Από μόνες τους οι ΑΠΕ, χωρίς δίκτυα μεταφοράς της πράσινης παραγωγής και συστήματα αποθήκευσης, είναι μισή λύση.
Έως ότου να γίνουν όλα αυτά, η ΕΕ θα είναι σε μια κατάσταση αστάθειας λόγω της εξάρτησης από παρόχους τρίτων χωρών για τις ενεργειακές μας ανάγκες, τονίζει στο Liberal, ο δικηγόρος Αθηνών και Νέας Υόρκης και επικεφαλής της EU-Greek Practice της DLA Piper, Ορέστης Ομράν.
Μιλά για τις μεγάλες διεθνείς διασυνδέσεις, τις διαφορές της ΕΕ με τις ΗΠΑ που είναι ενεργειακά αυτόνομες, αλλά και για την ανάγκη η Ευρώπη να αποκτήσει μια ενιαία στρατηγική. Τότε μόνο μια ένωση κρατών, που δεν είναι παραγωγός φυσικού αερίου και πετρελαίου, θα μπορέσει να μεταβληθεί σε μεγάλο ενεργειακό παίκτη.
Συνέντευξη στον Γεράσιμο Ζώτο.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει μια δυναμική αγορά στις ΑΠΕ. Πώς βλέπετε συνολικά τη μέχρι τώρα πορεία της;
Καταρχάς, όσο περισσότεροι παίκτες υπάρχουν στην ελληνική αγορά τόσο το καλύτερο καθώς ενισχύεται ο ανταγωνισμός και προφανώς καταλήγουμε στο ότι οι τιμές στον καταναλωτή να είναι φθηνότερες. Όσο περισσότερη ενέργεια από ΑΠΕ έχουμε στο σύστημα τόσο μεγαλύτερη ενεργειακή αυτονομία αποκτούμε, τόσο λιγότερη ενέργεια από φυσικό αέριο χρειαζόμαστε, άρα πάλι πέφτουν οι τιμές.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τους πολλούς παίκτες, το πρόβλημα που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι ότι το δίκτυο είναι κορεσμένο από την ενέργεια που παράγεται από τις ΑΠΕ. Και αυτό γιατί έγιναν πάρα πολλά έργα. Πήραν όρους σύνδεσης έργα περί τα 11,5 GW, τα οποία ήδη έχουμε μέσα στο σύστημα και περίπου άλλα 15,5 - 16 GW τα οποία είναι αδειοδοτημένα.
Έχουν πάρει, δηλαδή όρους σύνδεσης.Η δυνατότητα του ελληνικού δικτύου αυτή τη στιγμή είναι 29 GW. Δηλαδή αν αθροίσουμε τα 16 και τα 11 GW, φθάνουμε στα 27 GW. Αν υπολογίσουμε και τα 2 GW που έχουμε αφήσει στην άκρη για τα υπεράκτια αιολικά, το σύστημα έχει κλείσει.
Άρα χρειάζεται μια αναβάθμιση της χωρητικότητας του συστήματος και μια λελογισμένη προσέγγιση στο ρυθμιστικό κομμάτι των έργων αυτών που μπαίνουν στο σύστημα. Πώς μπαίνουν, γιατί μπαίνουν.
Η αναβάθμιση της χωρητικότητας πρέπει να γίνει σε όλη την Ευρώπη. Το κάνουν οι Ιταλοί, ειδικά. Τα δίκτυα, τα οποία έχουμε εμείς είναι παλαιάς τεχνολογίας και μπορούν να σηκώσουν μέχρι μια συγκεκριμένη συνολική ένταση ρεύματος. Γίνονταν περιστασιακές αναβαθμίσεις, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεται μια συνολική αναβάθμιση, η οποία με τη σειρά της απαιτεί μια πολύ μεγάλη επένδυση. Με αυτά τα ζητούμενα θα έρθουμε αντιμέτωποι ούτως ή άλλως.
Διαφορετικά θα κάνουμε έργα ΑΠΕ, τα οποία δεν θα παίρνουν όρους σύνδεσης. Βέβαια, αν είχαμε μια ανεπτυγμένη βιομηχανία θα έπαιρνε κατευθείαν η βιομηχανία από τις ΑΠΕ, όπως κάποιοι παίρνουν ήδη. Άρα δεν θα χρειάζονταν όροι σύνδεσης στο σύστημα για να πωλείται η ενέργεια και στον καταναλωτή.
Παρόλα αυτά μέχρι να φτιάξουμε την οικονομία εκείνη που θα προωθεί το PPAs, δηλαδή την απευθείας εξαγορά ενέργειας από projects αιολικά ή φωτοβολταϊκά μέχρι τότε νομίζω ότι η αναβάθμιση του συστήματος είναι πολύ σημαντική.
Από τη διεθνή εμπειρία που έχετε αποκομίσει πώς βλέπετε να αναδιαμορφώνεται το ενεργειακό τοπίο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την πολιτική απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο;
Υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική που δεν έχει αλλάξει. Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η πλήρης απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.Και αυτό είναι μια πραγματικότητα. Η απεξάρτηση, έχει επιτευχθεί όχι πλήρως, αλλά σε μεγάλο βαθμό. Αλλά έχει κοστίσει. Έχει κοστίσει πολύ γιατί αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως είναι το LNG, οι οποίες είναι ακριβές γιατί οι προμηθευτές αύξησαν τις τιμές τους.
Μέχρι να φτάσουμε σε ένα επίπεδο, όπου τόσο οι κλασσικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο και οι νεότερες τεχνολογίες, όπως το υδρογόνο και σε ορισμένες χώρες ή για κάποιες άλλες χώρες η πυρηνική ενέργεια, θα είμαστε σε μια κατάσταση αστάθειας η οποία προκαλείται από την εξάρτηση της Ευρώπης από παρόχους τρίτων χωρών για τις ενεργειακές ανάγκες.
Άρα, αυτά που συζητούνται τώρα, στην πραγματικότητα, είναι δυο πράγματα. Ενιαία στρατηγική και πολιτική ενέργειας της Ε.Ε. και πώς μπορεί αυτή να επιτευχθεί τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια. Είδαμε ότι είναι απαραίτητη. Το δεύτερο που συζητείται είναι η επέκταση των έργων ΑΠΕ, σε βαθμό, όμως που να είναι λελογισμένη η χρήση τους.
Πώς βλέπετε την κατάσταση στην ελληνική αγορά σε ό,τι αφορά το μείγμα των έργων ΑΠΕ;
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα τα φωτοβολταϊκά είναι πολύ περισσότερα από τα αιολικά. Υπάρχουν πολλοί παίκτες και όντως υπάρχουν και ξένοι παίκτες που έχουν αγοράσει αδειοδοτημένα έργα και τώρα υπάρχει μια δευτερεύουσα αγορά ενέργειας. Δηλαδή πωλούμε τα έργα της πρώτης «φουρνιάς» στη δευτερεύουσα αγορά.
Η αγορά έχει αναπτύξει μια δυναμική. Παρόλα αυτά υπάρχουν θέματα προς επίλυση, καθώς τα περισσότερα πάνελς τα προμηθευόμαστε από την Κίνα. Θα ήταν λοιπόν μια πολύ καλή ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή βιομηχανία να παράγει πανελς για όλο τον Νότο.Τα αιολικά είναι ακριβά έργα, ενώ παρουσιάζουν και φθορές, καθώς λειτουργούν περισσότερα χρόνια, επειδή ξεκινήσαμε με αυτά. Οι ανεμογεννήτριες χρειάζονται σε μεγάλο βαθμό ανανέωση, σε αρκετά ελληνικά projects.
Στις διασυνοριακές συναλλαγές στο ενεργειακό κομμάτι, από την εμπειρία που έχετε αποκομίσει τι κατάσταση επικρατεί;
Υπάρχει το περίφημο θέμα της διασύνδεσης. Έχουμε την εσωτερική ευρωπαϊκή διασύνδεση, πρώτα απ όλα, δηλαδή πώς θα ενοποιήσουμε τα δίκτυα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε βαθμό που να δημιουργούνται οικονομίες κλίμακος σε βαθμό που να μας επιτρέπουν ως ένα βαθμό και την εισαγωγή και την εξαγωγή ενέργειας, με αυτόματες διαδικασίες, όχι απαραίτητα με τη φυσική παράδοση ενέργειας.
Κατά δεύτερον έχουμε την ευρωπαϊκή διασύνδεση της ευρωπαϊκής ηπείρου με την Ασία και την Αφρική. Αυτή τη στιγμή είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα το οποίο συζητείται. Υπάρχουν έργα που έχουν κατατεθεί και έχουν χαρακτηρισθεί ως έργα Κοινού ενδιαφέροντος, άρα χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται δηλαδή για τα μεγάλα έργα των υποθαλάσσιων καλωδίων;
Βέβαια, μιλάμε για τα υποθαλάσσια καλώδια. Σκεφτήκαμε κάτι πάρα πολύ απλό. Γιατί να πρέπει να κοιτάμε μόνο πώς θα παράξουμε ηλεκτρική ενέργεια, τη στιγμή που μπορούμε να εισάγουμε ηλεκτρική ενέργεια, η οποία παράγεται από καθαρές πηγές. Έτσι και την περιβαλλοντική μας πολιτική εξυπηρετούμε και, προφανώς, παίρνουμε ένα έτοιμο προϊόν.
Είναι η διασύνδεση με την Αίγυπτο που υπάρχουν δύο projects μέχρι στιγμής, η σύνδεση του Ισραήλ με την Κύπρο και την Ελλάδα, ένα πολύ μεγάλο έργο. Το έργο αυτό τέθηκε εν αμφιβόλω για ένα διάστημα αλλά στο τέλος θα έχουμε θετικές εξελίξεις και σε αυτό το μέτωπο.
Και πάντα πρέπει να λογαριάζουμε και τις ειδικές συνθήκες των έργων αυτών. Είναι έργα, τεχνικά, πολύ ακριβά, και έχουν και δυσκολίες πραγματικές. Θα πρέπει να ποντιστεί καλώδιο 2.000 και 2.500 χιλιομέτρων, υποθαλάσσια, με όλες τις αυξομειώσεις του βυθού και ταυτόχρονα να εγκατασταθούν και τερματικοί σταθμοί από τους οποίους να περνάει το ρεύμα, να επανεπεξεργάζεται και να περνάει από το καλώδιο πάλι προς τα έξω, γιατί έχεις τρεις χώρες στη γραμμή αυτή.
Το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι το βλέμμα προς το μέλλον μια ενιαία στρατηγική, πολιτική ενεργειακή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα κατατείνει όχι μόνο στην κοινή διαπραγμάτευση των αγορών αλλά και σε ένα, ίσως, ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο και μια κοινή προσέγγιση για το πώς ένας μεγάλο παίκτης, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση πώς τοποθετείται στο διεθνές ενεργειακό πεδίο τη στιγμή που δεν είναι παραγωγός φυσικού αερίου και πετρελαίου, στην πραγματικότητα, σε επαρκή βαθμό.
Άρα, έχουμε αυτή τη στιγμή μία μεγάλη αντίθεσή αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Οι μεν ΗΠΑ, είναι ενεργειακά αυτόνομες και εξάγουν και στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι χώρες του OPEC, δηλαδή, πρακτικά Μέση Ανατολή καθώς και η Ρωσία.
Σε αυτή τη μεγάλη αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στα δύο παραπάνω στρατόπεδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο βρίσκεται στη μέση. Εάν κατορθώσουμε να καταστούμε ενεργειακά αυτόνομοι αυτομάτως αποδυναμώνουμε τους άλλους δύο και, γιατί όχι, να πάρουμε τη θέση του ενός εκ των δύο τα επόμενα 25 χρόνια.