Rebranding στην επιφάνεια, εξτρεμισμός στον πυρήνα... «Εξευγενισμένη» εικόνα επιχειρεί να καλλιεργήσει η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για να «νομιμοποιηθεί» ως κόμμα εξουσίας με το βλέμμα στις κρατιδιακές εκλογές του 2026 αλλά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Η στρατηγική προωθείται από τη συμπρόεδρο της AfD Άλις Βάιντελ, αλλά οι μάσκες διαρκώς πέφτουν, ιδιαίτερα στα πρώην ανατολικά κρατίδια η βάση δεν ακολουθεί, και οι λύκοι του κόμματος δεν προτίθενται να φορέσουν προβιά.
Πάνω από μία δεκαετία αφότου έκανε την εμφάνισή ως ευρωσκεπτικιστική πολιτική δύναμη, η AfD εξελίχθηκε σε δεξιό εξτρεμιστικό κόμμα, όπως επίσημα χαρακτηρίστηκε φέτος από την αρμόδια Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος της Γερμανίας, στη βάση σαφών αποδείξεων ότι αντιστρατεύεται την ελεύθερη δημοκρατική τάξη στη Γερμανία. Η συζήτηση περί ενδεχόμενης απαγόρευσης είναι εξαιρετικά ευαίσθητη, πολυσύνθετη και διχάζει.
Κινητοποιώντας σταθερά τη βάση της κυρίως γύρω από τη μετανάστευση και την οικονομική ανασφάλεια, και κεφαλαιοποιώντας την απογοήτευση από τα παραδοσιακά κόμματα και την κρίση δυσπιστίας στους θεσμούς που η ίδια τροφοδοτεί, η AfD έφθασε να αναδεικνύεται δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη -γεγονός πρωτοφανές για ακροδεξιό κόμμα στη μεταπολεμική Γερμανία- στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές που έφεραν στην καγκελαρία τον Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς ως επικεφαλής «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Με την ακόμα μεγαλύτερη φόρα που έχει αποκτήσει έκτοτε στις δημοσκοπήσεις -κόβει πρώτη το νήμα ή ισοψηφεί με τους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ η δημοτικότητα του καγκελάριου βρίσκεται αντίθετα σε ελεύθερη πτώση-, η AfD ποντάρει στις επερχόμενες κρίσιμες κρατιδιακές εκλογές του 2026 σε Βάδη-Βυρτεμβέργη, Ρηνανία-Παλατινάτο, Σαξονία-Άνχαλτ, Βερολίνο και Μεκλεμβούργο-Πομερανία, οι οποίες και θα αποτελέσουν καθοριστική δοκιμασία για τον ήδη εύθραυστο «μεγάλο συνασπισμό» και για την ικανότητα του Φρίντριχ Μερτς να συγκρατήσει διαρροές προς την Άκρα Δεξιά.
Τις απόπειρες της AfD να αναμορφώσει την εικόνα της ενώ επιδιώκει να καταλάβει θέσεις εξουσίας έθεσε στο επίκεντρο το Politico με εκτενές ρεπορτάζ του τις προηγούμενες ημέρες, σκιαγραφώντας πώς ηγετικά στελέχη με επικεφαλής της Άλις Βάιντελ επιχειρούν να «μαλακώσουν» την εξτρεμιστική και ακραία ρητορική μπροστά στην ανάγκη να παρουσιαστεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία ως «κανονική» πολιτική δύναμη. Η προσπάθεια προβολής ενός πιο «μετριοπαθούς» προφίλ δημιουργεί ωστόσο πολεμική στο ίδιο το εσωτερικό της AfD, ενώ καταλήγει να αυτοακυρώνεται ακόμα και από εκείνους που την προκρίνουν.
Ο Λάιφ-Έρικ Χολμ, πρώην DJ ραδιοφωνικού σταθμού και σήμερα κορυφαίος υποψήφιος της AfD στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία, ενσαρκώνει το νέο προφίλ: ήπιος, χωρίς την εμπρηστική ρητορική και τις εξάρσεις που χαρακτηρίζουν τον σκληρό πυρήνα του κόμματος. Με τις δημοσκοπήσεις να δίνουν στην AfD ποσοστό 38%, στο συγκεκριμένο κρατίδιο η Ακροδεξιά θα μπορούσε -θεωρητικά- πραγματικά να κυβερνήσει. Ο Χολμ προβάλλει μια εικόνα «κανονικού» πολιτικού. Ερωτηθείς τι θα έκανε το κόμμα του εάν αναλάμβανε τη διακυβέρνηση στο κρατίδιο, απαριθμεί προτάσεις που ακούγονται «αθώες» και μετριοπαθείς, ανάμεσά τους μεγαλύτερη επένδυση στην εκπαίδευση και διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας σε παιδιά μεταναστών πριν ξεκινήσουν το σχολείο. «Είμαι στην πραγματικότητα καλό παιδί», λέει.
Ωστόσο, όπως τεκμηριώνουν οι Πολίν φον Πέζολντ και Γκόρντον Ρεπίνσκι στο Politico, πίσω από αυτήν την εικόνα του ανθρώπου της διπλανής πόρτας υπάρχει σαφής πολιτικός υπολογισμός. Η Άλις Βάιντελ κατανοεί ότι η AfD δεν θα μπορέσει να προσεγγίσει την εξουσία -ακόμη και στα κρατίδια όπου κυριαρχεί στις δημοσκοπήσεις- αν παραμείνει ταυτισμένη με στελέχη που εκφράζουν ανοιχτά εξτρεμιστικές θέσεις, όπως ο διαβόητος Μπιορν Χέκε, που καταδικάστηκε για το απαγορευμένο ναζιστικό σύνθημα «Alles für Deutschland» («Όλα για τη Γερμανία»), και ο Μαξιμίλιαν Κρα (πρώην επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της AfD στις εκλογές του 2024), ο οποίος έχει δηλώσει πως δεν θεωρεί αυτομάτως εγκληματία όποιον φορούσε στολή των SS.
Η Βάιντελ επιδιώκει να κατευθύνει το κόμμα προς μια εικόνα πιο «φιλική» προς συντηρητικούς ψηφοφόρους και ουσιαστικά να θέσει τις βάσεις για να διαρρήξει το μεταπολεμικό «τείχος ασφαλείας» των δημοκρατικών δυνάμεων της Γερμανίας έναντι όποιας μορφής συνεργασίας με την Άκρα Δεξιά. Στο πλαίσιο αυτό προσπαθεί να «κατεβάσει» τη φιλορωσική ρητορική, να αναδείξει μία άλλη διεθνή ταυτότητα και να αντλήσει από το εξωτερικό τη νομιμοποίηση που δεν βρίσκει στο εσωτερικό· στελέχη κοντά της περιγράφουν την προσπάθεια ως μετατόπιση από τον «μαύρο ιππότη» του Κρεμλίνου προς τον «λευκό ιππότη». Αναζητά νομιμοποίηση μέσα από σχέσεις με την προεδρία Τραμπ, επιδιώκοντας να έχει θέση σε ένα διεθνές δίκτυο της δεξιάς λαϊκιστικής «οικογένειας», με σχέσεις που εκτείνονται από την αμερικανική δεξιά των Ρεπουμπλικανών έως τον Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία. Το κόμμα κατήργησε επίσης την οργάνωση της Νεολαίας του, πριν αυτή απαγορευτεί επίσημα από τις Αρχές ως εξτρεμιστική, και ίδρυσε νέα που τελεί υπό αυστηρότερο έλεγχο από την ηγεσία.
Τοποθετώντας τις κινήσεις αυτές σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, το Politico τις συγκρίνει με την αποκαλούμενη «dédiabolisation», το εγχείρημα «αποδαιμονοποίησης» της Άκρας Δεξιάς από τη Μαρίν Λεπέν (στο πλαίσιο του οποίου η Εθνική Συσπείρωση αποστασιοποιήθηκε και από την AfD στο Ευρωκοινοβούλιο). Ωστόσο, ενώ άλλα κόμματα της Άκρας Δεξιάς έχουν επιχειρήσει να μεταβάλουν την ουσία της ιδεολογίας τους, η επιχειρούμενη μεταμόρφωση της AfD αφορά τον εξωραϊσμό της εικόνας της, αφήνοντας ως έχουν τις θεμελιώδεις ακραίες της θέσεις, αναφέρει η ηλεκτρονική επιθεώρηση.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας είναι ίσως ο Ούλριχ Ζίγκμουντ, υποψήφιος της AfD στη Σαξονία-Άνχαλτ, όπου το κόμμα αγγίζει το 40% στις δημοσκοπήσεις. Ο Ζίγκμουντ έχει τεράστια απήχηση στα κοινωνικά δίκτυα και εμφανίζεται, όπως και ο Χολμ, ως προσγειωμένος και «κανονικός» πολίτης. Μιλώντας στο Politico, ο ίδιος υποβάθμισε και απέδωσε σε «κουβέντες καφενείου» τη μυστική συνάντηση ακροδεξιών, στην οποία ο ίδιος συμμετείχε και κατά την οποία συζητήθηκε «master plan» για τις απελάσεις μεταναστών και «μη αφομοιώσιμων πολιτών». Όταν αποκαλύφθηκε το γεγονός, ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις στη Γερμανία.
«Είμαι ένας απλός πολίτης, φορολογούμενος και κάτοικος αυτής της χώρας, που απλώς θέλει ένα καλύτερο σπίτι, ιδιαίτερα για τα παιδιά του, για την οικογένειά του, για τα παιδιά όλων μας. Γιατί απλώς δεν μπορώ να στέκομαι με σταυρωμένα τα χέρια και να βλέπω τη χώρα μας να εξελίσσεται τόσο αρνητικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα», είπε. Αλλά όταν πιέστηκε στη συνομιλία, η μάσκα δεν άργησε να πέσει. Υπεραμύνθηκε του «Alles für Deutschland», απέρριψε ως «υπερβολική» και «εκτός πραγματικότητας» την ανάγκη ιστορικής ευαισθησίας και σχετικοποίησε τη σημασία του Ολοκαύτωματος, λέγοντας πως δεν μπορεί να κρίνει αν πρόκειται για το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας στην Ιστορία. Αυτές είναι ακριβώς οι απόψεις που θέλει να σιγήσουν η Βάιντελ.
Στον αντίποδα βρίσκεται ο έτερος συμπρόεδρος της AfD Τίνο Κρουπάλα. Η μεταξύ άλλων φιλική στάση του προς το Κρεμλίνο προσελκύει τους πιο ακραίους ψηφοφόρους στα πρώην ανατολικά κρατίδια, οι οποίοι και θεωρούν την Άλις Βάιντελ πιο ήπια απ΄ ότι θα έπρεπε. Η αντιπαράθεση μεταξύ των υποτιθέμενα «μετριοπαθών» που θέλουν τη μεταμόρφωση της AfD σε νέο συντηρητικό πόλο και των «σκληρών» που θεωρούν ότι η δύναμη του κόμματος βρίσκεται ακριβώς στον εξτρεμισμό του, αναμένεται να κορυφωθεί εν όψει των κρατιδιακών εκλογών. Η επίδοση της Άκρας Δεξιάς στις εκλογές αυτές ίσως εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν θα επικρατήσει η γραμμή Βάιντελ ή Κρουπάλα. Μέχρι τότε, κάθε φορά που η ηγεσία επιχειρεί να εμφανίσει μια πιο θεσμική εικόνα, κάποιοι Ζίγκμουντ, Χέκε ή Κρα υπενθυμίζουν την πραγματική φύση της AfD.
