Οι ενεργειακές κυρώσεις δεν σώζουν την Ουκρανία και δεν βλάπτουν (προς το παρόν) τη Ρωσία

Οι ενεργειακές κυρώσεις δεν σώζουν την Ουκρανία και δεν βλάπτουν (προς το παρόν) τη Ρωσία

Το Άρθρο 41 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ προβλέπει ποια μη στρατιωτικά μέτρα μπορούν τα μέλη του Οργανισμού να λάβουν σε βάρος κράτους που απειλεί, διαταράσσει την ειρήνη ή προβαίνει σε επιθετική ενέργεια. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται οι οικονομικές κυρώσεις.

Φυσικά, με τη Ρωσία μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν υπάρχει περίπτωση το όργανο αυτό να αποφασίσει τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό δεν εμποδίζει κράτη ή περιφερειακούς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, να λάβουν αφ’ εαυτών μέτρα που κρίνουν πρόσφορα.

Στο πνεύμα αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ και σειρά άλλων φιλοδυτικών χωρών έχουν προχωρήσει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Η αρχή είχε γίνει, σε περιορισμένη κλίμακα, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, τον Φεβρουάριο του 2014. Οι κυρώσεις εντάθηκαν μετά την εισβολή του φετινού Φεβρουαρίου.

Η στόχευση των κυρώσεων ήταν να μειωθούν όσο το δυνατόν δραστικότερα τα έσοδα από το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Ρωσίας, δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα, και, με τον τρόπο αυτό να πληγεί η δυνατότητα του Κρεμλίνου να χρηματοδοτεί τον ακήρυκτο πλην ανελέητο πόλεμο που διεξάγει σε βάρος της Ουκρανίας.

Τρεις μήνες μετά, είναι αμφίβολο κατά πόσον οι δυτικές κυρώσεις στο πεδίο της ενέργειας έχουν προωθήσει τους αρχικούς στόχους:

Πρώτον, διαπιστώθηκε η προθυμία σημαντικών κρατών να απορροφήσουν μεγαλύτερο όγκο ρωσικών εξαγωγών ενέργειας (ιδίως η Κίνα και η Ινδία, αλλά σιωπηρά και η Τουρκία).

Δεύτερον, και κυριότερο, οι κυρώσεις συνέβαλαν σε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των διεθνών τιμών στα ορυκτά καύσιμα, με αποτέλεσμα, ακόμα και με μειωμένες εξαγωγές, η Μόσχα να κερδίζει περισσότερα. Πράγματι, σύμφωνα με το CNN, τους δύο πρώτους μήνες μετά την εφαρμογή κυρώσεων, τα ρωσικά έσοδα ήταν διπλάσια από εκείνα της αντίστοιχης περιόδου πέρσι (κάπου 47 δισ. δολάρια).

Τρίτον, η άνοδος των τιμών παρέχει στο Κρεμλίνο την άνεση να περικόπτει το ίδιο εξαγωγές προς δυτικά κράτη (ένα είδος ενεργειακού lock-out) και να δημιουργεί πρόσθετη ένταση μεταξύ εταίρων της ΕΕ και συμμάχων του ΝΑΤΟ.

Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένων κυρώσεων σε βάρος δύναμης κάποιου μεγέθους – με την έννοια ότι άρκεσαν να μεταστρέψουν την πολιτική της προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

Ακόμα και για το αισιόδοξο σενάριο της επιτυχημένης πρώτης φοράς, οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας θα αποδώσουν σε βάθος χρόνου και υπό τον όρο ότι θα αφορούν το φυσικό αέριο που εξάγεται μέσω αγωγών: Εδώ, πράγματι, η ΕΕ κατέχει τη μερίδα του λέοντος στις ρωσικές εξαγωγές και στο υπάρχον δίκτυο αγωγών.

Μέχρι τότε, όμως, δηλαδή τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022, η πολεμική μηχανή του Πούτιν, έστω και με λιγότερα ηλεκτρονικά εξαρτήματα και με περισσότερο κανιβαλισμό υπάρχοντος εξοπλισμού, είναι πολύ πιθανό να έχει κατακτήσει την ανατολική και μεγάλο μέρος της νότιας Ουκρανίας.

Αναρωτιέται κανείς, λοιπόν, ποιο είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα της πολιτικής των δυτικών έναντι της Ρωσίας. Αν είναι η μακροπρόθεσμη οικονομική εξουθένωσή της, τότε, και υπό τον όρο ότι οι κυρώσεις θα διαρκέσουν επί μακρόν, έχει κάποιο νόημα. Αλλά αυτή η γραμμή ελάχιστα θα βοηθούσε την Ουκρανία να αποφύγει νέες απώλειες.

Αν ο στόχος είναι η στέρηση αναγκαίων πόρων για τη χρηματοδότηση του πολέμου το ταχύτερο δυνατό, μέσω της δραστικής περικοπής των ρωσικών εσόδων από την πώληση ενέργειας, τότε οι κυρώσεις δεν αποδίδουν.

Ο μόνος ασφαλής τρόπος για να στραγγίσει το ταμείο του Πούτιν είναι η μείωση των διεθνών τιμών των καυσίμων. Τη μέθοδο αυτή είχε προωθήσει με επιτυχία η προεδρία του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρά την ουσιαστική απώλεια, τότε, του ιρανικού πετρελαίου. Το αποτέλεσμα ήταν να γονατίσει η σοβιετική οικονομία.

H μείωση των τιμών θα μπορούσε να επέλθει ως αποτέλεσμα (α) μικρότερης ζήτησης, ενδεχομένως συνεπεία παγκόσμιας ύφεσης· και (β) αυξημένης προσφοράς από τις χώρες του OPEC, όπως διαφαίνεται, αλλά και ως αποτέλεσμα μιας νέας συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Στο τελευταίο ενδεχόμενο αντιδρά το Ισραήλ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στάση των ΗΠΑ.

Ελλείψει τόλμης και φαντασίας, η πολιτική των ενεργειακών κυρώσεων μοιάζει να εξελίσσεται σε κλασική περίπτωση που τα μέσα καταστρέφουν τον σκοπό. Όσο, όμως, η Δύση επιμένει να πολεμά «μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό», έχει χρέος να κάνει κάτι περισσότερο, ευφυέστερο και αποδοτικότερο για 45 εκατομμύρια Ευρωπαίους, που εξακολουθούν να δίνουν βάση στις επαγγελίες της.

*Ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ψυχρός Πόλεμος (εκδόσεις ΕΑΠ, 2021)