Πώς η Ελλάδα γίνεται εξαγωγέας (και) ρεύματος στα Βαλκάνια

Πώς η Ελλάδα γίνεται εξαγωγέας (και) ρεύματος στα Βαλκάνια

Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Η Ελλάδα από μέχρι πρότινος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας μετατρέπεται σε εξαγωγέα ρεύματος και αερίου στα Βαλκάνια. Πώς; Το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας της νέας μονάδας, για την οποία συμφώνησαν χθες, ΔΕΗ, ΔΕΠΑ και όμιλος Κοπελούζου στην Αλεξανδρούπολη θα εξάγεται σε Βουλγαρία, Β.Μακεδονία και Σερβία. Σε καμία από αυτές τις χώρες δεν προβλέπεται λειτουργία νέων μονάδων φυσικού αερίου που να καλύπτουν τις ανάγκες τους τα επόμενα χρόνια.

Στα Βαλκάνια θα εξάγεται και το μεγαλύτερο μέρος του LNG που θα δέχεται από το 2023 και μετά ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός (IGB) μέσω του νέου τερματικού σταθμού αερίου της Αλεξανδρούπολης. Από αυτόν εξάλλου θα τροφοδοτείται με αέριο και η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της Αλεξανδρούπολης, η οποία βρίσκεται μια αναπνοή από τον αγωγό, εξάγοντας κατ’ αυτόν το τρόπο ρεύμα στα Δ.Βαλκάνια.

Το παιχνίδι της ενέργειας αλλάζει πίστα. Οι ρωσικοί αγωγοί βγαίνουν σταδιακά από το κάδρο, τα δεδομένα μεταβάλλονται, το κάποτε ασήμαντο ελληνικό ενεργειακό οικοσύστημα μεγαλώνει. Επάνω του «κουμπώνουν» LNG terminals, αγωγοί φυσικού αερίου, μονάδες ηλεκτρισμού, ικανές να χρησιμοποιούν και άλλα καύσιμα εκτός του αερίου, όπως το υδρογόνο, αθροίζοντας επενδύσεις συνολικού ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ και συνδέοντας με γρήγορα και σταθερά βήματα την Ελλάδα με τον έξω κόσμο.

Η καινούρια μονάδα ηλεκτρισμού των 840 MW στην Αλεξανδρούπολη - μάλλον η πιο αποδοτική των Βαλκανίων-  ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός των 182 χλμ, ο τερματικός σταθμός επαναεριοποίησης (FSRU) επίσης στην πρωτεύουσα του νομού Έβρου, με δυναμικότητα 5,5 δισ. κυβικά το χρόνο, οι υπόλοιπες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που προωθούνται στον ελλαδικό χώρο, δεν είναι μεμονωμένα και ασύνδετα μεταξύ τους έργα.

Τμήμα της ίδιας εξίσωσης αποτελούν όλα, με την Ελλάδα να διεκδικεί με αξιώσεις κεντρικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας προς την Αν. Ευρώπη, η οποία ανυπομονεί να αφήσει πίσω της τους αγωγούς της Μόσχας. Τα ενεργειακά ενισχύουν τη γεωπολιτική σημασία του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, αφού εκτός από βασικός κρίκος της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, φιλοδοξεί να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς κόμβους της ΝΑ Ευρώπης. Το στίγμα της πρωτεύουσας του νομού Έβρου ήταν, όπως λέγεται, που ζύγισε και το Μαξίμου, όταν τον Νοέμβριο αποφάσισε να ακυρώσει τον διαγωνισμό πώλησης του λιμανιού, το οποίο αποκτά κάθε μέρα που περνά ολοένα και ισχυρότερη προστιθέμενη αξία, όπως δείχνει και η συμφωνία για τη νέα μονάδα. Τοποθετημένη ακριβώς πάνω στον κόμβο των πηγών και διαδρομών φυσικού αερίου θα μπορεί να προμηθεύεται καύσιμο απευθείας από το FSRU της GasTrade (όμιλος Κοπελούζου), επιτυγχάνοντας σημαντική εξοικονόμηση, χωρίς ρίσκο εφοδιασμού, όπως αυτό που προκάλεσε ο πόλεμος. 

Γιατί τόσες επενδύσεις

Αν δεν είχαν βάση τα παραπάνω, οι μεγάλοι της ενέργειας δεν θα είχαν κανένα λόγο να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να δρομολογήσουν επενδύσεις δισεκατομμυρίων στον συμβατικό ηλεκτρισμό και μάλιστα σε ένα αμφιλεγόμενο περιβάλλον, εξαιτίας των περιοριστικών όρων της νέας πράσινης ευρωπαϊκής πολιτικής. Διότι το έργο της Αλεξανδρούπολης έρχεται να προστεθεί σε άλλα τρία, παρόμοιας τεχνολογίας, που μπαίνουν σε λειτουργία ή βρίσκονται σε εξέλιξη. Τη νέα μονάδα 826 MW της Mytilineos, η λειτουργία της οποίας αναμένεται μέσα στις πρώτες εβδομάδες του νέου έτους, και των επενδύσεων της Elpedison, και της σύμπραξης ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ - Motor Oil σε Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή, αντίστοιχα.

Τι βλέπουν όλοι οι μεγάλοι του χώρου ; Καταρχήν, ότι η τιμή του φυσικού αερίου θα πέσει κατακόρυφα τα επόμενα χρόνια (σήμερα στα 94 ευρώ από 150 στις αρχές του μήνα), καθιστώντάς το ξανά ένα άκρως ελκυστικό καύσιμο στην μακρά διαδρομή της πράσινης μετάβασης. Τις προϋποθέσεις για χαμηλές τιμές αερίου ενισχύει η ανάπτυξη διεθνώς, από την Γερμανία έως την Ελλάδα, πληθώρας FSRU’s, δηλαδή LNG terminals (μόνο στην χώρα μας δρομολογούνται τέσσερα), καθιστώντας ελκυστική μια επένδυση τύπου Αλεξανδρούπολης. Το ίδιο ισχύει για το γεγονός ότι το αέριο θα αποτελέσει αναπόφευκτα το μεταβατικό καύσιμο για την επόμενη 20ετία, κατά την οποία οι ΑΠΕ θα καθίστανται σταδιακά κυρίαρχες στο ενεργειακό μείγμα.

Και ο λιγνίτης; Τελειωμένη υπόθεση. Το πολύ - πολύ η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης να πάει πίσω την απολιγνιτοποίηση ένα με δύο χρόνια. Το πάλαι ποτέ εθνικό μας καύσιμο δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για να πάρει ξανά τη θέση που είχε ως τα μέσα του 2000, παρ’ ότι η κρίση το ξαναέβαλε στο παιχνίδι. Το γεγονός ότι φαίνεται να υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για την επαναλειτουργία παλιών ορυχείων (Αχλάδα, Βεύη) και η ΔΕΗ έχει βάλει στόχο να αυξήσει σημαντικά τον επόμενο χρόνο τη λιγνιτική της παραγωγή, προκειμένου να καλυφθούν οι έκτακτες ενεργειακές ανάγκες σε περίπτωση πλήρους διακοπής των ρωσικών ροών, είναι απλώς συγκυριακό. Ο λιγνίτης ανήκει στο παρελθόν.