Μεσούσης της εύθραυστης αποκλιμάκωσης στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου πραγματοποιήθηκε, την Πέμπτη (05/06) η τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, και τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ. Η κλήση έγινε με πρωτοβουλία του Τραμπ, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών του Πεκίνου και την πρεσβεία της Κίνας στις ΗΠΑ.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, το τηλεφώνημα πραγματοποιήθηκε καθώς οι εντάσεις μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν αυξηθεί και πάλι σχεδόν ένα μήνα μετά τη συνάντηση των δύο πλευρών στη Γενεύη και τη συμφωνία για παύση του εμπορικού πολέμου.
🇨🇳🇺🇸Chinese President Xi Jinping on Thursday held phone talks with U.S. President Donald Trump at the latter's request.#china #US pic.twitter.com/kGMnmoIn8O
— Chinese Embassy in US (@ChineseEmbinUS) June 5, 2025
Στο μεταξύ, την Τετάρτη (04/06), ο Τραμπ έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο κ. Σι ήταν «πολύ σκληρός, και εξαιρετικά σκληρός για να κάνεις μια συμφωνία».
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ κατηγόρησε το Πεκίνο ότι παραβίασε την εκεχειρία περιορίζοντας τις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών σπάνιων γαιών που χρησιμοποιούνται από μια σειρά αμερικανών κατασκευαστών, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινητοβιομηχανιών και των παραγωγών ημιαγωγών.
Οι ελλείψεις των ορυκτών, τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ισχυρών βιομηχανικών μαγνητών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακινησία ορισμένα αμερικανικά εργοστάσια. Η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά των ορυκτών και τη θεωρεί ως σημείο ασφυξίας για να κυριαρχήσει επί των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τραμπ επιθυμούσε διακαώς να συνομιλήσει με τον Σι
Στο μεταξύ, οι μετοχές άνοιξαν υψηλότερα το πρωί της Πέμπτης (05/06), καθώς οι επενδυτές ήλπιζαν ότι το τηλεφώνημα Τραμπ-Σι θα έβγαζε από το αδιέξοδο στις εμπορικές συνομιλίες των δύο χωρών. Ωστόσο, τα κέρδη γρήγορα εξανεμίστηκαν, καθώς οι έμποροι ανέμεναν λεπτομέρειες από την εν λόγω κλήση.
Το αδιέξοδο μεταξύ των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων –των οποίων οι εμπορικές σχέσεις ανέρχονταν σε σχεδόν 600 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024– επιβαρύνει το ευρύτερο δασμολογικό καθεστώς του Τραμπ, το οποίο έχει ήδη αντίκτυπο στον πραγματικό κόσμο.
Ο Τραμπ φέρεται να επιθυμεί διακαώς να μιλήσει με τον Σι, καθώς οι τεταμένες εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών φθάρθηκαν περαιτέρω την περασμένη εβδομάδα.
Ενώ η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο μείωσαν προσωρινά τους δασμούς στα αγαθά της άλλης πλευράς μετά από εποικοδομητικές συνομιλίες στην Ελβετία τον περασμένο μήνα, η προσωρινή αυτή συμφωνία απειλήθηκε έκτοτε.
Η κυβέρνηση Τραμπ κατηγόρησε δημοσίως το Πεκίνο ότι επιβραδύνει την υπόσχεσή του να εγκρίνει την εξαγωγή περισσότερων κρίσιμων ορυκτών, αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει εκφράσει βαθιά απογοήτευση για την πρόσφατη απόφαση να επιβληθούν νέοι περιορισμοί στις βίζες για Κινέζους φοιτητές. Κατηγόρησε επίσης τη διοίκηση Τραμπ ότι υπονομεύει την πρόσφατη εμπορική πρόοδο, εκδίδοντας βιομηχανική προειδοποίηση κατά της χρήσης κινεζικών ημιαγωγών.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει επίσης επιβάλει πρόσθετους περιορισμούς στις εξαγωγές τσιπ. Ο Λευκός Οίκος ισχυρίζεται ότι οι ενέργειες αυτές απαιτούνται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, αλλά το Πεκίνο τις θεωρεί τιμωρητικές.
Η συνομιλία της Πέμπτης (05/06) ήταν μόλις η δεύτερη φορά φέτος που οι δύο ηγέτες πραγματοποίησαν κατ' ιδίαν συνομιλία. Ο Τραμπ και ο Σι είχαν μιλήσει προηγουμένως στις 17 Ιανουαρίου, πριν από την ορκωμοσία του Αμερικανού προέδρου.
Η Κίνα υπήρξε πρωταρχικός στόχος των προσπαθειών του Τραμπ
Σύμφωνα με το CMBC, η Κίνα υπήρξε πρωταρχικός στόχος των προσπαθειών του Τραμπ να επιβάλει απότομους, μονομερείς δασμούς για τον διακηρυγμένο στόχο της αναπροσαρμογής των εμπορικών σχέσεων της Αμερικής με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο Τραμπ είχε αυξήσει τους γενικούς δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές στο 145% τον Απρίλιο, ακόμη και όταν μείωσε προσωρινά τους δασμούς για τις περισσότερες άλλες χώρες στο 10%. Το Πεκίνο αύξησε τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα στο 125% σε αντίποινα.
Οι δασμοί οδήγησαν ουσιαστικά σε εμπορικό εμπάργκο. Αλλά αυτό το αδιέξοδο φάνηκε να μετατοπίζεται στα μέσα Μαΐου, μετά από συνομιλίες στη Γενεύη που και οι δύο πλευρές χαρακτήρισαν επιτυχείς και παραγωγικές.