Ghost in the Shell/Το Φάντασμα στο Κέλυφος

Ghost in the Shell/Το Φάντασμα στο Κέλυφος

Ας φανταστούμε έναν κόσμο, στο εγγύς μέλλον, στον οποίο όποιος θέλει, μπορεί να αντικαταστήσει κάποιο από τα ανθρώπινα μέλη του με ρομποτικά μέλη. Ας φανταστούμε ότι αυτή η τεχνολογία σταδιακά προοδεύει σε τέτοιο βαθμό που να μπορείς να επέμβεις στον ίδιο σου τον εγκέφαλο, επιτρέποντάς του να συνδέεται με το διαδίκτυο και να κάνει εγκατάσταση εφαρμογές. Και όταν τελικά η συνείδησή μας μετατραπεί ολοκληρωτικά σε ψηφιακές πληροφορίες, θα είμαστε ακόμα οι ίδιοι άνθρωποι;

Αυτό το τρομακτικά κοντινό cyberpunk* μέλλον αποτελεί τον κόσμο του “Ghost in the Shell”, ο οποίος έγινε διάσημος στην Ιαπωνία από το manga του 1989 του Masamune Shirow. Εμπνευσμένος από το βιβλίο του Βρετανού φιλόσοφου Arthur Koestler (1905 – 1983) “The Ghost in the Machine (1967)”, ο Shirow μέσα από το “Ghost in the Shell” καταπιάστηκε με τα βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα του ανθρώπινου δυισμού και της έννοιας της ψυχής. Η πρωταγωνίστριά του, Motoko Kusanagi, ταγματάρχης μιας ομάδας κρούσης της κυβέρνησης της Ιαπωνίας, δεν έχει πλέον ανθρώπινο σώμα. Το μόνο πράγμα μέσα της που είναι ακόμα ανθρώπινο είναι το μυαλό της και αυτό είναι συνδεδεμένο μονίμως στο διαδίκτυο, προσβάσιμο σε οποιονδήποτε έχει τα μέσα.


Η ταινία “Ghost in the Shell”, η οποία παίζεται τώρα στις αίθουσες, σε σκηνοθεσία Rupert Sanders, με τη Scarlett Johansson στο ρόλο της Motoko Kusanagi, είναι μια αρκετά καλή προσπάθεια από το Χόλιγουντ να αποδώσει αυτό το ιδιαίτερα πολύπλοκο ασιατικό franchise. Πέφτει, όμως, δυστυχώς στην παγίδα του να απλοποιήσει την ιδέα για το δυτικό κοινό, δίνοντας βάρος κυρίως στη δράση και στο θέαμα. Η ιστορία που μας λέει είναι ουσιαστικά ένα ριμέικ της ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1995 του Mamoru Oshii, την οποία εμπλουτίζει με στοιχεία από το manga, τη δεύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων και τη σειρά. Το θέαμα είναι πραγματικά μοναδικό, καθώς η ταινία καταφέρνει να προσεγγίσει σχεδόν με τελειότητα την αισθητική της ταινίας του '95, με πολύ καλοδουλεμένα εφέ και χορταστική δράση, αλλά το φιλοσοφικό υπόβαθρο του franchise, χωρίς να έχει χαθεί εντελώς, είναι περιέργως επιτηδευμένα δυσδιάκριτο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το πόσο έντονα επικρατεί σχεδόν σε όλα τα άλλα εγχειρήματα του franchise. Οι συγκρίσεις, μάλιστα, είναι αδύνατον να μη γίνουν, αφού ακόμα και κάποιες από τις σημαντικότερες σκηνές είναι γυρισμένες ακριβώς όπως παρουσιάστηκαν στην ταινία κινουμένων σχεδίων, χάνοντας, όμως, κάτι από τη δυναμική τους.

Η Johansson λειτουργεί μια χαρά στο ρόλο της Motoko Kusanagi, το ίδιο και ο συμπρωταγωνιστής της, Pilou Asb?k, ο οποίος παίζει το ρόλο του συναδέλφου της Batou. Η δε χημεία που αναπτύσσεται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της ταινίας θα λέγαμε ότι είναι το πιο απολαυστικό στοιχείο της -από δραματουργικής άποψης. Εξίσου απολαυστικός στο ρόλο του είναι και ο Takeshi Kitano, αν και το γεγονός ότι ήταν ο μόνος που μιλούσε γιαπωνέζικα, ακόμα και σε εκτενείς διαλόγους, ήταν μια πολύ περίεργη επιλογή, η οποία περισσότερο μας αποσυντόνισε παρά μας μετέδωσε μια ιαπωνική ατμόσφαιρα. Η Juliette Binoche, παρόλο που έχει αρκετά βασικό ρόλο στην ταινία, δεν εντυπωσιάζει, με μια ερμηνεία αρκετά διαδικαστική.

Σε γενικά πλαίσια, ήταν ένα πολύ ευχάριστο δίωρο, αλλά η ταινία μοιάζει πολύ ασφαλής για το franchise που εκπροσωπεί. Φυσικά και θα πρότεινα σε κάποιον να το δει, αλλά αφού πρώτα δει τουλάχιστον την ταινία του '95, μιας και αποτελεί αναμφίβολα μια πολύ πιο δυνατή πρώτη επαφή με τον κόσμο του “Ghost in the Shell”.

Χρόνης Μούγιος

*Υποείδος επιστημονικής φαντασίας που αντιπαραθέτει στο μέλλον την τεχνολογική πρόοδο με ριζικές αλλαγές στην κοινωνική δομή