Με τα κλιματιστικά μηχανήματα φέτος το καλοκαίρι να δουλεύουν στο «φουλ», οι ανησυχίες για τους φουσκωμένους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος που θα ακολουθήσουν, αποτελούν θέμα συζητήσεων σε κάθε καλοκαιρινή παρέα. Και όπως συμβαίνει σε κάθε θέμα που απασχολεί την επικαιρότητα, οι τερατολογίες και οι συνομωσιολογίες έχουν την τιμητική τους. Ας δούμε με ψυχραιμία τι συμβαίνει.
Παρ’ όλο που η χώρα μας θεωρείται πρωταθλήτρια στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες έχουν σχεδόν μηδενικό λειτουργικό κόστος, οι πολίτες εξακολουθούν να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Και δεν το βάζουν βαθιά στην τσέπη μόνο όποτε έρχεται ο λογαριασμός στο σπίτι. Αλλά και όποτε προβαίνουν στις καθημερινές αγορές τους, καθώς όλα τα προϊόντα είναι επιβαρυμένα από το υψηλό ενεργειακό κόστος που πλήττει και τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Οι οποίες με τη σειρά τους, βιώνουν έναν άνισο ανταγωνισμό από τις λοιπές ευρωπαϊκές βιομηχανίες, που απολαμβάνουν προσιτές ενεργειακές τιμές.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Για ποιο λόγο οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα επιβαρύνονται δυσανάλογα πολύ, ειδικά όταν η παραγωγή «φθηνού» ηλεκτρικού ρεύματος από τις ΑΠΕ, ευνοείται ιδιαίτερα από τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας;
Η απάντηση έρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ακούει στον όρο «marginal pricing». Ο όρος αυτό μεταφράζεται στα ελληνικά, ως «οριακή τιμή συστήματος». Τι προβλέπει το συγκεκριμένο μοντέλο το οποίο στην ουσία έχει αρχίσει να εφαρμόζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήδη από το 1996 και συνεχίζεται παρά τις διαδοχικές ενεργειακές μεταρρυθμίσεις, του 2003, του 2009, του 2019 και του 2024;
Ότι κάθε παραγωγός δηλώνει την ποσότητα του ηλεκτρικού ρεύματος που μπορεί να προσφέρει στο σύστημα και σε ποια τιμή. Το σύστημα αρχίζει να ικανοποιεί τις ανάγκες του, από τις φθηνότερες προσφορές όπως είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές και οι Υδροηλεκτρικές μονάδες. Εάν οι ανάγκες του συστήματος είναι μεγαλύτερες, τότε συνεχίζει στρεφόμενο προς τις ακριβότερες λύσεις όπως είναι ο Λιγνίτης ο οποίος είναι σχετικά φθηνός, αλλά επιβαρύνεται από περιβαλλοντικά κόστη και το Φυσικό Αέριο.
Η τελική τιμή που πληρώνεται σε όλους τους παραγωγούς που «μπαίνουν στο σύστημα», είναι η τιμή της τελευταίας και ακριβότερης μονάδας που χρειάστηκε να προσφέρει ρεύμα, για να καλυφθεί το σύνολο της ζήτησης. Έτσι, εάν για παράδειγμα οι ΑΠΕ και οι υδροηλεκτρικές μονάδες μπορούν καλύψουν το 65% της συνολικής ζήτησης με χαμηλό κόστος οριακά πάνω από το 0 €/MWh και το υπόλοιπό 35% καλύπτεται από λιγνίτη και φυσικό αέριο με κόστος στα 125 €/MWh, τότε σε όλους ανεξαιρέτως τους παραγωγούς θα καταβληθούν 125 €/MWh, για το ηλεκτρικό ρεύμα που θα δώσουν στο σύστημα. Εάν αυτό δεν είναι άδικη τιμολόγηση που καταλήγει στον τελικό ιδιώτη ή βιομηχανικό καταναλωτή, τότε τι είναι;
Για ποιο λόγο το ποσοστό των ΑΠΕ που μπαίνουν στο σύστημα για να δώσουν ρεύμα, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις κοστοβόρες εναλλακτικές, παραμένει χαμηλό; Διότι υπάρχει ανεπαρκής χωρητικότητα στο δίκτυο. Διότι το ελληνικό δίκτυο διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, έχει περιορισμένη ικανότητα απορρόφησης επιπλέον ισχύος από τις ΑΠΕ, ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλή συγκέντρωση φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων. Το δίκτυο δεν έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίζει τη μαζική και ταυτόχρονη ένταξη των ΑΠΕ στο σύστημα, με αποτέλεσμα τη συμφόρηση σε ορισμένες περιοχές. Οι ΑΠΕ συχνά εγκαθίστανται σε περιοχές με υψηλό δυναμικό, όπως στα νησιά για αιολική ενέργεια ή σε ηλιόλουστες περιοχές για φωτοβολταϊκά, αλλά το δίκτυο σε αυτές τις περιοχές είναι σε αρκετές περιπτώσεις ανεπαρκές για να απορροφήσει την παραγωγή, οδηγώντας σε απορρίψεις αιτήσεων για νέες μονάδες.
Παράλληλα η ανάπτυξη των ΑΠΕ προσκρούσει σε σειρά γραφειοκρατικών διαδικασιών και περιβαλλοντικών αξιολογήσεων από την πλευρά του κράτους, καθώς σε σειρά τοπικών αντιδράσεων λόγω αισθητικών, περιβαλλοντικών ή πολιτιστικών ανησυχιών όπως είναι οι επιπτώσεις σε προστατευόμενες περιοχές ή τουριστικές ζώνες. Με αποτέλεσμα να καθυστερεί ή ακόμα και να εμποδίζεται η αδειοδότηση και ένταξη νέων μονάδων στο σύστημα. Αδυναμίες παρατηρούνται και εκ του γεγονότος ότι οι επενδύσεις σε ΑΠΕ βασίζονται σε ευρωπαϊκά κονδύλια και εθνικές επιδοτήσεις, με αποτέλεσμα οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων, να επιβραδύνουν τον εθνικό σχεδιασμό.
Βέβαια, ένα σύστημα δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Καθώς η διαλειπτικότητα των ΑΠΕ προκαλεί αστάθεια στο σύστημα. Διότι η ηλιακή και η αιολική ενέργεια εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες. Οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο σε διακυμάνσεις της παραγωγής και προσφοράς ηλεκτρικού ρεύματος στο σύστημα. Με αποτέλεσμα να υπάρχουν κίνδυνοι για τη σταθερότητα του δικτύου, αφού η ζήτηση και η προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να ισορροπούν σε πραγματικό χρόνο, ώστε να αποφεύγονται τα «μπλακάουτ».
Έτσι απαιτείται μέσα στο σύστημα να συμμετέχουν και πιο σταθερές πηγές ενέργειας, όπως είναι το φυσικό αέριο, ο λιγνίτης και σε κάποιες άλλες χώρες η πυρηνική ενέργεια. Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η χώρα μας έχει χαμηλή διασύνδεση με τις αγορές της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης.
Δηλαδή όπως φαίνεται, η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας δεν είναι και πολύ ενιαία για τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αποκάλυψε τις αδυναμίες ενός συστήματος που σχεδιάστηκε για διαφορετικές συνθήκες.
Έτσι η Energy Task Force της Ευρωπαϊκής Ένωσης ετοιμάζεται να μελετήσει μια σειρά από παρεμβάσεις και μέτρα ώστε να αλλάξει το μοντέλο τιμολόγησης, με στόχο τη μεγαλύτερη διαφάνεια και δικαιοσύνη. Έτσι ώστε η τελική τιμή να μην καθορίζεται αποκλειστικά από την ακριβότερη μονάδα, που μπαίνει τελευταία στο σύστημα. Να υπάρξει μια διαφορετική αποζημίωση για τις ΑΠΕ, με σταθερές τιμές μέσω διμερών συμβολαίων. Και να ενισχυθεί η ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να μειωθούν ή και να εκλείψουν οι σημαντικές αποκλίσεις στις τιμές ρεύματος μεταξύ των χωρών της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης.