορισμένους άθελά μου.

Απόστολος Γεωργίου, "Χωρίς τίτλο", 2009, λάδι σε μουσαμά, 110 x 130 εκ.

- Ξένους καλλιτέχνες δεν αγοράζετε;

Τα τεκταινόμενα στη διεθνή εικαστική σκηνή ασφαλώς με ενδιαφέρουν και τα παρακολουθώ. Όμως, οι αγορές έργων ξένων καλλιτεχνών που έχω κάνει μέχρι σήμερα είναι ελάχιστες και αποσπασματικές, οπότε δεν θεωρώ ότι αξίζουν ειδικής αναφοράς. Οι δυνητικές περιοχές που μπορεί να κινηθεί ένας συλλέκτης είναι αναρίθμητες και αχανείς, οπότε κατ' ανάγκη θα πρέπει βρει έναν τρόπο να εστιάσει τα ενδιαφέροντά του και να οριοθετήσει τη δράση του. Η απόφαση που πήρα από το ξεκίνημα της συλλεκτικής μου δραστηριότητας ήταν να ασχοληθώ σε βάθος με τους Έλληνες καλλιτέχνες, εστιάζοντας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και εντεύθεν.

Θεόφιλος Κατσιπάνος, "Χωρισμός", 2005-07, λάδι σε μουσαμά, 132 x 150 εκ.

- Αποχωρίζεστε έργα σας;

Με δυσκολία και στα πλαίσια της ευρύτερης συλλεκτικής στρατηγικής μου. Αν, για παράδειγμα, εντάξω στη συλλογή ένα νέο έργο, το οποίο υπερτερεί σε ποιότητα από τα έργα του ίδιου καλλιτέχνη και της ίδιας περιόδου που ήδη βρίσκονται στη συλλογή, τότε μπορεί στη συνέχεια να αποχωριστώ (μέσω πώλησης ή ανταλλαγής) κάποιο από τα παλαιότερα έργα. Σε κάθε περίπτωση, τα έργα που αποχωρίζομαι έχουν ολοκληρώσει έναν κύκλο ζωής στη συλλογή που συνήθως υπερβαίνει τα πέντε ή ακόμα και τα δέκα χρόνια. Γνωρίζω αρκετούς συλλέκτες που έχουν ως πολιτική τους να μην αποχωρίζονται έργα και σέβομαι αυτή την επιλογή τους. Όμως προτιμώ να βλέπω τη συλλογή σαν ένα ζωντανό οργανισμό που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται. Έτσι θεωρώ ότι, πέρα από την ενίσχυση της ρευστότητας για την προσθήκη νέων έργων, οι επιλεκτικοί "αποχωρισμοί" έργων συμβάλλουν και προς την κατεύθυνση της διαρκούς ανανέωσης και της αναβάθμισης της ποιότητας της συλλογής!

Κωνσταντίνος Κερεστετζής, "Ο φούρναρης στην οδό Vodina", 2010, λάδι σε μουσαμά, 80 x 60 εκ.

- Ποια η διαφορά ανάμεσα στο συλλέκτη και στον επενδυτή τέχνης;

Ο συλλέκτης χαρακτηρίζεται από το συναισθηματικό δέσιμο με τα έργα της συλλογής του, ενώ ο επενδυτής κατά κανόνα κινείται στην αγορά με βάση πιο ψυχρούς υπολογισμούς και αντιμετωπίζει το έργο τέχνης ως ένα επενδυτικό "όχημα" από το οποίο έχει σκοπό να αποκομίσει ένα οικονομικό όφελος. Βέβαια, οι εν λόγω δύο προσεγγίσεις δεν είναι τελείως ασύμβατες μεταξύ τους. Έτσι μια συλλογή, η οποία έχει συγκροτηθεί από ένα συλλέκτη με διορατικότητα, πάθος και καλό μάτι, είναι αρκετά πιθανό εκτός από συλλεκτική αξία, να αποκτήσει και επενδυτική αξία σε βάθος χρόνου. Ίσως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ενός συλλέκτη και ενός επενδυτή να εντοπίζεται στη μέση χρονική διάρκεια κατοχής των έργων. Ένας συλλέκτης, δηλαδή, τείνει να διατηρεί στην κατοχή του τα περισσότερα έργα που αποκτά για δεκαετίες ή ακόμα και για ολόκληρη τη ζωή του, ενώ ένας επενδυτής είναι λογικό να θέλει να "γράψει" ένα κέρδος μέσα σε μερικά χρόνια ή ακόμα και μήνες μετά από την απόκτηση ενός έργου. Τέλος, για λόγους πληρότητας, θα πρέπει εδώ να αναφερθώ και σε ορισμένες περιπτώσεις κατ' ευφημισμόν "συλλεκτών" ή "επενδυτών" οι οποίοι συνηθίζουν να μεταπωλούν τα έργα μέσα σε λίγες εβδομάδες ή ακόμα και ημέρες μετά από την αγορά τους, οπότε στην ουσία εδώ μάλλον πρόκειται για περιπτώσεις "καμουφλαρισμένων" εμπόρων!

Αλέκος Κυραρίνης, "Χωρίς τίτλο", c. 2000, λάδι & μικτή τεχνική σε μουσαμά, 110 x 100 εκ.

- Στη διάρκεια της καραντίνας αγοράσατε έργα από την ψηφιακή αγορά;

Την περασμένη άνοιξη, εντόπισα ένα έργο που με ενδιέφερε σε διαδικτυακή έκθεση αθηναϊκής γκαλερί. Αφού τηλεφώνησα στη γκαλερί για να δεσμεύσω το έργο, είχα την ευκαιρία να το δω από κοντά κατά την επίσκεψή μου στο χώρο μετά τη λήξη της καραντίνας, οπότε και προχώρησα στην αγορά. Παράλληλα αγόρασα δύο ακόμα έργα από ισάριθμες δημοπρασίες στις οποίες και πλειοδότησα μέσω διαδικτύου, στη μία μάλιστα από τις εν λόγω δύο περιπτώσεις όπου η δημοπρασία διεξαγόταν στο εξωτερικό, προχώρησα στην αγορά χωρίς προηγουμένως να έχω δει από κοντά το έργο. Βέβαια επρόκειτο για μια εξαιρετική περίπτωση σπάνιου έργου ενός καλλιτέχνη με τη "δουλειά" του οποίου είμαι αρκετά εξοικειωμένος. Έτσι, αποφάσισα ότι άξιζε να πάρω το "ρίσκο" βασιζόμενος στις φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης αλλά και στην αναφορά της κατάστασης του έργου που εκ των προτέρων είχε θέσει στη διάθεση μου ο αντίστοιχος οίκος δημοπρασιών. Ευτυχώς δεν μετάνιωσα γι΄ αυτή την απάφασή μου όταν παρέλαβα το έργο και είχα την ευκαρία να το δω για πρώτη φορά από κοντά! Βέβαια, με κανένα τρόπο δε θα ήθελα να συστήσω σε έναν νέο ή άπειρο συλλέκτη να προχωρήσει σε αγορά ενός έργου από απόσταση, χωρίς προηγουμένως να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το έργο επί τόπου. Σε ό,τι με αφορά, την πρώτη μου αγορά κάτω από τέτοιες συνθήκες την αποτόλμησα το 2009, όταν δηλαδή είχα ήδη πίσω μου αρκετά χρόνια συλλεκτικής εμπειρίας...

Μανώλης Μπιτσάκης, "La Madonna Delle Cinque Spade", 2010, τέμπερα σε χαρτόνι, 25 x 20 εκ.

- Πώς βλέπετε την εγχώρια αγορά; Και που θα εντοπίζατε ευκαιρίες για κάποιον που θέλει να ξεκινήσει σήμερα συλλογή;

Η εγχώρια αγορά έργων τέχνης έχει περάσει την τελευταία δεκαετία από έντονες διακυμάνσεις (κορύφωση της "φούσκας" στις τιμές το 2009 η οποία ακολουθήθηκε από την πολυετή οικονομική κρίση, τη μερική ανάκαμψη της περιόδου 2017-19 και στη συνέχεια την πανδημία) με τις τιμές πάντως των πιο καλών έργων να αποδεικνύονται ιδιαίτερα ανθεκτικές ακόμα και κατά τη διάρκεια των πιο δύσκολων περιόδων. Κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν υπάρχει "μη κατάλληλη" περίοδος για κάποιον που θέλει να ξεκινήσει μια συλλογή και οι συλλεκτικές ευκαιρίες πάντοτε υπήρχαν, υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αρκεί ο συλλέκτης να μπορεί να τις εντοπίσει και να δράσει ανάλογα. Όπως ο αθλητής επιλέγει προπονητή και γυμνάζει το σώμα του, έτσι και ο συλλέκτης θα πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα γυμνάζοντας το μάτι του, βλέποντας όσο το δυνατόν περισσότερα έργα, επισκεπτόμενος συνεχώς εκθέσεις και δημοπρασίες (όχι απαραίτητα για να αγοράσει έργα, τουλάχιστον στο ξεκίνημα) και γενικά συλλέγοντας πληροφορίες, εικόνες και εμπειρίες γύρω από το αντικείμενο. Πίσω από μια καλή συλλογή έργων τέχνης συνήθως "κρύβονται" μια εξίσου καλή βιβλιοθήκη τέχνης, ένα "εκπαιδευμένο" μάτι και κάποιες "προνομιακές" σχέσεις εμπιστοσύνης με ανθρώπους του χώρου. Τα παραπάνω βέβαια προϋποθέτουν πάθος για την τέχνη, προσήλωση στο στόχο και πολλή δουλειά αλλά, πιστέψτε με, αξίζει τον κόπο!

Βασίλης Πέρρος, "Χωρίς τίτλο", 2007, λάδι σε μουσαμά, 57 x 62 εκ.