O πόλεμος των εμπορευμάτων χτυπάει την καρδιά της ευρωπαϊκής οικονομίας

O πόλεμος των εμπορευμάτων χτυπάει την καρδιά της ευρωπαϊκής οικονομίας

Το προχθεσινό tweet της JPMorgan, ήρθε να επισφραγίσει αυτά που λίγο πολύ όλοι γνωρίζαμε ή υποπτευόμασταν. Τι ανέφερε αυτό το tweet; Ότι σε έναν κόσμο στον οποίο έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της, η έλλειψη εμπορευμάτων και πρώτων υλών, αποδεικνύεται ότι η Κίνα έχει αρχίσει να αποθεματοποιεί εμπορεύματα ήδη από το 2019. Σήμερα η Κίνα διαθέτει το 80% των αποθεμάτων χαλκού, το 70% των καλαμποκιού, το 51% του σιταριού, το 46% της σόγιας, το 70% του αργού πετρελαίου και πάνω από το 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων αλουμινίου. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Όπως είχε αναφερθεί και στο άρθρο «Η προσπάθεια της Ρωσίας να απεξαρτηθεί από το δολάριο και η στάση της Κίνας», «μια κίνηση ματ, η οποία μπορεί όμως να σχεδιαστεί από την Κίνα και όχι από τη Ρωσία, είναι ενδεχομένως η αγορά και αποθεματοποίηση, όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων πετρελαίου, φυσικού, αερίου, πολύτιμων μετάλλων και πρώτων υλών με τη χρήση των κολοσσιαίων διαθεσίμων σε δολάρια, σε μια προσπάθεια να ριχτεί το βάρος στις «αξίες» των εμπορευμάτων αντί των νομισμάτων και δη του δολαρίου. Έτσι η Κίνα θα «απαλλαγεί» από τη δολαριακή εξάρτηση στο δρόμο προς την αποδολαριοποίηση, ενώ ταυτόχρονα θα αποκτήσει ισχύ λόγω της κυριαρχίας της στα εμπορεύματα και ειδικά στο χρυσό».

Επομένως, ο πόλεμος των εμπορευμάτων, των πρώτων υλών, των φυσικών πόρων και των βασικών αγροτικών προϊόντων ήρθε για να μείνει, αφού αποτελεί πλέον μέρος του αγώνα για την παγκόσμια οικονομική πρωτοκαθεδρία, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Δε θα αναφερθούμε στους υδρογονάνθρακες και στο ρόλο που παίζουν στο παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο, διότι έχει ανοίξει ήδη ο δρόμος για την απεξάρτηση της οικονομίας από αυτούς. Δε θα αναφερθούμε ούτε στα αγροτικά προϊόντα, διότι ναι μεν ο κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης είναι ορατός, αλλά υπάρχει η τεχνογνωσία και τα τεχνολογικά εργαλεία για να δοθούν λύσεις σε αυτό το πρόβλημα.

Εκεί που τα πράγματα είναι πιο σκούρα είναι σε συγκεκριμένες βιομηχανικές πρώτες ύλες και φυσικούς πόρους, όπως είναι το λίθιο, το κοβάλτιο, ο γραφίτης και το νικέλιο. Διότι πάνω τους στηρίζεται η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Με δεδομένο ότι οι συγκεκριμένες πρώτες ύλες είναι όλες εισαγόμενες, είναι φανερό ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανίας, εξαρτάται πλήρως από τις εισαγωγές της.

Το λίθιο, το κοβάλτιο και ο γραφίτης είναι απαραίτητα για την κατασκευή των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Ωστόσο, ο κύκλος της προμήθειας λιθίου δεν είναι τόσο απλός. Ο μεγαλύτερος παραγωγός του επεξεργασμένου λιθίου που αποτελεί την πρώτη ύλη για την κατασκευή των κυψελών των μπαταριών, είναι η Κίνα. Η Κίνα με τη σειρά της προμηθεύεται λίθιο από τις χώρες εξόρυξης του, όπως είναι η Αυστραλία, η Χιλή, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Η εξόρυξη στην Αφρική ελέγχεται από κρατικές Κινεζικές εταιρείες. Υπό τον έλεγχο κρατικών κινεζικών εταιρειών βρίσκεται και η παραγωγή κοβαλτίου στο Κονγκό, που υπερβαίνει το 70% των επιβεβαιωμένων κοιτασμάτων. Παράλληλα το 75% της παγκόσμιας εξόρυξης γραφίτη, γίνεται στην Κίνα.

Με δεδομένο ότι η ζήτηση για λίθιο, κοβάλτιο και γραφίτη, αναμένεται να είναι τουλάχιστον 4πλάσια από τις δυνατότητες εξόρυξης, λόγω των αναγκών παραγωγής μπαταριών τα επόμενα χρόνια, εγείρεται ένα τεράστιο ερωτηματικό για τον βιαστικό σχεδιασμό της ηλεκτροκίνησης. Σε συνέντευξη του στο περιοδικό Observer ήδη από το 2020, ο CEO της Toyota, Akio Toyoda, είχε αναφέρει ρητά, ότι το τρέχον επιχειρηματικό μοντέλο της αυτοκινητοβιομηχανίας θα καταρρεύσει εάν η βιομηχανία μετατοπιστεί βιαστικά προς την ηλεκτροκίνηση. Και αυτό το ανέφερε ο CEO μιας εταιρείας που επενδύει σήμερα περισσότερα από $13 δισ. στον εξηλεκτρισμό των μοντέλων της, έχοντας θέσει ως στόχο την παραγωγή 4,5 εκατ. υβριδικών οχημάτων και 1 εκατ. ηλεκτρικών οχημάτων μέχρι το 2030.

Οι δυτικές βιομηχανίες και οι μεγάλες κατασκευές έργων υποδομής, διψούν για χάλυβα, χαλκό, νικέλιο και αλουμίνιο. Δίχως αυτές τις βιομηχανικές πρώτες ύλες, οι βιομηχανίες απλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν και τα τεχνικά έργα δεν μπορούν να κατασκευαστούν. Όμως και εδώ οι χώρες εξόρυξης βρίσκονται εκτός Ευρώπης, όπως είναι η Κίνα, η Ρωσία, η Ουκρανία, οι Φιλιππίνες, η Χιλή, η Ινδονησία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, οι χώρες της Αφρικής και άλλες.

Πώς ερμηνεύεται αυτό; Ότι, όχι μόνο θα συνεχιστεί ο καλπασμός των τιμών τους, αλλά το περιβάλλον της εξόρυξης, της επεξεργασίας και του εφοδιασμού της βιομηχανίας, θα ξεπεράσει τα στενά «εμπορικά» χαρακτηριστικά, που γνωρίζαμε. Θα αποκτήσει χαρακτηριστικά επιβίωσης, τόσο για τις χώρες που τα παράγουν, όσο και για τις χώρες που τα χρησιμοποιούν. Δε θα είναι πια εμπορεύματα, αλλά εμπορικά όπλα.

Είναι φανερό ότι ο πόλεμος των εμπορευμάτων θα προσφέρει σημαντικές αποδόσεις στους επενδυτές, που θα επενδύσουν σε αυτόν τον διαφορετικό κόσμο. Ταυτόχρονα ο ίδιος αυτός ο πόλεμος, θα καταστήσει αρκετές μετοχές εταιρειών, πιο ευάλωτες, στις μεταβολές των τιμών των βασικών πρώτων υλών που χρησιμοποιούν.