Αφίσα με τον Λουίς Μοντενέγκρο σε λεωφορείο της εκστρατείας της κεντροδεξιάς Δημοκρατικής Συμμαχίας
Πορτογαλικές εκλογές με επίδοξο ρυθμιστή την Ακροδεξιά
AP Photo/Armando Franca
AP Photo/Armando Franca
Αφίσα με τον Λουίς Μοντενέγκρο σε λεωφορείο της εκστρατείας της κεντροδεξιάς Δημοκρατικής Συμμαχίας

Πορτογαλικές εκλογές με επίδοξο ρυθμιστή την Ακροδεξιά

Μισό αιώνα από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων που έθεσε τέλος σε μία από τις μακροβιότερες δικτατορίες στην Ευρώπη, το «Νέο Κράτος» (Εστάντου Νόβου) του Σαλαζάρ Αντόνιο ντε Ολιβέιρα, η Πορτογαλία εμφανίζεται σε τροχιά να αναδείξει μία λαϊκιστική ακροδεξιά πολιτική δύναμη σε ρυθμιστή των ισορροπιών στο νέο Κοινοβούλιο που θα προκύψει από τις σημερινές πρόωρες βουλευτικές εκλογές.

Σε αντίθεση με πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ολλανδία μέχρι την Φινλανδία, η Άκρα Δεξιά είχε αποτύχει μέχρι σήμερα να ισχυροποιηθεί στην Πορτογαλία, ωστόσο οι κάλπες που στήνονται σήμερα για δεύτερη φορά σε δύο χρόνια ενδέχεται να καταδείξουν πως η «ανοσία» στον άκρατο λαϊκισμό έχει παρέλθει, και αυτό μόλις τρεις μήνες πριν τις ευρωεκλογές, στις οποίες ακροδεξιές δυνάμεις «τρέχουν» με φόρα.

Η δημοσκοπική εικόνα προδιαθέτει σε οριακή νίκη της κεντροδεξιάς δίχως αυτοδυναμία με την Άκρα Δεξιά να συγκεντρώνει ίσως και το ένα πέμπτο των ψήφων για να αναδειχθεί σε ρυθμιστικό παράγοντα του μετεκλογικού τοπίου. 

Το υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, άνω του 18%, αφήνει ωστόσο σημαντικά περιθώρια για ανακατατάξεις. Ακόμη και μεταξύ όσων δίνουν απάντηση στην πρόθεση ψήφου, μία υπολογίσιμη μειοψηφία αναφέρει ότι την τελευταία στιγμή μπορεί να αλλάξει γνώμη. Στις έρευνες που διεξήχθησαν μετά τις εκλογές του 2022, προέκυψε ότι περίπου το 15% των ψηφοφόρων αποφάσισε κυριολεκτικά πάνω από την κάπη. Η πιθανότητα να συμβεί κάτι ανάλογο ξανά είναι μεγάλη και επιτείνει την αβεβαιότητα.

Οι κάλπες στην Πορτογαλία στήνονται στη σκιά της αιφνιδιαστικής παραίτησης του Σοσιαλιστή πρωθυπουργού Αντόνιο Κόστα τον περασμένο Νοέμβριο εν μέσω έρευνας για φερόμενες παρανομίες στους χειρισμούς υπουργών και στελεχών της κυβέρνησής του αναφορικά με «πράσινα» επενδυτικά έργα. Ο ίδιος δεν κατηγορείται για κάποιο αδίκημα, ωστόσο παραιτούμενος δήλωσε ότι τα πρωθυπουργικά καθήκοντα «δεν είναι συμβατά» με οποιαδήποτε υποψία για την ακεραιότητά του. Ο Αντόνιο Κόστα παρέμεινε υπηρεσιακός πρωθυπουργός έως τις εκλογές, ενώ η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) πέρασε τον Δεκέμβριο στον 46χρονο πρώην υπουργό Υποδομών Πέδρο Νούνο Σάντος.

Στο αντίπαλο «στρατόπεδο», τα ηνία κρατά ο Λουίς Μοντενέγκρο, επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (PSD), που ηγείται της κεντροδεξιάς Δημοκρατικής Συμμαχίας (AD) που συμπεριλαμβάνει το Λαϊκό Κόμμα. (CDS/PP). Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν την κάλπη εμφανίζουν την κεντροδεξιά σε πορεία νίκης, όμως είναι αμφίβολο εάν θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία (116 έδρες στο Κοινοβούλιο). Εάν όχι, τα «φώτα» θα πέσουν στο λαϊκιστικό ακροδεξιό Chega (Αρκετά) του πρώην σχολιαστή τηλεοπτικών αγώνων Αντρέ Βεντούρα, που από το 1,3% στις κάλπες του 2019 έφθασε στο 7,3% στις κάλπες του 2002 και στην πορεία της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου «άγγιξε» στις δημοσκοπήσεις ποσοστό έως και 20%.

Πρόκειται για κόμμα που ιδρύθηκε το 2019 από «αντάρτες» του PDS και προβάλλεται ως αντισυστημικό και σηκώνει τη «σημαία» της πάταξης της διαφθοράς, σε μία χώρα όπου οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι σχεδόν όλοι οι Πορτογάλοι θεωρούν πως είναι ευρέως διαδεδομένη στην πολιτική τάξη, καθιστώντας κατ’ επέκταση το Chega «ελκυστικό» ως ψήφο απόρριψης του πολιτικού στάτους κβο. Το κόμμα έχει επιμείνει προεκλογικά ότι δεν θα στηρίξει κυβερνητικό συνασπισμό της κεντροδεξιάς εφόσον δεν μετάσχει επίσημα. Και ο Λουίς Μοντενέγκρο από πλευράς του έχει δεσμευτεί δημόσια να μην συνεργαστεί με ένα κόμμα που πρεσβεύει την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τη δημαγωγία. 

Κατά τους αναλυτές, εφόσον πράγματι η κάλπη αναδείξει πρώτη σε ψήφους την κεντροδεξιά συμμαχία αλλά δίχως αυτοδυναμία, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση του Chega.

O Λουίς Μοντενέγκρο θα προτιμήσει να συνασπιστεί με το μικρό κεντροδεξιό κόμμα Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία (IL), ακόμη και αν αυτό οδηγήσει στη συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας. Σε αυτή την περίπτωση, θα εναπόκειται στο Chega να αποφασίσει εάν θα επιχειρήσει να προκαλέσει την κατάρρευση της κυβέρνησης -κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου, ωστόσο, καθώς ο Μοντενέγκρο θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως «όπλο» κατά της ακροδεξιάς σε μία ενδεχόμενη επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση. Συνεπώς εκτιμάται ευρέως, πως το Chega θα επιχειρήσει να αφήσει την απειλή να… κρέμεται για να επηρεάσει κατά το δυνατόν τις πολιτικές της νέας κυβέρνησης.

Σε άλλη περίπτωση κατά την οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα κερδίσει τις περισσότερες ψήφους, αλλά η κεντροδεξιά συμμαχία διαθέτει τις περισσότερες έδρες για να κυβερνήσει, η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω καθώς ο Λουίς Μοντενέγκρο έχει δηλώσει ότι δεν θα επιδιώξει να ηγηθεί εφόσον οι Σοσιαλδημοκράτες δεν είναι πρώτη δύναμη, αλλά ούτε και έχει αποσαφηνίσει εάν θα επιτρέψει τη συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας υπό τους Σοσιαλιστές. Οι εσωτερικές δυναμικές στους Σοσιαλδημοκράτες τότε θα δοκιμαστούν, καθώς ο Αντρέ Βεντούρα πιθανότατα θα ασκήσει πιέσεις για την αντικατάσταση του Μοντενέγκρο από έναν ηγέτη πιο δεκτικό στο σχηματισμό δεξιάς κυβέρνησης με τη στήριξη της Ακροδεξιάς.

Η κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία (AD) προσέρχεται στην αναμέτρηση με δημοσκοπικό προβάδισμα, συγκεντρώνοντας ποσοστό 31,5% έναντι 28% για τους Σοσιαλιστές (PS). Οι τελευταίες μετρήσεις πριν την κάλπη εμφανίζουν την Ακροδεξιά στο 17,5%.

Πέραν των σκανδάλων διαφθοράς -που δεν αγγίζουν μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και πολιτικούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος- η στεγαστική κρίση, οι στάσιμοι χαμηλοί μισθοί και ένα δημόσιο σύστημα υγείας που πάσχει βρίσκονται πίσω από τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στα δύο βασικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες. Το Chega υπόσχεται να ανατρέψει την κυριαρχία των παλαιών κομμάτων και πέραν της διαφθοράς, επιστρατεύει την ίδια αντιμεταναστευτική και ξενοφοβική ρητορική που έχει «ανεβάσει» πανευρωπαϊκά τα ποσοστά της Ακροδεξιάς (παρότι η Πορτογαλία διαθέτει το δεύτερο μικρότερο ποσοστό μεταναστών στην Ευρώπη, κατά τα στοιχεία της ΕΕ) και ταυτόχρονα «μοιράζει» υποσχέσεις ότι θα μειώσει τα φορολογικά βάρη για μισθωτούς και συνταξιούχους.