Ντε Γκίντος (ΕΚΤ): Ο πληθωρισμός υποχωρεί χωρίς η Ευρώπη να πέφτει σε ύφεση
Οικονομικό Φόρουμ Δελφών

Ντε Γκίντος (ΕΚΤ): Ο πληθωρισμός υποχωρεί χωρίς η Ευρώπη να πέφτει σε ύφεση

Τρία σημαντικά θετικά νέα μετέδωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς Ντε Γκίντος μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, για τον πληθωρισμό, τη νομισματική πολιτική και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Όπως είπε η οικονομία της Ευρώπης:

  1. Δεν έπεσε σε «τεχνική ύφεση» (λόγω της αύξησης των επιτοκίων) και η εκτίμηση που κάνει τώρα με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα είναι ότι δε θα πέσουμε σε ύφεση, αντίθετα αυτό το ενδεχόμενο θα αποφευχθεί.
  2. Η αγορά εργασίας στην Ευρώπη παραμένει πολύ ισχυρή και η ανεργία σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
  3. Ο πληθωρισμός υποχωρεί και αποκλιμακώνεται λίγο πάνω από το 6% και η εκτίμηση που κάνει είναι ότι θα αποκλιμακωθεί περαιτέρω.

Οι εκτιμήσεις του αντιπροέδρου της ΕΚΤ έγιναν κατά τη διάρκεια συζήτησης σε πάνελ του φετινού φόρουμ των Δελφών, με τον πρόεδρος της ΕΤΕ Γκίκα Χαρδούβελη σε ρόλο οικοδεσπότη, να «ανακρίνει» (κυριολεκτικά), με τον πλέον ευγενικό τρόπο τον κ. Ντε Γκίντος και τον Κεντρικό Τραπεζίτη της Κύπρου, Κωνσταντίνο Ηροδότου, φέροντας με τρόπο πολλά θέματα που απασχολούν την ελληνική οικονομία στη συζήτηση και υποχρεώνοντας σε ρεαλιστικές απαντήσεις τους συνδαιτυμόνες του. Μάλιστα ο κ. Ντε Γκίντος δεν απέφυγε το σχόλιο «μου θυμίζετε άλλες εποχές».

Στη συζήτηση ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ ανέφερε τις σημαντικές θετικές εξελίξεις για πληθωρισμό και ανάπτυξη, αλλά στη συνέχεια είπε ότι «τα θετικά τελειώνουν εδώ γιατί στη συνέχεια είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος». Ως τέτοιο ανέφερε το σκληρό πυρήνα του πληθωρισμού που «είναι επίμονος», αν και στο τέλος της συζήτησης έκανε την πρόβλεψη ότι «και ο σκληρός πυρήνας του πληθωρισμού θα υποχωρήσει». 

Ανέφερε επίσης ότι η έρευνα της ΕΚΤ (έχει δημοσιευτεί στο Liberal.gr) δείχνει ότι υπάρχει σύσφιξη, ο δανεισμός έχει υποχωρήσει και το λαμβάνουμε υπόψη μας.

Ο κ. Ηροδότου στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Κεντρικές Τράπεζες ανέφερε τις αντίθετες δυναμικές πληθωρισμού και αύξησης των αμοιβών και τις γεωπολιτικές πιέσεις σε συνδυασμό με το άνοιγμα της Κίνας που μπορεί να συμβάλει μεν στη χαλάρωση της πίεσης για ζήτηση προϊόντων, ταυτόχρονα όμως θα αυξήσει τη ζήτηση για ενέργεια και πρώτες ύλες.

Στο θέμα των αμοιβών ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ είπε ότι ένα σπιράλ αυξήσεων πρέπει να αποφευχθεί και σημείωσε για τη δημοσιονομική πολιτική ότι με αφορμή την πανδημία είμαστε χωρίς συγκεκριμένους περιορισμούς ξανά φέτος και είναις το έτος 2023. Από την άλλη παρατήρησε ότι οι τιμές υποχωρούν και προέβλεψε ότι οι αυξήσεις μισθών δε θα ξεπεράσουν το 5% και ότι είναι θέμα που η ΕΚΤ δίνει σημασία.

Ο κ. Ηροδότου από την πλευρά του εκτίμησε σε ερώτηση του κ. Χαρδούβελη ότι η αφετηρία των επιτοκίων ήταν πολύ χαμηλή και ότι η ΕΚΤ έπρεπε να φθάσει γρήγορα σε ένα σημείο ισορροπίας λόγω καλπάζοντος πληθωρισμού, ενώ είπε ότι η επίπτωση των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ έχει αρχίσει να εμφανίζεται στις οικονομίες.

«Οι επιπτώσεις των αυξήσεων στα επιτόκια χρειάζονται περίπου 16-18 μήνες για να περάσουν στην πραγματική οικονομία» είπε. 

Για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την ανάγκη σταθερότητας και οι δύο ομιλητές απάντησαν στον κ. Χαρδούβελη ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν πρόβλημα και είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες εντοπίζοντας τις διαφορές με μη συστημικές τράπεζες των ΗΠΑ.

Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ είπε ότι πάντα το σκιώδες τραπεζικό σύστημα λόγω υπερβολικής μόχλευσης είναι γενεσιουργός αιτία προβλημάτων (σε περιόδους αυξήσεων επιτοκίων), αλλά το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι διαφορετικό από αυτό των ΗΠΑ, πιο τραπεζοκεντρικό και με διαφορετική δομή κεφαλαίων και ότι ο τραπεζικός τομέας γενικά, είναι πολύ ισχυρότερος από το 2008. 

Τόνισε ότι η ΕΚΤ ξεκαθάρισε από την αρχή ότι έχει άλλη πολιτική για τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης που αποτελούν κεφάλαια των τραπεζών, σε σχέση με την Ελβετία. 

Για το ίδιο θέμα ο κ. Ηροδότου συμφώνησε για τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών, πρόσθεσε λεπτομέρειες για τα τεστ και το SSB που εποπτεύει προσεκτικά και τόνισε ότι οι κυπριακές τράπεζες έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες.