Ισχυρή στρατιωτική συγκέντρωση στην Καραϊβική, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις κατά ναρκο-καρτέλ, πράκτορες της CIA εν δράσει στο Καράκας και το Πεντάγωνο να καταρτίζει στρατιωτικές επιλογές, που περιλαμβάνουν ακόμη και χτυπήματα στο εσωτερικό της Βενεζουέλας. Θα φθάσει ο Ντόναλντ Τραμπ έως την ανατροπή του επικηρυγμένου με 50 εκατ. δολάρια Νικολάς Μαδούρο;
Έχοντας κόψει κάθε διπλωματικό δίαυλο με το Καράκας και αποκρούοντας απόπειρες του Μαδούρο να τον δελεάσει-κατευνάσει προσφέροντας σε αμερικανικές εταιρείες πρόσβαση σε πετρελαϊκά κοιτάσματα και χρυσωρυχεία, ο Τραμπ κλιμακώνει στο μέγιστο την πίεση προς το καθεστώς του διαδόχου Τσάβες εγκρίνοντας «μυστικές και δυνητικά θανατηφόρες» επιχειρήσεις της CIA στη Βενεζουέλα, ενώ παράλληλα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να διατάξει στρατιωτικά πλήγματα επί του εδάφους του κράτους της Λατινικής Αμερικής.
Η επιβεβαίωση Τραμπ ότι εξουσιοδότησε επιχειρήσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στο εσωτερικό της Βενεζουέλας και ευρύτερα στην Καραϊβική -ανοιχτή παραδοχή σχετικά με τη δράση της CIA που δεν είθισται να βγαίνει από τα χείλη Αμερικανού προέδρου- ήλθε λίγες ώρες έπειτα από τη σχετική αποκάλυψη σε ρεπορτάζ των New York Times και τη στιγμή που οι επιτελείς του Στρατού φέρονται να καταρτίζουν παράλληλα σχέδια δράσης, τα οποία θα θέσουν ενώπιον του προέδρου προς έγκριση.
«Εξουσιοδότησα τη CIA για δύο λόγους», είπε ο Τραμπ: «Πρώτον, γιατί έχουν αδειάσει τις φυλακές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και δεύτερον, λόγω των ναρκωτικών, έχουμε πάρα πολλά ναρκωτικά που έρχονται από τη Βενεζουέλα». Ερωτηθείς, εάν η CIA έχει εξουσιοδοτηθεί να αναλάβει δράση εναντίον του ίδιου του Νικολάς Μαδούρο, ο Τραμπ απέφυγε να απαντήσει. Ωστόσο, σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο, αξιωματούχοι της διακυβέρνησης Τραμπ όταν μιλούν ανωνύμως είναι ξεκάθαροι πως το τελικό ζητούμενο είναι η ανατροπή του Μαδούρο, τον οποίο οι ΗΠΑ έχουν επικηρύξει με 50 εκατ. δολάρια, κατηγορώντας τον επίσημα από το 2020 για διακίνηση ναρκωτικών και «ναρκο-τρομοκρατία».
Η εντολή του Τραμπ προς τη CIA ερμηνεύεται ως το τελευταίο βήμα σε μια στρατηγική που έχει καταρτιστεί στον Λευκό Οίκο και φέρει τις υπογραφές του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Μάρκο Ρούμπιο, και του αρχηγού της CIA Τζον Ράτκλιφ, ο οποίος και διαμηνύει πως επί δικής του ηγεσίας η Υπηρεσία θα είναι πιο επιθετική και λιγότερο επιφυλακτική, «πιο έτοιμη» για μυστικές επιχειρήσεις όταν το ζητήσει ο πρόεδρος - «πηγαίνοντας εκεί όπου κανείς άλλος δεν μπορεί να πάει και κάνοντας πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει».
Η στρατιωτική συγκέντρωση στην Καραϊβική είναι πρωτοφανής, με στόχο -τυπικά- την καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών: Δέκα χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες, οι περισσότεροι σε βάσεις στο Πουέρτο Ρίκο, οκτώ πολεμικά πλοία επιφανείας, ένα υποβρύχιο, μαχητικά F-35 και ένα σημαντικό σώμα πεζοναυτών σε αμφίβια αποβατικά βρίσκονται στην Καραϊβική. Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν χτυπηθεί πέντε σκάφη που φέρεται να μετέφεραν ναρκωτικά και έχουν σκοτωθεί 27 άτομα πληρώματος, «ναρκο-τρομοκράτες» σύμφωνα με τον Τραμπ, ο οποίος έναντι ενστάσεων που εκφράζονται στο Κογκρέσο για το είδος των επιχειρήσεων δηλώνει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται πλέον «σε ένοπλη σύγκρουση» με τα καρτέλ. Σε αυτό το κλίμα, πρόσφατα τρία βομβαρδιστικά B-52 πέταξαν σε απόσταση μόλις 220 χιλιομέτρων από το Καράκας.
Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε χθες, ταυτόχρονα με την επιβεβαίωση της εντολής του προς την CIA, πως«έχουμε σχεδόν σταματήσει το λαθρεμπόριο διά θαλάσσης και τώρα θα το σταματήσουμε και στη στεριά». Η στρατιωτική συγκέντρωση, η εντολή στη CIA και τα σενάρια για πλήγματα επί του εδάφους συνιστούν δραματική κλιμάκωση της πίεσης της Ουάσινγκτον προς τον Μαδούρο, ο οποίος έχοντας «ενταφιάσει» σε έντεκα χρόνια εξουσίας το Κράτος Δικαίου και την οικονομία της Βενεζουέλας, βρέθηκε πέρυσι τον Ιούλιο απέναντι στη μεγαλύτερη δοκιμασία του στο εσωτερικό.
Σε μία δίκαιη και ελεύθερη προεδρική αναμέτρηση, η επικεφαλής της αντιπολίτευσης και τιμηθείσα με το Νόμπελ Ειρήνης Μαρία Κορίνα Ματσάδο θα τον «συνέθλιβε», εξ ου και εκείνος μερίμνησε εγκαίρως να την αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια με κατηγορίες περί διαφθοράς, απειλώντας παράλληλα με «λουτρό αίματος» και «εμφύλιο». Παρά τον αποκλεισμό της Ματσάδο, η αντιπολίτευση, ενωμένη για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια, προώθησε την υποψηφιότητα του πρώην διπλωμάτη Εντμούντο Γκονζάλες Ουρούτια, με τη δέσμευση να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου, τους θεσμούς, την κατεστραμμένη οικονομία και τις σχέσεις της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δυτικές δημοκρατίες που ο Μαδούρο είχε «αποκηρύξει» προσεγγίζοντας Κίνα, Ρωσία και Ιράν.
Εν τέλει, το καθεστώς Μαδούρο ανακοίνωσε νίκη με ποσοστό περίπου 51%, έναντι 44-45% του αντιπολιτευόμενου Εντμούντο Γκονζάλες Ουρούτια. Η αντιπολίτευση κατήγγειλε εκτεταμένη νοθεία, υποστηρίζοντας ότι διαθέτει τα πρωτότυπα πρακτικά ψηφοφορίας που αποδεικνύουν καθαρή επικράτηση του Γκονζάλες με ποσοστό άνω του 65%. Το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο, ελεγχόμενο από την κυβέρνηση, αρνήθηκε να δημοσιεύσει τα αναλυτικά αποτελέσματα ανά εκλογικό κέντρο, επικαλούμενο «κυβερνοεπίθεση» στο σύστημα μετάδοσης, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την «επανεκλογή» του Μαδούρο παρά τις διεθνείς αντιδράσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής κατήγγειλαν έλλειψη διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Η προηγούμενη επανεκλογή Μαδούρο, το 2018, που συνοδεύτηκε επίσης από καταγγελίες νοθείας και τον μποϊκοτάζ της αντιπολίτευσης, έφερε καταιγισμό αμερικανικών κυρώσεων -μεταξύ αυτών και το πετρελαϊκό εμπάργκο- και δεν αναγνωρίστηκε από 60 κυβερνήσεις. Η χώρα βίωσε τη μεγαλύτερη έξοδο πληθυσμού στη σύγχρονη ιστορία της Λατινικής Αμερικής: σχεδόν 7,8 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Βενεζουέλα μέσα σε μία δεκαετία. Κατά τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, το 20% του πληθυσμού της χώρας με τα μεγαλύτερα εκτιμώμενα αποθέματα αργού πετρελαίου στον κόσμο έχει μεταναστεύσει από το 2014 για να γλιτώσει από έναν συνδυασμό καταπίεσης, ανεξέλεγκτης διαφθοράς και ανεξέλεγκτης βίας, πολέμου των συμμοριών, φτωχοποίησης και εκτίναξης του πληθωρισμού, καθώς και ελλείψεων σε τρόφιμα, φάρμακα και βασικές υπηρεσίες.
Αφιερώνοντας το Νόμπελ Ειρήνης που απέσπασε η ίδια στον Τραμπ, η Μαρία Κορίνα Ματσάδο σε συνέντευξή της στο CNN και την Κριστιάν Αμανπούρ κατήγγειλε τον Μαδούρο ως επικεφαλής μιας «εγκληματικής ναρκο-τρομοκρατικής δομής», λέγοντας ότι το καθεστώς χρηματοδοτείται «μέσω διακίνησης ναρκωτικών, χρυσού, όπλων, ακόμη και εμπορίας ανθρώπων» και ότι η Βενεζουέλα έχει μετατραπεί σε «καταφύγιο τρομοκρατικών οργανώσεων», και ζήτησε «τη βοήθεια του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών για να σταματήσουμε αυτόν τον πόλεμο, γιατί αφορά ανθρώπινες ζωές».
Κατηγορούμενη από το καθεστώς Μαδούρο για «τρομοκρατία» και «συνωμοσία» με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης, μετά τις κάλπες του 2024 και την κλιμάκωση των διώξεων, η ηγέτιδα της αντιπολίτευσης κρύβεται, μετακινούμενη συνεχώς και εμφανιζόμενη σπάνια δημόσια, καθώς, όπως η ίδια δηλώνει, φοβάται για τη ζωή της αλλά παραμένει αποφασισμένη να συνεχίσει τον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.
Ο Νικολάς Μαδούρο από την πλευρά του -ο οποίος χαρακτηρίζει την Ματσάδο «δαιμονική μάγισσα»- επιτέθηκε κατά της CIA και των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς να απαντήσει ευθέως στις δηλώσεις Τραμπ. «Πόσο ακόμη θα συνεχίσει η CIA με τα πραξικοπήματά της; Η Λατινική Αμερική δεν τα θέλει, δεν τα χρειάζεται και τα απορρίπτει», είπε. «Όχι σε αλλαγές καθεστώτος που μας θυμίζουν τους αποτυχημένους αιώνιους πολέμους σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη. Όχι στα πραξικοπήματα της CIA που μας θυμίζουν τους 30.000 εξαφανισμένους», συνέχισε αναφερόμενος στη στρατιωτική δικτατορία στην Αργεντινή.
Παράλληλα, οι New York Times αποκάλυψαν ότι η κυβέρνηση Μαδούρο είχε επιχειρήσει προ μηνών να «δελεάσει» την Ουάσινγκτον προσφέροντας σε αμερικανικές εταιρείες πρόσβαση σε πετρελαϊκά κοιτάσματα και χρυσωρυχεία, ακόμη και με πρόταση να ανακατευθυνθούν εξαγωγές από την Κίνα προς τις ΗΠΑ. Προσέφερε ακόμη τον περιορισμό συμφωνιών με Ιράν, Ρωσία και Κίνα. Η πρόταση απορρίφθηκε.
Η αντιπαράθεση έχει μεταφερθεί πλέον όμως και στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο Κογκρέσο, βουλευτές και γερουσιαστές τόσο των Δημοκρατικών, όσο και των Ρεπουμπλικανών αλλά πιο χαμηλόφωνα, έχουν εκφράσει έντονο προβληματισμό ότι οι επιχειρήσεις του αμερικανικού στρατού στην Καραϊβική, με στόχο σκάφη που φέρονται να μετέφεραν ναρκωτικά από τη Βενεζουέλα ή την Κολομβία, ισοδυναμούν με εξωδικαστικές εκτελέσεις. Η κριτική εστιάζει στο ότι οι επιθέσεις γίνονται χωρίς δικαστικό έλεγχο και χωρίς σύλληψη υπόπτων, το Πεντάγωνο συχνά δεν μπορεί να ταυτοποιήσει ποιοι ακριβώς επιβαίνουν στα πλοία πριν τα πλήγματα, καθώς και στο ότι η κυβέρνηση Τραμπ βάσισε τις επιχειρήσεις σε μια νέα νομική γνωμοδότηση που χαρακτηρίζει τα καρτέλ «unlawful combatants», ώστε να δικαιολογηθεί η χρήση θανατηφόρας βίας. Ορισμένοι γερουσιαστές προειδοποιούν ότι οι ΗΠΑ «ολισθαίνουν σε ανοιχτή σύγκρουση χωρίς διαφάνεια, έλεγχο και δικλείδες ασφαλείας».