Η καινοτομία αφορά μόνο τους εύπορους;

Η καινοτομία αφορά μόνο τους εύπορους;

Λίγα πράγματα είναι πιο κρίσιμα για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας από την παραγωγή και αφομοίωση καινοτομίας. Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν από τη δεκαετία του 1960 και το ερευνητικό πρόγραμμα του Ρόμπερτ Σόλοου ότι η καινοτομία είναι το «μυστικό συστατικό» που διαφοροποιεί τις πλούσιες και αναπτυσσόμενες οικονομίες από τις προβληματικές οικονομίες που αποτυγχάνουν στην κούρσα για τη δημιουργία πλούτου.

Όμως, η καινοτομία σπάνια παράγεται μέσα από υπάρχουσες εταιρικές δομές.

Οι μεγάλες, εδραιωμένες ανώνυμες εταιρίες είναι γραφειοκρατικοί οργανισμοί, με πολλά επίπεδα διοίκησης, που, ουσιαστικά, διαχειρίζονται ετήσιους προϋπολογισμούς. Τα, δε, στελέχη τους σπανίως αναδεικνύονται και εξελίσσονται επαγγελματικά μέσα στον οργανισμό λόγω των γνώσεων, των πρωτοβουλιών ή των καινοτόμων ιδεών τους. Αντίθετα, οι ιδιότητες που καθορίζουν καίρια την επαγγελματική πρόοδο σε μια εδραιωμένη ανώνυμη εταιρία είναι ο κομφορμισμός, οι προσωπικές δημόσιες σχέσεις, η εύνοια του προϊσταμένου και η απουσία τριβών με τους συναδέλφους. Με άλλα λόγια, περίπου ό,τι εξασφαλίζει την ανέλιξη και στο δημόσιο.

Επιπλέον, τα ανώτατα στελέχη μιας επιχείρησης, δεν έχουν κανένα λόγο και κανένα κίνητρο να αγκαλιάσουν ή να επιδιώξουν ενεργά την καινοτομία. Οι αποδοχές τους δεν πρόκειται να αυξηθούν σε άμεση αναλογία με την αύξηση της κερδοφορίας της εταιρίας εάν καρποφορήσει μια καινοτομία που υιοθετούν. Όμως, οι αποδοχές τους θα υποφέρουν και η θέση τους στην εταιρία θα τεθεί υπό αμφισβήτηση εάν επενδύσουν σε κάποια καινοτομία που αποτύχει και στοιχίσει στην εταιρία σε χρήμα, φήμη και άλλες άυλα κόστη.

Το κόστος της αποτυχίας είναι πολύ μεγαλύτερο από τα οφέλη της επιτυχίας. Η αναμενόμενη αξία της επιδίωξης καινοτομίας είναι αρνητική.

Οι ανώνυμες εταιρίες δεν είναι δομημένες για την καλλιέργεια και υιοθέτηση καινοτομίας. Αντίθετα, είναι δομημένες με γνώμονα την αποφυγή ρίσκου και την επιβίωση μέσα σε ένα εύρος μεγέθυνσης της τάξης του συν/πλην 10% τον χρόνο.

Η πραγματικότητα αυτή επιτείνεται ακόμη περισσότερο στην περίπτωση των ανωνύμων εταιριών που ελέγχονται από οικογένειες. Εγώ δεν έχω γνωρίσει ποτέ, στα 26 χρόνια που ασχολούμαι με την επενδυτική τραπεζική και τις επενδύσεις, οικογενειακή εταιρία να παίρνει ρίσκα που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ευημερία και το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας.

Τα παραδείγματα που υποστηρίζουν τα παραπάνω είναι αμέτρητα. Από την εμπειρία των τελευταίων ετών, θυμηθείτε ότι το εμβόλιο του κορονοϊού που δημιουργήθηκε με βάση την τεχνολογία αιχμής CRISPR δεν ήταν προϊόν της Pfizer αλλά της Γερμανικής νεοφυούς BioNTech, με την οποία συνεταιρίσθηκε ο Αμερικανικός κολοσσός, ότι τα καινοτόμα microchips που αποτελούν πλέον τον εγκέφαλο των συσκευών της Apple αναπτύχθηκαν από τη Βρετανική νεοφυή εταιρία ARM, ότι η επανάσταση στην ηλεκτροκίνηση προήλθε από τη νεοφυή Tesla, κλπ.

Αμφιβάλλω εάν μπορεί κάποιος να βρει μια σημαντική καινοτομία των τελευταίων 40 ετών που να μην είναι προϊόν νεοφυούς επιχείρησης.

Η καινοτομία μπορεί να παραχθεί σχεδόν αποκλειστικά από νεοφυείς επιχειρήσεις. Από οικονομικής απόψεως ο λόγος είναι απλός και προφανής: η αποτυχία μιας νεοφυούς επιχείρησης δε θέτει σε κίνδυνο προϋπάρχουσα, κερδοφόρα παραγωγική δραστηριότητα, άρα οι εμπλεκόμενοι αφιερώνουν αποκλειστικά τις δεξιότητες και τα κεφάλαια που ελέγχουν για την επιτυχία της. Δεν υπάρχουν διοικητικά στελέχη από άλλα τμήματα της εταιρίας που σαμποτάρουν την επιτυχία του εγχειρήματος, δεν υπάρχουν άλλα πρότζεκτ της εταιρίας που ανταγωνίζονται για κεφάλαια, ενώ η διοικητική ομάδα δεν έχει άλλες ασχολίες εκτός της διαχείρισης της επιτυχίας της καινοτομίας.

Σπεύδω να τονίσω ότι η «συντηρητική» στάση που έχουν εδραιωμένες εταιρίες σχετικά με την ανάληψη του ρίσκου της καινοτομίας είναι όχι μόνο ορθολογική αλλά και επιθυμητή, από κοινωνικής απόψεως. Κανείς δε θέλει μια οικονομία της οποίας οι εταιρίες τροφίμων, ενέργειας, βασικών φαρμάκων, χάλυβα, πλαστικών, κλπ., είναι διαρκώς στα πρόθυρα χρεωκοπίας λόγω ζημιών που καταγράφουν στο κυνήγι της καινοτομίας.

Η σταθερότητα είναι πυλώνας της ευημερίας. Η καινοτομία είναι η ατμομηχανή της. Και, παραφράζοντας τον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, τα δύο δε θα συναντηθούν ποτέ.

Μέχρις εδώ, όλα καλά. Όμως, δυστυχώς, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η αγορά της καινοτομίας παγκοσμίως – και στην Ελλάδα - είναι προβληματικός. Ο λόγος είναι ότι, ουσιαστικά, η επιχειρηματικότητα είναι ένα σπορ που είναι ανοιχτό σχεδόν αποκλειστικά σε άνδρες από εύπορες ή πλούσιες οικογένειες.

Αυτό ισχύει παντού, από την Ελλάδα μέχρι την Καλιφόρνια και από το Μόναχο και το Λονδίνο μέχρι τη Σιγκαπούρη και τη Σεούλ.

Οι πανεπιστημιακές έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με το θέμα αυτό έχουν εντοπίσει τέσσερις πηγές του φαινομένου:

Το κόστος ίδρυσης μιας νεοφυούς επιχείρησης είναι €5,000-30,000. Αυτό περιλαμβάνει έξοδα ίδρυσης, νομικά έξοδα, ενοίκιο, εξοπλισμός, κλπ. Το κόστος αυτό είναι σημαντικό και απαγορευτικό για νέους που δεν προέρχονται από εύπορες οικογένειες.

Η συντριπτική πλειοψηφία των νεοφυών επιχειρήσεων χρηματοδοτούν την ίδρυση και τα πρώτα βήματα τους με κεφάλαια της οικογένειας ή/και των φίλων τους. Η πολυτέλεια αυτή, όπως καταλαβαίνει κανείς, είναι διαθέσιμη μόνο σε επιχειρηματικά σκεπτόμενους νέους που προέρχονται από εύπορες ή πλούσιες οικογένειες με ευρύ κύκλο εύπορων ή πλούσιων συγγενών και φίλων.
Οι ιδρυτές μια νεοφυούς επιχείρησης τον πρώτο καιρό της δραστηριοποίησης τους δεν αμείβονται με μισθό από την εταιρία. Πρέπει να έχουν περιουσία που να τους επιτρέπει να δουλεύουν αμισθί. Άλλος ένας παράγοντας αποκλεισμού μη εύπορων επίδοξων επιχειρηματιών.

Οι περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις αποτυγχάνουν. Αυτό είναι γεγονός. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ιδρυτής μιας αποτυχημένης νεοφυούς επιχείρησης είτε έχει οικογενειακούς ή/και προσωπικούς πόρους που του εξασφαλίζουν επαρκή διαβίωση και η αποτυχία του εγχειρήματος του δεν επηρεάζει το βιοτικό του επίπεδο ή πρέπει να προσπαθήσει να ξαναβρεί αμειβόμενη εργασία ύστερα από κάποιο διάστημα (μηνών ή ετών) εκτός αγοράς εργασίας και να προσπαθήσει να πείσει τον εργοδότη του ότι δε θα παραιτηθεί ύστερα από λίγο καιρό σε αναζήτηση επιτυχίας σε άλλη νεοφυή εταιρία. Κάτι δύσκολο, ακόμη και σε καλές εποχές.

Αυτό, λοιπόν, που καθορίζει το ποιος αποφασίζει να προχωρήσει στην ίδρυση μια νεοφυούς επιχείρησης για να αναπτύξει καινοτομία ΔΕΝ είναι η «μεγάλη ανοχή για ανάληψη ρίσκου», όπως θεωρούν και πολλοί ευαγγελιστές της οικονομίας των νεοφυών επιχειρήσεων.

Αυτό που επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου και αυτό που καθιστά την αποτυχία ανέξοδη είναι η οικογενειακή οικονομική άνεση.

Δυστυχώς, λοιπόν, η επιχειρηματικότητα των νεοφυών επιχειρήσεων και η επιδίωξη της καινοτομίας σαν ατμομηχανή της οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας μας εξαρτάται από τις προθέσεις και τη δημιουργικότητα μιας ελάχιστης μειοψηφίας του Ελληνικού λαού. Η οποία, κακά τα ψέματα, ίσως να μη διαθέτει τόσο οξύ το αίσθημα της ανάγκης για οικονομική και κοινωνική ανέλιξη.

Για να ενεργοποιήσουμε στο μέγιστο την οικονομική ατμομηχανή που λέγεται ανάπτυξη καινοτομίας μέσω νεοφυών επιχειρήσεων πρέπει να δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας μας μέσα στο οποίο να μπορούν να δημιουργήσουν νεοφυείς καινοτόμες εταιρίες επίδοξοι επιχειρηματίες από όλα τα κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα, που διαθέτουν την απαιτούμενη επιστημονική και επιχειρηματική κατάρτιση, και την υπερμεγέθη φιλοδοξία και διάθεση να εργασθούν σκληρά για να πετύχουν.

Εάν αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τον εξαιρετικά κρίσιμο αυτόν παράγοντα της μεγέθυνσης της οικονομίας μας και της λείανσης των εισοδηματικών ανισοτήτων με ένα διαφορετικό – και, γιατί όχι, καινοτόμο - τρόπο θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την οικονομία των σουβλατζίδικων και της ξαπλώστρας μέσα σε λίγα χρόνια.

Ο τρόπος αυτός είναι, ουσιαστικά, να ελαχιστοποιήσουμε ή και να μηδενίσουμε το κόστος έναρξης μιας νεοφυούς επιχείρησης και το κόστος αποτυχίας για τους επιχειρηματίες που δεν διαθέτουν την οικονομική επιφάνεια για να υποστούν μια αποτυχία ανέξοδα. Με τον τρόπο αυτό ανοίγεται η προοπτική της επιχειρηματικότητας σε όλους τους πιθανούς επιχειρηματίες, κάτι που μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα επιχειρηματική έκρηξη που παρόμοια της δεν έχει γνωρίσει ποτέ η χώρα.

Το κόστος ίδρυσης νέων, καινοτόμων επιχειρήσεων θα μπορούσε να εκμηδενισθεί με το να εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος επενδύσεις, μέχρι ορισμένου ποσού, σε ειδικά χρηματοδοτικά οχήματα που επενδύουν, επίσης μέχρι ένα ορισμένο ποσό, στην ίδρυση νέων εταιριών, που δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπως η πληροφορική, η βιοτεχνολογία, η ενέργεια, κλπ. Επίσης, οι πιθανές υπεραξίες που θα κερδίσουν οι επενδυτές σε τέτοια οχήματα να μην υπόκεινται φορολογίας, ποτέ και σε καμία περίπτωση στο μέλλον. Με τον τρόπο αυτό, η ενίσχυση των φιλοδοξιών νέων επιχειρηματιών καθίσταται μια εξαιρετικά επικερδής πρόταση για κεφαλαιούχους και δημιουργείται μια αγορά για κεφάλαια ίδρυσης εταιριών.

Όσον αφορά, δε, στην απάλειψη του κόστους αποτυχίας για τους επιχειρηματίες, η κυβέρνηση θα μπορούσε να θεσμοθετήσει την επιδότηση κατά 50% για κάποιο χρονικό διάστημα, από έξι μήνες έως δύο χρόνια, των αποδοχών στελεχών αποτυχημένων νεοφυών επιχειρήσεων που προσλαμβάνονται από τον ιδιωτικό τομέα μετά την κατάρρευση της εταιρίας τους. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να ελαχιστοποιηθεί το κόστος αποτυχίας για μη εύπορους επιχειρηματίες και να καταστεί η επιχειρηματικότητα ελκυστική προοπτική για το 95% των νέων Ελλήνων που σήμερα, λόγω έλλειψης οικογενειακών πόρων, αδυνατούν να επιχειρήσουν ή δεν περιλαμβάνουν καν την επιχειρηματικότητα στις πιθανές επαγγελματικές προοπτικές τους.

Και οι δύο παραπάνω προτάσεις είναι απλές, εξαιρετικά χαμηλού δημοσιονομικού κόστους και με προοπτική να αποτελέσουν μια από τις πιο επικερδείς επενδύσεις που έχει κάνει ποτέ το Ελληνικό κράτος για να ενισχύσει τη μεγέθυνση της οικονομίας μας.

* Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.