Ψήφο εμπιστοσύνης πρόκειται να ζητήσει ο Πολωνός Πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ, την Τετάρτη 11 Ιουνίου. Η απόφαση επήλθε μετά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές και την ήττα του υποστηριζόμενου του Ραφάλ Τρασκόφκι από τον φιλοτραμπικό Κάρολ Ναβρόσκι, πρόεδρο του εθνικιστικού κόμματος Νόμος Και Δικαιοσύνη (PiS), ο οποίος συγκέντρωσε το 50,89% των ψήφων.
Απτόητος ο Τουσκ δήλωσε ότι οι προεδρικές εκλογές «δεν άλλαξαν και δεν θα αλλάξουν τίποτα», τονίζοντας ότι η κυβέρνησή του έχει ήδη εμπειρία στην αντιμετώπιση ενός μη συνεργάσιμου προέδρου και ότι υπάρχει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση αυτού του σεναρίου.
Ο Τουσκ εξέφρασε την προθυμία του να συνεργαστεί με τον Ναβρότσκι, αν εν τέλει αποδειχθεί συνεργάσιμος, αλλά δήλωσε ότι θα ήταν «θετική έκπληξη» αν αυτό συνέβαινε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σημερινός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα έχει ήδη χρησιμοποιήσει το δικαίωμα βέτο του για να ματαιώσει τις νομοθετικές προσπάθειες του Τουσκ.
Ο επικεφαλής του PiS Γιάροσλαβ Κατσίνσκι από την πλευρά του εκτίμησε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών αποτελεί «κόκκινη κάρτα» για την κυβέρνηση και ζήτησε τον σχηματισμό «μη πολιτικής, τεχνοκρατικής κυβέρνησης», την ώρα που οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στην Πολωνία είναι προγραμματισμένες για το 2027.
Ο ίδιος ο Ναβρότσκι, που συγκαταλέγει μεταξύ των συμμάχων του τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει την προεδρία για να εμποδίσει την εσωτερική ατζέντα του Τουσκ.
Η επιτυχία του εθνικιστή υποψηφίου έρχεται σε αντίθεση με τη φιλοευρωπαϊκή δέσμευση της Πολωνίας υπό τον Τουσκ και τη στήριξή της στην Ουκρανία. Επιπλέον δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσον η κυβέρνηση Τουσκ μπορεί να σημειώσει ουσιαστική πρόοδο στη μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης, στην αποκατάσταση του κράτους δικαίου ή σε καυτά ζητήματα, όπως η έγκριση των συμφώνων συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ή η χαλάρωση των αυστηρών κανόνων της Πολωνίας για τις αμβλώσεις.