Οι σφοδρές ρωσικές επιδρομές στην Ουκρανία, με εκατοντάδες drones σε συνδυασμό με τους πιο επικίνδυνους και δύσκολους στην αναχαίτισή τους βαλλιστικούς πυραύλους, γίνονται πλέον ο κανόνας και ο Ντόναλντ Τραμπ φθάνει στη συνειδητοποίηση ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θέλει πόλεμο και όχι ειρήνη, όπως ο Αμερικανός πρόεδρος επίμονα υποστήριζε στην πρεμιέρα της δεύτερης θητείας του. Το ερώτημα όμως είναι τι θα πράξει έναντι της Ρωσίας και αν η διαφαινόμενη αυτή στροφή του Τραμπ έχει χαρακτήρα στρατηγικής επιλογής ή πρόσκαιρου ελιγμού.
Εν μέσω των σφοδρότερων αεροπορικών επιθέσεων της Ρωσίας στην ουκρανική επικράτεια από την έναρξη του πολέμου και με το Κρεμλίνο να επιβεβαιώνει ότι δεν προτίθεται να διαπραγματευτεί τίποτε λιγότερο από την πλήρη υποταγή και συνθηκολόγηση του Κιέβου, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται να έχει πλέον χάσει την υπομονή του, προχωρώντας στις πιο επιθετικές δηλώσεις κατά του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν μέχρι σήμερα, χωρίς πλέον να εξισώνει θύτη και θύμα στην ίδια πρόταση.
Επί του πρακτέου, ο Τραμπ ανέτρεψε την αναστολή στις -εγκεκριμένες επί προεδρίας Μπάιντεν- παραδόσεις όπλων και πυρομαχικών προς την Ουκρανία, οι οποίες είχαν παρακρατηθεί στα σύνορα με την Πολωνία μετά από την αιφνίδια απόφαση του Πενταγώνου την περασμένη εβδομάδα. Απόφαση για την οποία, όπως προκύπτει, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε ενημερωθεί εγκαίρως, πριν ο υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, δώσει τη σχετική έγκριση.
Το επεισόδιο αναδεικνύει τις συχνά χαοτικές διαδικασίες στη χάραξη πολιτικής και λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ιδίως υπό την ηγεσία του Χέγκσεθ στο υπουργείο Άμυνας. Ήταν η δεύτερη φορά φέτος που ο Χέγκσεθ αποφάσισε να σταματήσει τη ροή αμερικανικών όπλων προς την Ουκρανία, αιφνιδιάζοντας ανώτερους αξιωματούχους εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται ο αμερικανικός Τύπος. Ούτε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, που διατελεί και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, ούτε και ο ειδικός απεσταλμένος για την Ουκρανία Κιθ Κέλογκ γνώριζαν για την απόφαση.
Έχοντας δηλώσει δημόσια ότι είναι άκρως απογοητευμένος με τον Ρώσο πρόεδρο και πως οι δηλώσεις και οι διαβεβαιώσεις του τελευταίου είναι ανούσιες και κενές περιεχομένου -ή άλλως «we get a lot of bullshit by Putin»-, ο Τραμπ προαναγγέλλει την αποστολή περισσότερων όπλων για την άμυνα της Ουκρανίας και αποκλειστικές πληροφορίες της Wall Street Journal τον εμφανίζουν να εξετάζει, μεταξύ αυτών, και την προμήθεια άλλης μιας συστοιχίας του συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας Patriot.
Εφόσον αυτό συμβεί, θα είναι η πρώτη φορά που θα εγκρίνει ο Ντόναλντ Τραμπ την παράδοση σημαντικού οπλικού συστήματος πέραν των όσων είχαν εγκριθεί επί προεδρίας του Τζο Μπάιντεν, με το Κίεβο από πλευράς του να δηλώνει μεν ευγνώμων για την αλλαγή στάσης Τραμπ, αλλά να επαναλαμβάνει πως είναι πολύ μεγαλύτερες οι ανάγκες του για την αεράμυνα μπροστά στα κύματα επιδρομών της Ρωσίας.
Η Μόσχα αποφεύγει να τοποθετηθεί επί της πρόθεσης Τραμπ για αποστολή οπλισμού λέγοντας ότι είναι αντιφατικές οι πληροφορίες που φθάνουν από τις ΗΠΑ, ενώ υποβαθμίζει και την αλλαγή τόνου του Αμερικανού προέδρου για τον Πούτιν με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, να λέει λίγο-πολύ πως είναι γνωστός ο τρόπος που μιλά ο Ντόναλντ Τραμπ, η Μόσχα δεν ανησυχεί και συνεχίζει το διάλογο με την Ουάσινγκτον. Όπως επίσης το Κρεμλίνο αφήνει να εννοηθεί ότι είναι «fake news» το αποκλειστικό δημοσίευμα του CNN που έκανε χθες το γύρο του κόσμου και βάσει του οποίου ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δηλώσει σε «κλειστή» συνάντηση με δωρητές, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του 2024, πως σε επικοινωνία με τον Πούτιν τον είχε προειδοποιήσει ότι «θα βομβάρδιζε» τη Μόσχα σε περίπτωση επίθεσης στην Ουκρανία. Ανάλογη προειδοποίηση, κατά τα λεγόμενα Τραμπ στους δωρητές, είχε απευθύνει στον Σι Τζινπίνγκ για το ενδεχόμενο κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν, σύμφωνα με τα ηχητικά αποσπάσματα που επικαλείται το CNN.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Μπομπ Γούντγουορντ, «War», που κυκλοφόρησε το 2024, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχαν έως και επτά ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες μετά την αποχώρηση του πρώτου από τον Λευκό Οίκο το 2021. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αμφισβητείται από τον κύκλο Τραμπ και βασίζεται σε ανώνυμες πηγές. Το CNN δεν αναφέρεται στην ημερομηνία της φερόμενης προειδοποίησης περί «βομβαρδισμού» της Μόσχας. Η Washington Post είχε αποκαλύψει ότι ο Τραμπ είχε συνομιλήσει τηλεφωνικά με τον Πούτιν τον περασμένο Νοέμβριο -μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές, αλλά πριν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο- και τον είχε προειδοποιήσει να μην κλιμακώσει την κατάσταση στην Ουκρανία. Το Κρεμλίνο απέρριψε τότε τις αναφορές για το τηλεφώνημα ως «αποκύημα φαντασίας». Η πρώτη επιβεβαιωμένη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγετών επί δεύτερης θητείας Τραμπ πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου.
Έκτοτε έχουν επικοινωνήσει συνολικά έξι φορές, αλλά οι συνομιλίες δεν μετουσιώθηκαν σε βήματα προς μία κατάπαυση του πυρός και τη λήξη του πολέμου που ο Τραμπ διακήρρυτε ότι θα τερμάτιζε σε μία ημέρα - και αυτό παρότι είχε συναινέσει εκ προοιμίου σε πολλά από τα αιτήματα της Ρωσίας. Της τελευταίας επικοινωνίας στις αρχές Ιουλίου διαδέχθηκε δε ο σφοδρότερος αεροπορικός βομβαρδισμός του Κιέβου από την έναρξη του πολέμου και έκτοτε η Μόσχα κλιμακώνει διαρκώς τις επιδρομές, ενώ παράλληλα εντείνει τις χερσαίες επιχειρήσεις στο ανατολικό μέτωπο.
Το έτερο κρίσμο ερώτημα είναι εάν αυτή τη φορά ο πρόεδρος Τραμπ θα προχωρήσει όντως στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, ενδεχόμενο το οποίο άφησε ανοιχτό μιλώντας στους δημοσιογράφους. Το σχετικό νομοσχέδιο βρίσκεται ήδη στο «τραπέζι» φέροντας την υπογραφή του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκρέιαμ και προβλέπει την επιβολή δασμών ύψους 500% στις χώρες που συναλλάσσονται με τη Ρωσία στοχεύοντας να πλήξει ιδιαίτερα τον πετρελαϊκό τομέα. Το νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας έχει δικομματική υποστήριξη από πάνω από τα δύο τρίτα των γερουσιαστών.
Ο Τραμπ έχει προειδοποιήσει αρκετές φορές με κυρώσεις τη Ρωσία, αλλά μέχρι στιγμής αυτό δεν έχει γίνει πράξη και αρκετοί αναλυτές αμφιβάλλουν εάν και τώρα θα κινηθεί προς την επιβολή τους παρά τις συντονισμένες πιέσεις από πλευράς Κιέβου και Ευρώπης. Τον Ιούνιο, δήλωσε ότι οι κυρώσεις «κοστίζουν πολλά χρήματα», λέγοντας επίσης πως θα λειτουργήσουν αντιπαραγωγικά στο πεδίο της διπλωματίας και θα περιμένει να δει εάν θα προχωρήσει μία συμφωνία για κατάπαυση του πυρός. Εκεχειρία την οποία ο ίδιος έχει εισηγηθεί, το Κίεβο έχει αποδεχθεί άνευ όρων, αλλά ο Βλαντιμίρ Πούτιν κωλυσιεργεί προσποιούμενος ότι διαπραγματεύεται. Την πάγια αυτή ρωσική τακτική ο Τραμπ είναι πλέον δύσκολο να αγνοήσει, ενώ την ίδια στιγμή έχει εμφανώς βελτιωθεί η θυελλώδης σχέση του με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Δύο γύροι συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη επιβεβαίωσαν το αδιέξοδο και την επιμονή του Κρεμλίνου σε όρους που είναι αδύνατον για το Κίεβο να αποδεχθεί, ενώ δεν υπάρχουν άλλες προγραμματισμένες συναντήσεις. Την εικόνα έδωσε καθαρά χθες ο Γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, λέγοντας από το βήμα της Μπούντεσταγκ ότι «τα διπλωματικά μέσα για τον τερματισμό του πολέμου έχουν εξαντληθεί», και δεσμεύτηκε να παραμείνει η Γερμανία στην πρώτη γραμμή της στήριξης του Κιέβου. Ο Μερτς έχει προτείνει να αγοράσει η Γερμανία συστήματα Patriot από τις ΗΠΑ για να τα διαθέσει στην Ουκρανία.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δείξει επανειλημμένα ότι αρέσκεται να εμφανίζεται απρόβλεπτος στη διεθνή σκηνή, εφαρμόζοντας τη λεγόμενη «madman theory». Παρά τα κατά καιρούς σκληρά του λόγια για τον Πούτιν, οι ανακοινώσεις του μετά από τηλεφωνικές συνομιλίες τους δεν έχουν δείξει ότι έχει πράγματι ασκήσει πίεση στον Ρώσο πρόεδρο για κατάπαυση του πυρός ή για περιορισμό των ρωσικών αντιποίνων στις ουκρανικές επιθέσεις.
Είναι πιθανό, κατά τον διπλωματικό αναλυτή Άαρον Μπλέικ του CNN, οι τελευταίες δημόσιες δηλώσεις του Τραμπ να αποτελούν μια προσπάθεια άσκησης πίεσης στον Πούτιν, παρά να σηματοδοτούν μια ουσιαστική αλλαγή πολιτικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει, έστω ακόμη, δεσμευτεί σε νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, παρά τη δικομματική στήριξη που αυτό έχει στη Γερουσία. Αν ήθελε πραγματικά να αποστασιοποιηθεί από τον Πούτιν, θα είχε ήδη ενεργοποιήσει ήδη αυτή την επιλογή. Θα μπορούσε συνεπώς να ακολουθεί τώρα μία στρατηγική ως μέσο πίεσης και έπειτα να «μαλακώσει».
Από την άλλη, η άσκηση σκληρής κριτικής προσωπικά στον Πούτιν είναι ένα «χαρτί» που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εμφανιστεί πολύ διστακτικός να «παίξει». Η μοναδική εξαίρεση ήταν λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, όταν χαρακτήρισε την εισβολή «αποτρόπαια» - μια δήλωση που ερμηνεύτηκε ως «πολιτική διόρθωση» μετά τις αντιδράσεις για τα θετικά του σχόλια περί «ευφυΐας» του Πούτιν.
Το ερώτημα είναι αν η σημερινή αλλαγή στάσης του θα αποδειχθεί εξίσου εφήμερη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Τραμπ συνειδητοποιεί πως οι στόχοι του στην Ουκρανία δεν συμβαδίζουν με εκείνους του Πούτιν. Για τον Τραμπ, σημασία έχει η «νίκη» - μια ειρηνευτική συμφωνία, ανεξαρτήτως των όρων της, ακόμα και αν αυτή συνεπάγεται μεγάλες παραχωρήσεις από την Ουκρανία. Ωστόσο, ο Πούτιν δεν έχει δείξει διάθεση για συμβιβασμό, παρά μόνο για πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας. Η απογοήτευση του Τραμπ είναι εμφανής, καθώς φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι ο Πούτιν τον εκμεταλλεύεται. Και κατά την «ανάγνωση» του Άαρον Μπλέικ, παρά τη διαχρονική του προτίμηση να αποφεύγει ηθικές κρίσεις για αυταρχικούς ηγέτες, ίσως πλέον η ψυχρή πολιτική λογική να αρχίζει να υπερισχύει.