Χαμένοι στη μετάφραση μίας ιστορικής εκλογικής συντριβής, άνευ πυξίδας και κοινής γραμμής παραμένουν οι Δημοκρατικοί έξι ολόκληρους μήνες μετά την προεδρική κάλπη της 4ης Νοεμβρίου και αφού ήλθαν και παρήλθαν οι πρώτες 100 ημέρες του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Το Δημοκρατικό Κόμμα διανύει μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας του. Η βαριά ήττα του 2024 αποκάλυψε βαθιά ρήγματα, τόσο ιδεολογικά όσο και σε επίπεδο στρατηγικής. Η απουσία αυτοκριτικής και το γεγονός ότι έως και σήμερα δεν έχουν προχωρήσει σε μία ουσιαστική «αυτοψία» για τα αίτια που έβαψαν τις ΗΠΑ στο τραμπικό «κόκκινο» δεν επιτρέπουν στους Δημοκρατικούς να εξέλθουν από αυτή την παρατεταμένη κρίση ταυτότητας στην οποία έχουν βυθιστεί.
Εκπέμπουν εικόνα πολυδιάσπασης και αδυναμίας να αντιπαρατεθούν δυναμικά στην τοξική ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ οι Δημοκρατικοί. Οι ίδιοι οι υποστηρικτές του προοδευτικού μετώπου τους θεωρούν «λίγους» και η δυσαρέσκεια αποτυπώνεται πλέον όλο και πιο έντονα στις δημοσκοπήσεις. Το πιο εντυπωσιακό δε είναι ότι ακόμη και η πλειονότητα των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων (ποσοστό 54%) μπορεί μεν να διαφωνεί με τις θέσεις των Δημοκρατικών αλλά θέλει να δει τους εκλεγμένους αξιωματούχους της αντίπαλης παράταξης να δίνουν έστω τη μάχη -να «πιέζουν σκληρά» τον Τραμπ όταν διαφωνούν μαζί του, όπως προκύπτει από τελευταία μέτρηση του Pew Research Center.
Με τους Ρεπουμπλικανούς να ελέγχουν τον Λευκό Οίκο, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, οι Δημοκρατικοί αγωνίζονται να βρουν διαύλους για να φρενάρουν τον Τραμπ και υπό αυτό το πρίσμα οι ενδιάμεσες εκλογές του 2026 θα είναι καθοριστικές όσες λίγες. Η πορεία προς τις ενδιάμεσες κάλπες, αλλά και τις προεδρικές εκλογές του 2028, θα κριθεί από το κατά πόσο το κόμμα θα καταφέρει να βρει νέο αφήγημα, να γεφυρώσει τις εσωτερικές του διαφορές και να πείσει ξανά τους πολίτες ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τα πραγματικά τους προβλήματα και να εκφράσει τις πραγματικές τους ελπίδες.
Μέχρι στιγμής, τα μηνύματα δεν ευοίωνα. Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια Γκάβιν Νιούσομ, πιθανότατα εκ των βασικών διεκδικητών του χρίσματος των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2028, συνόψισε την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι Δημοκρατικοί σε μία φράση: «Δεν ξέρω τι είναι το κόμμα αυτή τη στιγμή».
«Δεν έχουμε κάνει καμία αυτοψία του τι ακριβώς πήγε στραβά, τελεία και παύλα» δήλωσε σε αποκλειστική συνέντευξή του στην επιθεώρηση The Hill, τονίζοντας πως δεν έχει υπάρξει ούτε μία κομματική συζήτηση εν είδει απολογισμού που να έχει συμπεριλάβει την πολυπληθέστερη πολιτεία της χώρας. «Αν δεν μάθεις από τα λάθη σου, είσαι καταδικασμένος να τα επαναλάβεις», αναφέρει επισημαίνοντας πως δεν είναι σίγουρος ούτε τι πραγματικά εκπροσωπούν σήμερα οι Δημοκρατικοί, ούτε ποιος ηγείται του κόμματος, ούτε ποια κατεύθυνση θέλει να ακολουθήσει.
Όσοι ψηφίζουν ή κλίνουν προς τους Δημοκρατικούς είναι βαθιά αρνητικοί απέναντι στην ηγεσία του κόμματος στο Κογκρέσο -το 61% αποδοκιμάζει και μόλις το 38% εγκρίνει τους χειρισμούς του επικεφαλής της μειοψηφίας στη Γερουσία Τσακ Σούμερ και του επικεφαλής της μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων Χακίμ Τζέφρις.
«Μέρα με τη μέρα, θα σφυροκοπάμε τη ρεπουμπλικανική ατζέντα και οι Αμερικανοί θα δουν τη διαφορά μεταξύ της δημοκρατικής ενότητας και της ρεπουμπλικανικής αταξίας», δήλωνε ο Τσακ Σούμερ από το βήμα της Γερουσίας στις 100 ημέρες του Τραμπ. «Όσο ο Ντόναλντ Τραμπ σπρώχνει την Αμερική στον επικίνδυνο δρόμο στον οποίο ήδη βρισκόμαστε, θα αντιμετωπίζει αντίσταση από τους Δημοκρατικούς, από τα δικαστήρια και, κυρίως, από τον ίδιο τον αμερικανικό λαό», ανέφερε.
Στην πράξη όμως Το Δημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται σε μια βαθιά εσωτερική διαμάχη για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει. Από τη μία, η αριστερή πτέρυγα υπό τον βετεράνο Μπέρνι Σάντερς και την 35χρονη προαλειφόμενη διάδοχό του Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ που προωθούν ατζέντα κατά της ολιγαρχίας και υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και συγκεντρώνουν μεγάλα πλήθη με την περιοδεία τους «Fighting Oligarchy». Από την άλλη, πολιτικοί όπως ο 74χρονος Σούμερ και στελέχη της νεότερης γενιάς όπως ενδεικτικά η γερουσιαστής Ελισά Σλότκιν του Μίσιγκαν που καλεί το κόμμα να σταματήσει να χρησιμοποιεί τον όρο «ολιγαρχία», υποστηρίζοντας πως τέτοιες ρητορικές διχάζουν και αποξενώνουν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους.
Απέναντι σε εκείνους που καλούν σε ριζοσπαστική στροφή προς τα αριστερά, υπάρχουν οι φωνές που ζητούν πιο πραγματιστικές οικονομικές πολιτικές, με στόχο να μην αποξενωθούν οι μετριοπαθείς και οι επιχειρηματικοί κύκλοι. Η εσωτερική αυτή διαμάχη αντανακλάται και στη στρατηγική για τις ενδιάμεσες εκλογές: Μετωπική με τον Τραμπ και κινητοποιήσεις ζητά η μία πλευρά και στον αντίποδα βρίσκονται όσοι προκρίνουν συνεργασία με τους Ρεπουμπλικανούς σε επιμέρους ζητήματα, ώστε να αποδείξουν ότι μπορούν να κυβερνήσουν υπεύθυνα και να κερδίσουν ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Αναζητείται αγωνιωδώς η χρυσή τομή ανάμεσα στην αντίσταση και τη συνεργασία. Η Σούζαν ΝτελΜπενέ, βουλευτής της Ουάσινγκτον που «έτρεξε» την εκστρατεία των Δημοκρατικών για το 2024 και θα αναλάβει και εκείνη του 2026, υποστηρίζει ότι το κόμμα πρέπει να αντιτίθεται στον Τραμπ και τους συμμάχους του όταν οι αξίες τους συγκρούονται, αλλά να συνεργάζεται με τους Ρεπουμπλικανούς όπου είναι εφικτό και επί σειράς ζητημάτων, όπως η μετανάστευση, οι κοινωνικές παροχές και οι ομοσπονδιακές δαπάνες.
Σε αυτούς που βρίσκονται σε διαφορετικό μήκος κύματος ανήκει ο κυβερνήτης του Ιλινόι Τζ.Μπ. Πρίτζκερ, καλώντας σε μαζικές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες και απαιτώντας πιο επιθετική στάση απέναντι στη διακυβέρνηση Τραμπ και τους Ρεπουμπλικανούς. Το ερώτημα παραμένει: θα επικρατήσει η γραμμή της συνεργασίας ή της σύγκρουσης; Και ποια στρατηγική θα αποδειχθεί πιο αποτελεσματική για την ανασυγκρότηση του κόμματος;
Μπορεί οι Δημοκρατικοί να μην έχουν καν αναλύσει σοβαρά τα αίτια της ήττας του 2024, όμως ήδη τα βλέμματα στρέφονται στους υποψηφίους της κάλπης του 2028. Σύμφωνα με το The Hill, η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ αναδεικνύεται ως η πιο ελκυστική φιγούρα της νέας γενιάς, ενώ ο Μπέρνι Σάντερς, στα 83 του, δύσκολα θα διεκδικήσει ξανά προεδρικό αξίωμα. Ο Γκάβιν Νιούσομ, με το νέο του podcast και τις δημόσιες παρεμβάσεις του, θεωρείται επίσης βασικός διεκδικητής. Ο κυβερνήτης της Πενσιλβάνια Τζος Σαπίρο θεωρείται πως μπορεί να είναι ο προοδευτικός που θα συναγωνιστεί την Κορτέζ και την αριστερή πτέρυγα.
Η Κάμαλα Χάρις, αν και διατηρεί χαμηλό προφίλ μετά την ήττα της, εμφανίζεται να μην αποκλείει το ενδεχόμενο να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα το 2028. Με αφορμή τις 100 ημέρες Τραμπ, η Χάρις εκφώνησε την πρώτη μεγάλη ομιλία της μετά τις εκλογές στο Σαν Φρανσίσκο ασκώντας δριμεία κριτική στον Τραμπ και καλώντας σε αντίσταση. Άλλα ονόματα που ακούγονται για το 2028 περιλαμβάνουν τον κυβερνήτη του Ιλινόι Τζ.Μπ. Πρίτζκερ, την κυβερνήτη του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Ουίτμερ, τον κυβερνήτη του Μέριλαντ Γουές Μουρ, καθώς και τον πρώην δήμαρχο του Σικάγο Ραμ Εμάνουελ.