Τα αμερικανικά διλήμματα για την πώληση των F-16 στην Τουρκία

Τα αμερικανικά διλήμματα για την πώληση των F-16 στην Τουρκία

Τις τελευταίες ημέρες, εγράφησαν πολλά σχετικά με την πρόθεση της διοίκησης Μπάϊντεν να φέρει ένα νομοσχέδιο στο Κογκρέσο, για να ζητήσει την έγκρισή του σχετικά με την πώληση στην Τουρκία μαχητικών αεροσκαφών F-16 (αξίας 20.000.000.000 δολλαρίων), καθώς και τον εκσυγχρονισμό άλλων 80 (ή κατ’ άλλες πληροφορίες 79) τέτοιων αεροσκαφών, που η τουρκική Πολεμική Αεροπορία διαθέτει ήδη στον στόλο της. Οι αρμόδιες επιτροπές της αμερικανικής Βουλής και της Γερουσίας έχουν χρονικό περιθώριο 30 ημερών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος για να το επεξεργαστούν και να αποφασίσουν εάν θα το εγκρίνουν.

Η συγκεκριμένη πληροφορία ανεγράφη στην εγνωσμένου κύρους εφημερίδα The Wall Street Journal, επιβεβαιώθηκε από την έγκυρη πολιτική επιθεώρηση «Politico» και αναμεταδόθηκε από το  τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu. Υπενθυμίζεται ότι η Άγκυρα είχε υποβάλει το αίτημα αυτό, τον Οκτώβριο του 2021, ενώ οι τεχνικές συζητήσεις μεταξύ των αξιωματούχων των δύο χωρών περατώθηκαν πριν από λίγες εβδομάδες. Επίσης, η συμφωνία περιλαμβάνει την πώληση στην Τουρκία και περισσοτέρων από 900 πυραύλων αέρος-αέρος, καθώς και 800 βομβών Ταυτόχρονα, έγινε λόγος για την πώληση στην Ελλάδα πολεμικών αεροσκαφών F-35, αίτημα που έχει υποβάλει η Αθήνα από τον Ιούνιο του 2022. Προφανώς, η συσχέτιση των δύο θεμάτων δεν είναι άσχετη. 

Η πληροφορία προκάλεσε την αντίδραση του επικεφαλής της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, γερουσιαστή του Νιου Τζέρσεϋ Ρόμπερτ (Μπομπ) Μενέντεζ, ο οποίος δήλωσε ότι θα επιμείνει να αντιτίθεται στην πώληση πολεμικών αεροσκαφών στην Τουρκία, έως ότου ο Τούρκος Πρόεδρος σταματήσει τις απειλές του κατά περιφερειακών συμμάχων της Αμερικής, βελτιώσει το ιστορικό του για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό – συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης των δημοσιογράφων και των πολιτικών αντιπάλων του – και αρχίσει να ενεργεί όπως αρμόζει σε έναν έμπιστο σύμμαχο. Η τελευταία αναφορά ήταν «φωτογραφική» για τον ρόλο της Τουρκίας στον ρωσσο-ουκρανικό πόλεμο. Τέλος, τόνισε ότι υποστηρίζει την πώληση στην Ελλάδα των πολεμικών αεροσκαφών F-35. 

Σημειωτέον ότι ο Μενέντεζ έχει δικαίωμα veto, όπως και ο αντιπρόεδρος της εν λόγω επιτροπής Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από το Αϊντάχο Τζιμ Ρις, καθώς και ο πρόεδρος της αντίστοιχης επιτροπής στη Βουλή των Αντιπροσώπων Μάϊκλ Μακόλ.

Εξ ίσου σφοδρή ήταν η αντίδραση και των ελληνικής καταγωγής μελών του Κογκρέσου Κρις Πάπας, Γκας Μπιλιράκης και Νικόλ Μαλλιωτάκη. Μάλιστα, ο πρώτος ήταν ιδιαιτέρως καυστικός, σημειώνοντας ότι «πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, εξέφρασα τις ανησυχίες μου στη διοίκηση Μπάϊντεν για την πιθανή πώληση στην κυβέρνηση Έρντογαν νέων μαχητικών αεροσκαφών F-16 και άλλων όπλων. Έκτοτε, η συμπεριφορά και η ρητορική της Τουρκίας έχουν αυξήσει τις ανησυχίες μου για ενδεχόμενες πωλήσεις στην Τουρκία.

Η τελευταία, όχι μόνο συνεχίζει να παραβιάζει τον Νόμο για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (CAATSA), αλλά έχει απειλήσει και με περαιτέρω παραβιάσεις του. Επιπλέον, η Τουρκία ανέστειλε αδικαιολόγητα την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, πραγματοποίησε ρεκόρ μη εξουσιοδοτημένων εισβολών με στρατιωτικά αεροσκάφη πάνω από το ελληνικό έδαφος και τον εθνικό εναέριο χώρο (σ.σ. της Ελλάδας) και απειλεί συνεχώς την Ελλάδα με πόλεμο».

Τέλος, δήλωσε απερίφραστα ότι μία ενδεχόμενη συμφωνία με την Τουρκία θα συνιστούσε κατάφορη παραβίαση των κυρώσεων του προαναφερθέντος Νόμου CAATSA, τονίζοντας ότι «μέχρι να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες που εξέφρασα και οι ανησυχίες που προέκυψαν από τις επακόλουθες τουρκικές ενέργειες, θα συνεχίσω να εργάζομαι για να αποτρέψω όπως τα F-16 ή οποιοδήποτε άλλο αμερικανικό όπλο πέσουν στα χέρια του Έρντογαν. Αυτή η πώληση δεν πρέπει να προχωρήσει και θα αντιταχθώ σε οποιοδήποτε σχετικό σχέδιο, που θα υποβληθεί ενώπιον του Κογκρέσου». 

Ο Μπιλιράκης δήλωσε εμφατικά ότι: «Η διοίκηση Μπάιντεν προσπαθεί για μία εισέτι φορά να επιβραβεύσει την Τουρκία για τη συνεχιζόμενη κακή συμπεριφορά της. Να είστε βέβαιοι, οι συνάδελφοί μου και εγώ στο Κογκρέσο θα διασφαλίσουμε ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ τέτοια πώληση». 

Είναι προφανές ότι η διοίκηση Μπάϊντεν προσπαθεί να εξασφαλίσει με κάθε τρόπο τη συναίνεση της Τουρκίας για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Έως τώρα, η Άγκυρα ακολουθεί μία παρελκυστική πολιτική. Μάλιστα, ο στενός συνεργάτης του Τούρκου Προέδρου κ. Ιμπραήμ Καλίν έκανε λόγο για μία χρονοβόρα διαδικασία, η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι και 6 μήνες, ενδεχόμενο το οποίο απορρίπτουν κατηγορηματικά στην Ουάσινγκτον. Είναι σαφές ότι η πρωτοβουλία του Λευκού Οίκου δεν είναι άσχετη με την επικείμενη επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών κ. Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ουάσινγκτον (την 18η τρέχοντος), κατά την οποία θα συναντηθεί με τον Αμερικανό ομόλογό του κ. Άντονυ Μπλίνκεν. 

Όλοι όσοι ασχολούνται με τη αμερικανική εξωτερική πολιτική γνωρίζουν ότι αυτή εδράζεται επί τριών πυλώνων, α. τον Πρόεδρο, β. το Υπουργείο Εξωτερικών (State Department) και γ. το Κογκρέσο. Ο Πρόεδρος Μπάϊντεν έχει δείξει επανειλημμένως τις διαθέσεις του έναντι του Προέδρου Έρντογαν, π.χ. έχει επιλέξει να συναντά τον Τούρκο ομόλογό του στο πλαίσιο πολυμερών διασκέψεων και όχι κατά μόνας.

Το δεύτερο τηρεί παραδοσιακά μία προσεκτική πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι των Αθηνών και της Αγκύρας, καθώς πολλά στελέχη του δεν επιθυμούν να «χαρίσουν» την Τουρκία στη Σοβ. Ένωση (παλαιότερα) και τη Ρωσσία (μετά το 1991). Αυτό συμβαίνει λόγω της σημαντικής γεωστρατηγικά θέσεως, του μεγέθους των τουρκικών Ενόπλων δυνάμεων και του μεγάλου πληθυσμού της γείτονος χώρας Μολαταύτα, ο εκπρόσωπός του State Department έχει προβεί σε 5 κατά σειράν δηλώσεις, που δεν έγιναν ευμενώς αποδεκτές στην Άγκυρα, ενώ αρνείται να επιβεβαιώσει ή να σχολιάσει προτεινόμενες αμυντικές συμβάσεις πριν από την ολοκλήρωση της επίσημης ενημέρωσης των μελών των δύο αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων. Τέλος, στο Κογκρέσο επιχειρείται να συντηρηθεί το κλίμα εναντίον της πολιτικής της Άγκυρας, το οποίο ενίσχυσε (μεταξύ άλλων) και η κοινή φωτογράφιση των προέδρων της Ρωσσίας, της Τουρκίας και του Ιράν, τον προηγούμενο χρόνο, όπως τόνισε σε tweet της η Ρεπουμπλικανή βουλευτής της Νέας Υόρκης Μαλλιωτάκη.

Είναι γνωστό ότι η Ουάσινγκτον σπανίως εφαρμόζει μία πολιτική 100-0 στις διεθνείς σχέσεις της. Υποστηρίζει μία χώρα σε ένα θέμα και βρίσκεται απέναντί της σε ένα άλλο. Αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ δύο συμμάχων. Η διοίκηση Μπάϊντεν έχει αντιταχθεί στην παρουσία των Τούρκων στη Λιβύη, καθώς και στη διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων του τουρκικού στρατού στη Συρία.

Αν και η Ουάσινγκτον συνεργάζεται με τους Τούρκους για τον περιορισμό της οικονομικής ενίσχυσης του ISIS, δεν επιθυμεί την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού. Τέλος, τα τελευταία χρόνια, οι Αμερικανοί έχουν δηλώσει σε όλους τους τόνους τη σφοδρή ενόχλησή τους για την πολιτική του Προέδρου Έρντογαν, όσον αφορά στην αγορά του ρωσσικού πυραυλικού συστήματος S-400. 

Είναι πολύ πιθανόν, οι ιθύνοντες στον Λευκό Οίκο να ελπίζουν ότι ο συσχετισμός των προαναφερθεισών πωλήσεων στην Τουρκία με τη μελλοντική προμήθεια των F-35 εκ μέρους της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας θα μετριάσει τις αντιδράσεις στα δύο νομοθετικά σώματα. Άλλωστε, ακόμη και αν η αμερικανο-τουρκική συμφωνία εγκριθεί άμεσα από το Κογκρέσο, τα πρώτα F-16 δύσκολα θα φτάσουν στην Άγκυρα πριν από το 2027-2028, όταν η Αθήνα θα έχει ολοκληρώσει την αναβάθμιση των δικών της F-16 και την παραλαβή των γαλλικών Rafale, ενώ θα προετοιμάζεται για να πάρει τα πρώτα F-35. Μολαταύτα, το κλίμα που τείνει να δημιουργηθεί δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει τις ελπίδες των αξιωματούχων του Λευκού Οίκου, επί του παρόντος.

Εάν τα μέλη του Κογκρέσου δεν πειστούν για την αναγκαιότητα της συμφωνίας μπορούν, στην καλύτερη για την Τουρκία περίπτωση, να καθυστερήσουν τη σύναψή της. Υπάρχει, όμως, και το ενδεχόμενο της ρήξης με τον Λευκό Οίκο, είναι όμως αμφίβολον κατά πόσον ο Πρόεδρος Μπάϊντεν θα την επιλέξει. Η έως τώρα μακροχρόνια θητεία του στην αμερικανική πολιτική σκηνή έχει αποδείξει ότι αυτός είναι υπέρ της συναίνεσης. Υπενθυμίζεται ότι ο Μπάϊντεν εξελέγη γερουσιαστής του Ντελάγουερ σε ηλικία μόλις 30 ετών, το 1972 και παρέμεινε στο αξίωμα αυτό μέχρι την ανάδειξή του σε αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2009.

Εν κατακλείδι, αν και θεωρείται δεδομένο ότι η Άγκυρα και προσωπικά ο Πρόεδρος Έρντογαν θα ασκήσουν κάθε δυνατή πίεση για την άμεση σύναψη της συμφωνίας, το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει δύσκολο λόγω της έως τώρα πολιτικής του Τούρκου Προέδρου. Οι Αμερικανοί είναι αμφίβολον κατά πόσον θα ήθελαν να τον ενισχύσουν εν όψει των επικείμενων εκλογών, η νίκη στις οποίες δεν είναι «ένας υγιεινός περίπατος» για τον Τούρκο Πρόεδρο. Αντιθέτως, είναι λίαν πιθανόν όπως η Ουάσινγκτον αναμένει την έκβασή τους και αποφασίσει μετά, ανάλογα με το ποιος θα βρίσκεται στην εξουσία στην Άγκυρα.

Προς τούτο, ευκταίο για την Ελλάδα θα ήταν να αποσυνδεθεί η συμφωνία για την αγορά των F-35 από τις αντίστοιχες αμερικανο-τουρκικές συμφωνίες, ενώ η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει την ανάδειξη της επιθετικότητας, του αναθεωρητισμού και της αντισυμμαχικής συμπεριφοράς της Τουρκίας σε όλα τα διεθνή fora.

 * Ο Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος είναι, νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών