Έρχονται δύο νέες αναβαθμίσεις για την Ελλάδα

Έρχονται δύο νέες αναβαθμίσεις για την Ελλάδα

Σημειώστε δύο ημερομηνίες: 8 Ιουλίου και 16 Σεπτεμβρίου. Τις ημερομηνίες αυτές οι οίκοι Fitch και Moody’ s, αντίστοιχα, έχουν προγραμματίσει τις επόμενες αξιολογήσεις του ελληνικού αξιόχρεου και αναμένεται να προχωρήσουν στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε ΒΒ+ η πρώτη και Βα2 η δεύτερη. Εναλλακτικά, η αναβάθμιση από τη Fitch θα έρθει στις 7 Οκτωβρίου που είναι η τελευταία αξιολόγηση του οίκου για φέτος (είναι ο μόνος από τους τέσσερις μεγάλους με τρεις προγραμματισμένες αξιολογήσεις της Ελλάδας μέσα στο χρόνο).

Αν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες του Liberal, τότε σύντομα η Fitch θα μας βαθμολογεί ένα σκαλοπάτι από την επενδυτική βαθμίδα και η Moody’ s δύο σκαλοπάτια από τον στόχο. Συνολικά, στο τέλος του 2022, η ελληνική οικονομία θα περιμένει μόλις μία αναβάθμιση από τρεις οίκους, την S&P, τη Fitch ή την DBRS, για να πιάσει την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το δραματικό 2010. Τότε που στις 27 Απριλίου, λίγες ημέρες μετά το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελόριζο, η S&P προχώρησε στην πρώτη υποβάθμιση της Ελλάδας σε junk και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Σε ένα λιγότερο πιθανό σενάριο, η πρώτη αναβάθμιση στο Investment grade θα μπορούσε να έρθει από τη Scope Ratings, τον ευρωπαϊκό οίκο αξιολόγησης που πρώτος αναβάθμισε τη χώρα μας τον Σεπτέμβριο του 2021 σε ΒΒ+, ένα σκαλοπάτι από την επενδυτική βαθμίδα. Το θέμα είναι ότι η Scope δεν είναι στους 4 οίκους που λαμβάνει υπόψη η ΕΚΤ για την επιλεξιμότητα των ομολόγων αν και αυτό θα μπορούσε να αλλάξει προσεχώς με τη Scope να αναγνωρίζεται από την ΕΚΤ τους επόμενους μήνες (εκκρεμεί από το 2016 η αίτηση του οίκου σε μία διαδικασία που συνήθως παίρνει χρόνια).

Θα πρόκειται για μία εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη που αναμένει με αγωνία η ελληνική οικονομία γιατί θα ξεκλειδώσει μεγάλες εισροές κυρίως μακροπρόθεσμων επενδυτικών κεφαλαίων που σήμερα δεν αγγίζουν Ελλάδα λόγω της χαμηλής αξιολόγησης. Τα επενδυτικά κεφάλαια που θα ξαναβάλουν στα ραντάρ τους την ελληνική οικονομία αφορούν τόσο τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα όσο και το χρηματιστήριο.

Δεν είναι τυχαίο που πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ανέφερε από το βήμα της Βουλής ότι παρά την αρνητική συγκυρία, «η Ελλάδα λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης, με αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις, ως αποτέλεσμα εργώδους μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, καλών δημοσιονομικών επιδόσεων, αποτελεσματικής εκδοτικής στρατηγικής και επαρκών ταμειακών διαθεσίμων».

Πληροφορίες αναφέρουν ότι τόσο στη Fitch όσο και στη Moody’ s, το κλίμα είναι ιδιαίτερα θετικό για την Ελλάδα για πολλούς λόγους. Πρώτον, η χώρα μας παρά το υψηλότερο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ευρώπη, διαθέτει το καλύτερο προφίλ χρέους, καθώς στο μεγαλύτερο ποσοστό βρίσκεται στα χέρια του «επίσημου τομέα» και έχει μεγάλη διάρκεια. Δεύτερον, έχουν γίνει αρκετές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια, αν και οι οίκοι αξιολόγησης πιστεύουν ότι μένουν πολλές ακόμη που πρέπει να εφαρμοστούν. Τρίτον, η Ελλάδα έχει βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά της, δεν ξεφεύγει από τους στόχους και διαθέτει ένα σημαντικό ταμειακό «μαξιλάρι». Τέταρτον, οι τράπεζες έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο ως προς την εξυγίανση των ισολογισμών τους και τη μείωση των κόκκινων δανείων. Πέμπτον, με την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα θα συμμετέχει στο εξής σε όλες τις πράξεις της ΕΚΤ και θα επιστρέψει πλήρως στην κανονικότητα όσον αφορά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, αφού σήμερα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης εκτός επενδυτικής βαθμίδας.

Με τις αποδόσεις των ομολόγων διεθνώς να έχουν πάρει την ανιούσα τους τελευταίους μήνες, οι ελληνικοί τίτλοι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου να βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε υψηλό 3 ετών, επιστρέφοντας στην εποχή πριν την πανδημία όταν τα ελληνικά ομόλογα δεν συμμετείχαν στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η εξέλιξη αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου στην «επενδυτική βαθμίδα».

Μπορεί η Κριστίν Λαγκάρντ να έχει διαμηνύσει ότι δεν θα επιτρέψει στα spreads να ξεφύγουν από τον έλεγχο, όμως στην παρούσα φάση το βασικό μέλημα της ΕΚΤ είναι να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Ήδη, αναλυτές της Goldman Sachs, της ING, της Citi, της Oxford Economics και της Capital Economics, εκτιμούν ότι η αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ενώ κάποιοι δεν αποκλείουν η ΕΚΤ να κάνει την έκπληξη αυξάνοντας τα επιτόκια είτε κατά 0,25% τον Ιούνιο αντί για τον Ιούλιο, είτε κατά 0,50% τον Ιούλιο αντί για 0,25%.

Οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν στο επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων και στη συνέχεια θα έρθουν και αυξήσεις στο επιτόκιο δανεισμού. Σε κάθε περίπτωση, μέσα στους επόμενους μήνες τα επιτόκια της ΕΚΤ θα πάψουν να βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος, σηματοδοτώντας το τέλος της άπλετης ρευστότητας.

Σε αυτό το σκηνικό, η ελληνική οικονομία των διαδοχικών κρίσεων, του αποκλεισμού από τις αγορές την περασμένη δεκαετία και του υπερβολικού χρέους, καλείται να βρει επενδυτές που θα χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη των επόμενων ετών. Αναμφίβολα η ύπαρξη του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μία εγγύηση, όμως η εισροή ξένων κεφαλαίων είναι καθοριστικής σημασίας. Γι’ αυτό και η επίτευξη της επενδυτική βαθμίδας στο α’ εξάμηνο του 2023 είναι ο μεγάλος στόχος.

Οι επόμενες αξιολογήσεις:

Fitch: 8 Ιουλίου – 7 Οκτωβρίου

Moody’s: 16 Σεπτεμβρίου

DBRS: 16 Σεπτεμβρίου

S&P: 21 Οκτωβρίου