Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών συνεχίζει απτόητος την ανοδική του πορεία, φλερτάροντας πλέον με το ψυχολογικό επίπεδο των 2000 μονάδων και καταγράφοντας νέα υψηλά δεκαπενταετίας. Όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας χρηματιστηριακής χρονιάς που είναι μεστή σε δυνατές κερδοφορίες, σε ενδιαφέροντα deals και σε αναπτυξιακές επιχειρηματικές κινήσεις.
Δεν θα χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών διαψεύδει εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια τις Κασσάνδρες. Διότι όπως θυμόμαστε από τη Μυθολογία, η κόρη του Πριάμου και της Εκάβης είχε το χάρισμα να προβλέπει τα μελλούμενα. Και οι προφητείες της ήταν πάντα αληθινές και σωστές. Απλώς δεν γίνονταν πιστευτές. Αλλά ήταν όλες σωστές.
Μπορεί όσοι υποστηρίζουν ότι το Χρηματιστήριο είναι υπερτιμημένο, ότι θα κατακρημνιστεί, ότι δεν αξίζει να ασχολείται κανείς μαζί του, να αποδειχθεί στο τέλος ότι είναι σωστοί. Και πράγματι, σύμφωνα με τις χρηματιστηριακές Κασσάνδρες, κάποια στιγμή μπορεί οι αγορές «να γυρίσουν» ή ακόμα και «να καταρρεύσουν». Ωστόσο μέχρι τότε, η ανοδική τάση θα έχει κάνει τους επενδυτές πλουσιότερους και τις εισηγμένες εταιρείες πιο δυνατές. Άλλωστε όπως λέει και η παλαιά αγγλοσαξονική ρήση, «τα χρηματιστήρια σκαρφαλώνουν τον γκρεμό της πτώσης τους».
Εδώ βρισκόμαστε λοιπόν. Με το Χρηματιστήριο πάνω από τις 1900 μονάδες. Με μόλις 35 χιλιάδες ιδιώτες επενδυτές να ασχολούνται με τις μετοχές, τα ομόλογα και τα παράγωγα. Με μόλις 3 εταιρείες με κεφαλαιοποίηση άνω των 10 δισ. ευρώ. Με μόλις 9 εταιρείες με κεφαλαιοποίηση άνω των 5 δισ. ευρώ. Με μόλις 25 εταιρείες με κεφαλαιοποίηση μεγαλύτερη του 1 δισ. ευρώ. Με αρκετές μετοχές που είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν, δεν κάνει διαφορά στη χρηματιστηριακή ζωή. Με το Χρηματιστήριο Αθηνών να απουσιάζει σαν είδηση σχεδόν από όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Ταυτόχρονα όμως είμαστε εδώ, με το Χρηματιστήριο να αναβαθμίζεται και καταξιώνεται στα μάτια των ξένων επενδυτών. Με τις εταιρείες στο Χρηματιστήριο να προβαίνουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και σε ομολογιακές εκδόσεις, οι οποίες υπερκαλύπτονται κυρίως από το εξωτερικό. Με περισσότερους από χίλιους ενεργούς χρηματιστηριακούς κωδικούς από το εξωτερικό, κατά τον μήνα Μάιο.
Με το Χρηματιστήριο να αποτελεί σύντομα μέλος μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χρηματιστηριακής οντότητας που ελέγχει το 25% των συναλλαγών της Γηραιάς Ηπείρου. Με τις ελληνικές μετοχές, τα ελληνικά παράγωγα και τα ελληνικά ETFs να διαπραγματεύονται μαζί με άλλα 15.000 επενδυτικά προϊόντα από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, τη Νορβηγία και την Πορτογαλία στην πλατφόρμα της Euronext.
Εάν μάλιστα τελεσφορήσει η κίνηση εξαγοράς της ΕΧΑΕ από την Euronext, τότε οι ελληνικές μετοχές θα γίνουν ακόμα πιο δελεαστικές για τους ξένους επενδυτές. Αφού οι αριθμοδείκτες που τις συνοδεύουν, είναι όχι μόνο χαμηλότεροι, αλλά παρουσιάζουν και ισχυρότερες προοπτικές.
Καθώς τα χρηματοοικονομικά μεγέθη των εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης μεγεθύνονται, γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στις γενναίες μερισματικές πολιτικές που ακολουθούνται, όσο και στις επιτυχημένες επαναγορές τίτλων.
Ταυτόχρονα βρισκόμαστε στο σημείο, όπου οι αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες καταγράφουν νέες υψηλές κορυφές μετά τη βύθιση του S&P 500 στις 4800 και την οδηγία του προέδρου Τραμπ «να αγοράσουν μετοχές οι επενδυτές». Με επόμενα κομβικά σημεία την κατάληξη των διαπραγματεύσεων για τους εμπορικούς δασμούς, τα στοιχεία για τον αμερικανικό πληθωρισμό και τις εξελίξεις σχετικά με την Fed, τόσο για τη μείωση των επιτοκίων, όσο και για την αντικατάσταση του προέδρου Πάουελ.
Καλά με όλα αυτά, αλλά μπορεί το Χρηματιστήριο Αθηνών να συνεχίσει την ανοδική του πορεία;
Ναι, εφόσον τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα των εισηγμένων εταιρειών συνεχίζουν να ακολουθούν αυξητική πορεία. Ναι, εφόσον δεν ανατραπεί η κυβερνητική δημοσιονομική πολιτική, συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και βελτιωθεί το κανονιστικό, ρυθμιστικό και φορολογικό περιβάλλον.
Εάν λοιπόν η πυξίδα παραμείνει σταθερή, τότε θα υπάρξουν νέες εισροές κεφαλαίων. Και οι αγοραστές θα πρέπει να ανεβάζουν τις τιμές καθώς η ζήτηση για μετοχές δεν θα ικανοποιείται από την προσφορά μετοχικών τίτλων. Αφού οι πωλητές θα «αποχωρίζονται» τις μετοχές που έχουν στα χέρια τους με μεγαλύτερη δυσκολία. Καθώς θα έχουν καλύτερες προοπτικές, με αποτέλεσμα να τις αποτιμούν υψηλότερα στο μυαλό τους.
Μέσω της Euronext η πρόσβαση στις ελληνικές μετοχές θα διευκολυνθεί σημαντικά. Δεν θα χρειάζεται ο ξένος επενδυτής να πηγαίνει σε ένα «περιφερειακό μαγαζί» και να ψάχνει τι υπάρχει στα ράφια και να αποφασίζει αν αξίζει να το αγοράσει ή όχι. Αντιθέτως, θα πηγαίνει στο supermarket, το οποίο διαθέτει άπειρα ράφια, με «πιστοποιημένα επενδυτικά προϊόντα» και θα αποφασίζει με μεγαλύτερη ευχέρεια να αγοράζει μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά χρηματιστηριακά προϊόντα, με βάση την ποιότητα και τις τιμές τους. Έτσι απλά. Σε πρόσφατη ανάλυση της, η JP Morgan αυτό ακριβώς επισημαίνει. Δηλαδή ότι η αναλογία αποδόσεων και χαμηλού ρίσκου δικαιολογεί τη σύσταση «overweight» για τις μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Οι οιωνοί εξακολουθούν να είναι θετικοί για το Χρηματιστήριο Αθηνών. Εάν δεν συμβεί βέβαια κάτι το απροσδόκητο στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης, που ενδεχομένως θα μπορούσε να ανατρέψει το θετικό κλίμα και τις αυξανόμενες προσδοκίες. Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε, αφενός ότι οι αποτιμήσεις τις Wall Street βρίσκονται στα ιστορικά υψηλά τους και αφετέρου ότι οι insiders εξακολουθούν να ρευστοποιούν τις μετοχές του.
Παράλληλα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι οι ανοδικοί κύκλοι των χρηματιστηριακών αγορών ξεκινούν από τις μετοχές των δυνατών επιχειρήσεων και τα σημαντικά deals, μετά αναλαμβάνουν οι δευτερεύουσες μετοχές και τα ηχηρά αλλά μη ουσιατικά deals και ολοκληρώνονται με τη διάχυση του αγοραστικού ενδιαφέροντος σε όλο τον ταμπλό.
Οι χρηματιστηριακοί αναλυτές έχουν θέσει τις 2100 με 2150 μονάδες σαν στόχο για τον Γενικό Δείκτη, μέσα το 2025. Δηλαδή ένα +9% με +12% ακόμα. Οι «ταύροι», απτόητοι συνεχίζουν να διεκδικούν ακόμα και αυτό το σχετικά χαμηλό ποσοστό απόδοσης. Στον αντίποδα, οι «αρκούδες» σκέπτονται ότι δεν υπάρχει λόγος να διακινδυνεύσουν το +50%, το +100% και το +200% που έχουν ήδη επιτύχει όλα αυτά τα χρόνια, για να ρισκάρουν ένα επιπλέον 10%.