Μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα ενός πολέμου που ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν προτίθεται να τερματίσει, ο Ντόναλντ Τραμπ αλλάζει πορεία πλεύσης ανοίγοντας τη «στρόφιγγα» της διάθεσης αμερικανικών οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Ο μηχανισμός που δρομολογείται δεν συνιστά άμεση παροχή στρατιωτικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ωστόσο καίριος για το Κίεβο και την Ευρώπη τη στιγμή που η ουκρανική αντιαεροπορική άμυνα εξαντλείται υπό τη συνεχή πίεση των μαζικών επιδρομών που εξαπολύει καθημερινά πλέον η Ρωσία.
O Aμερικανός πρόεδρος απευθύνει ταυτόχρονα τελεσίγραφο στη Μόσχα ότι θα προχωρήσει στην επιβολή δασμών και δευτερογενών κυρώσεων εάν δεν συμφωνηθεί κατάπαυση του πυρός, αν και στην προκειμένη περίπτωση τόσο η παρεχόμενη διορία των 50 ημερών αφήνει περιθώρια ελιγμών στον Πούτιν, ενώ αυτό καθαυτό το ύψος των δασμών (100%) για το οποίο μιλά ο Ντόναλντ Τραμπ είναι κατά πολύ μικρότερο αυτού που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο κυρώσεων που φέρει δικομματική στήριξη και προσώρας τουλάχιστον δεν «ενεργοποιείται».
Εξακολουθώντας να μιλά για «τον πόλεμο του Μπάιντεν» και τον «πόλεμο των Δημοκρατικών» -καθώς όσο θέλει να δρέψει τους καρπούς μίας εκεχειρίας (που όμως δεν έρχεται), άλλο τόσο δεν θέλει να φέρει την ευθύνη για την τελική έκβαση-, ο Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε επίσημα χθες κατά τη συνάντησή του με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, στο Οβάλ Γραφείο ότι θα προχωρήσει η αγορά αμερικανικών όπλων από ΝΑΤΟϊκούς εταίρους για τη διάθεσή τους στο Κίεβο, στη βάση του σχεδίου που επεξεργάζεται επί μήνες η ευρωπαϊκή πλευρά για να μπορέσει να συνεχίσει να στηρίζει ενεργά το Κίεβο ειδικά στον τομέα της αντιαεροπορικής άμυνας.
Το σχέδιο προβλέπει την πώληση προηγμένων οπλικών συστημάτων σε ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, τα οποία εν συνεχεία θα τα στείλουν στην Ουκρανία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Τραμπ θεωρείται ότι επιχειρεί να θωρακιστεί πολιτικά από κατηγορίες στο εσωτερικό ότι υπαναχωρεί από τις προεκλογικές δεσμεύσεις για περιορισμό του αμερικανικού ρόλου· αποφεύγει την άμεση αμερικανική εμπλοκή και αποσκοπεί ταυτόχρονα στην αποκόμιση οικονομικού οφέλους για την αμυντική βιομηχανία.
Ο Τραμπ έχει τονίσει κατ’ επανάληψη ότι το κόστος δεν θα βαρύνει τους Αμερικανούς φορολογούμενους, αλλά τους Ευρωπαίους συμμάχους, ενώ περιέγραψε τη συμφωνία ως «εμπορική συναλλαγή». Κάθε σύστημα πυραύλων Patriot κοστίζει περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια, και ο ίδιος έχει ήδη «διαφημίσει» τα κέρδη για τις ΗΠΑ ως μέρος του σχεδίου, σημειώνει το CNN. Η εξασφάλιση περισσότερων συστημάτων Patriot αποτελεί σημαντική νίκη για την Ουκρανία. Η απώλεια πρόσβασης στα συστήματα αεροπορικής άμυνας αποτελεί εδώ και καιρό έναν από τους μεγαλύτερους φόβους της, καθώς διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην προστασία της ζωής εκατομμυρίων Ουκρανών πολιτών. Πέραν των Patriot, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να προχωρήσουν στην πώληση πυραύλων μικρού βεληνεκούς, βλημάτων πυροβολικού τύπου Howitzer καθώς και πυραύλων αέρος-αέρος μέσου βεληνεκούς σε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, τα οποία στη συνέχεια θα αναλάβουν τη μεταφορά αυτού του εξοπλισμού στην Ουκρανία.
Το σχήμα συντονίζεται από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, και ήδη η Γερμανία έχει προσφερθεί να αγοράσει από τις ΗΠΑ δύο συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας Patriot και η Νορβηγία ένα, ενώ ενδιαφέρουν έχουν εκδηλώσει επίσης η Σουηδία, η Δανία και η Φινλανδία. Τα συστήματα αυτά θεωρούνται κρίσιμα για την απόκρουση των ρωσικών βαλλιστικών και υπερηχητικών πυραύλων, ενώ η διαθεσιμότητά τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Αμερικανικοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι, επειδή ορισμένα από τα συστήματα βρίσκονται ήδη σε ευρωπαϊκό έδαφος, η παράδοσή τους στο ουκρανικό μέτωπο θα μπορούσε να γίνει ταχύτερα σε σχέση με την παραγωγή νέων. Επίσης, κατά την εκτίμηση ορισμένων στελεχών της κυβέρνησης, η όλη αυτή προσέγγιση αυτή επιτρέπει στον Τραμπ να εμφανίζεται ως ρεαλιστής διαπραγματευτής και η παροχή στην Ουκρανία ενός κύματος σύγχρονου εξοπλισμού ενδέχεται να αποτελέσει σαφές μήνυμα προς τη Μόσχα ότι ο Αμερικανός πρόεδρος είναι πράγματι εξοργισμένος από τη στάση του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο ίδιος ο Τραμπ ανέφερε χθες ενώπιον των δημοσιογράφων πως υπήρξαν τέσσερις στιγμές κατά τις οποίες θεωρούσε πως θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, αλλά οι ευκαιρίες χάθηκαν. Επανέλαβε επίσης ότι είχε «ευχάριστες συνομιλίες» με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, για να συμπληρώσει ότι «μιλάει ήρεμα και μετά βομβαρδίζει τους πάντες το βράδυ». Και έχοντας γνώση της στροφής που κάνει και προσπαθώντας να τονίσει την αυστηρότητά του έναντι της Μόσχας, ο Τραμπ επισήμανε πως «ο Πούτιν ξεγέλασε τον Κλίντον, τον Μπους, τον Ομπάμα, τον Μπάιντεν - δεν ξεγέλασε εμένα».
Εκτός από τη στρατιωτική βοήθεια, ο Τραμπ προειδοποίησε -όχι για πρώτη φορά- και με ένα πακέτο εμπορικών και οικονομικών μέτρων κατά της Ρωσίας και των εμπορικών εταίρων της, θέτοντας διορία 50 ημερών για την ενεργοποίησή τους εάν δεν υπάρξει κατάπαυση του πυρός. Αν και οι άμεσοι δασμοί ύψους 100% στη ρωσική οικονομία θεωρούνται περιορισμένης αποτελεσματικότητας -καθώς οι ρωσικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ήταν κάτω των 5 δισ. δολαρίων το 2023- η απειλή δευτερογενών κυρώσεων αποσκοπεί στην πραγματική άσκηση πίεσης.
Η απειλή του Τραμπ για την επιβολή δασμών 100% φαίνεται να αποτελεί, πάντως, μια διαφορετική προσέγγιση από το πακέτο κυρώσεων που δικομματική ομάδα περισσότερων από 80 γερουσιαστών στο Καπιτώλιο τον προτρέπει να υιοθετήσει, επισημαίνουν οι New York Times. Το σχετικό νομοσχέδιο, που φέρει την υπογραφή του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκρέιαμ, στοχεύει την οικονομία της Ρωσίας πολύ πιο έντονα με δασμούς 500% για τις χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο και ουράνιο.
Το χρονικό περιθώριο των 50 ημερών, αν και φαινομενικά δραστικό, δίνει από την άλλη την ευχέρεια στη Μόσχα να ελιχθεί διπλωματικά. Στο παρελθόν, αντίστοιχες πρωτοβουλίες για εκεχειρία ναυάγησαν, όπως τον περασμένο Μάιο, όταν οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Πολωνίας απαίτησαν κατάπαυση του πυρός. Τότε, η Ρωσία απέφυγε τις κυρώσεις με την πρόταση για απευθείας συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη για να ακολουθήσει το γνωστό αδιέξοδο. Η ανησυχία τώρα είναι ότι η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί, σημειώνει ο αμυντικός αναλυτής του BBC Φρανκ Γκάρντερ.
Επιπλέον, σε επιχειρησιακό επίπεδο, 50 ημέρες μπορεί να ισοδυναμούν με έως και 25.000 επιθέσεις με drones και πυραύλους από τη Ρωσία, σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις για τον ρυθμό των βομβαρδισμών. Ο ίδιος ο Τραμπ επεσήμανε χθες ότι οι επιθέσεις της Ρωσίας συνεχίζονται σε καθημερινή βάση, ενώ την ώρα που βρισκόταν με τον Μαρκ Ρούτε στο Οβάλ Γραφείο ηχούσαν οι αντιαεροπορικές σειρήνες σε επτά ουκρανικές επαρχίες, ενώ στο Σούμι και το Χάρκοβο είχαν χάσει τη ζωή τους τέσσερις άνθρωποι και 21 είχαν τραυματιστεί.
Η αντίδραση των ρωσικών αγορών στις ανακοινώσεις Τραμπ καταδεικνύει, εν τω μεταξύ, ότι το Κρεμλίνο ίσως περίμενε μια πιο σκληρή στάση. Ο βασικός δείκτης του χρηματιστηρίου της Μόσχας ενισχύθηκε κατά 2,5% μετά τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου, ενώ Ρώσοι αξιωματούχοι άφησαν να εννοηθεί ότι θεωρούν τις απειλές του αναστρέψιμες, με τον Κονσταντίν Κοσάτσεφ να αναφέρει ότι ο Τραμπ «μπορεί να αλλάξει γνώμη ξανά μέσα στις επόμενες 50 ημέρες».
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, από πλευράς του χαρακτήρισε τη συμφωνία για την παροχή όπλων στην Ουκρανία «game-changer». Ο ίδιος σημείωσε ότι το ΝΑΤΟ θα αναλάβει τον συντονισμό της διανομής, ενώ οι ΗΠΑ θα αναπληρώσουν τα αποθέματα των χωρών που παραδίδουν εξοπλισμό. Σε κάθε περίπτωση, η νέα στάση Τραμπ συνδυάζει πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς υπολογισμούς και μένει να διαφανεί εάν μπορεί να μεταβάλλει τους υπολογισμούς ενός Πούτιν που δείχνει απόλυτα αποφασισμένος για κλιμάκωση, πιστεύοντας ακράδαντα, σύμφωνα με πηγές του Κρεμλίνου που επικαλείται ο διεθνής Τύπος, πως η υπεροχή της Μόσχας στο πεδίο αυξάνεται και θα εξαντλήσει και το Κίεβο και την Ευρώπη.