Η Ελλάδα δεν είναι κόλαση

Συμμερίζομαι την αγανάκτηση όσων στέκονται αμήχανοι απέναντι στην αδηφάγα και ανελέητη κρατική γραφειοκρατία. Πρόσφατα, μια νέα μητέρα μού εξομολογήθηκε ότι, λόγω ενός λάθους στον ΕΦΚΑ, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως ασφαλισμένη. Το αποτέλεσμα; Δεν έλαβε το επίδομα τοκετού. Κι όταν, ύστερα από ατέλειωτο πήγαινε-έλα με χαρτιά, βεβαιώσεις και φωνές, ο οργανισμός παραδέχτηκε το λάθος του και το διόρθωσε, της είπαν ότι είχε λήξει η προθεσμία για να διεκδικήσει το επίδομα.

Δεν πρόκειται για εξαίρεση. Χιλιάδες αντίστοιχες ιστορίες εξελίσσονται καθημερινά σε ουρές, πλατφόρμες και διαδρόμους υπηρεσιών. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τις φέρνουμε στο φως – γιατί, έστω και αργά, έτσι διορθώνονται κάποια πράγματα.
Η εύκολη απάντηση είναι πως για όλα φταίει το πελατειακό, κομματοκρατικό σύστημα. Ναι, φταίει. Όμως δεν προσγειώθηκε από άλλο πλανήτη. Το εκλέγουμε. Το συντηρούμε. Και εν πολλοίς το καθρεφτίζουμε. Οι πολιτικοί μας, συχνά, είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του λαού που τους αναδεικνύει.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης διαφωνεί με την κατάργηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Προτείνει να οργανωθεί το Δημόσιο στα πρότυπα της Γαλλίας και της Γερμανίας – αλλά όχι της Δανίας. Και ο λόγος είναι ξεκάθαρος: λίγους μήνες μετά τη διακήρυξη του Γιώργου Παπανδρέου ότι η Ελλάδα θα γίνει "Δανία του Νότου", η χώρα κατέρρευσε. Δεν άντεξε ούτε ως σύνθημα.

Ζούμε, συχνά, εκτός τόπου και χρόνου. Πολιτικοί και πολίτες μαζί. Αν όμως φέρουμε ευθύνη για την κατρακύλα της χώρας, τότε φέρουμε ευθύνη και για τις στιγμές προόδου της. Και υπάρχουν πολλές τέτοιες.

Η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία, Γαλλία ή Βέλγιο – ούτε καν Βόρεια Ιταλία. Όμως, με κάθε μέτρο σύγκρισης, είναι πολύ πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο από ό,τι η Βόρεια Μακεδονία, η Αλβανία ή η Λιβύη. Από την οθωμανική επαρχία του 1821, η Ελλάδα έχει διανύσει δύο αιώνες εκρηκτικής προόδου, τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο.

Η χώρα βγήκε κατεστραμμένη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνο και μόνο για να περάσει έναν αιματηρό Εμφύλιο. Κι όμως, λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά, βρισκόταν ήδη ανάμεσα στις 30 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη.

Σήμερα, κάθε Έλληνας πολίτης μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν αντιμετωπίζεται ως εξαθλιωμένος που πασχίζει να περάσει τα σύνορα λαθραία. Έχει δικαίωμα να σπουδάσει – δωρεάν και ισότιμα – στα κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης. Μπορεί να εργαστεί νόμιμα στις πιο προηγμένες χώρες του πλανήτη, χωρίς βίζες ή εμπόδια. Αυτά τα προνόμια δεν είναι αυτονόητα. Είναι καρπός της συμμετοχής μας στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ και στους θεσμούς της Δύσης. Κι αυτά τα προνόμια μάς κατατάσσουν – καλώς ή κακώς – στους τυχερούς του κόσμου.

Εννέα στους δέκα κατοίκους αυτού του πλανήτη δεν έχουν τέτοια πρόσβαση. Ο καλύτερος γιατρός ή μηχανικός από το Μπαγκλαντές ή τις Φιλιππίνες θα δυσκολευτεί να βρει δουλειά στη Δύση. Ο Έλληνας, όχι.

Για να φτάσει ως εδώ αυτή η χώρα, κάποιος έκανε και κάτι σωστά. Από τον Τρικούπη και τον Κωλέττη μέχρι τον Βενιζέλο, τον Μεταξά, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου, τον Σημίτη και – ναι – τον Τσίπρα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μάς έβαλε στην ΕΟΚ, αλλά ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου ούτε ο Αλέξης Τσίπρας μάς έβγαλαν από αυτήν, παρότι είχαν κάθε πολιτική πρόφαση να το κάνουν. Το λεγόμενο «σύστημα», ακόμα και στις πιο ακραίες του εκδοχές, έχει την αίσθηση των στρατηγικών επιλογών.

Γι’ αυτό δυσκολεύομαι να κατανοήσω τους νέους με τα πτυχία, τις δυνατότητες και τα διαβατήρια που ανοίγουν πόρτες σε κάθε ήπειρο, να το παίζουν αντισυστημικοί. Να οργίζονται και να εκδικούνται το σύστημα ψηφίζοντας γελοία, ακραία, εθνικιστικά ή «ανατρεπτικά» μορφώματα. Αν δεν προσγειωθούν σύντομα, θα το πληρώσουν. Αν όχι οι ίδιοι, τότε τα παιδιά τους.
Η Ελλάδα δεν είναι παράδεισος. Αλλά ούτε και κόλαση. Είναι μια ατελής δημοκρατία της Δύσης – και, προς το παρόν, αυτό αρκεί για να είμαστε από τη σωστή πλευρά της ιστορίας.

[email protected]