Το Ισραήλ δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ως προς τις κόκκινες γραμμές του έναντι του rebranded τζιχαντιστικού καθεστώτος της Συρίας. Απέναντί του επιχειρεί να «βγει» μια Τουρκία που βλέπει τις επιλογές της στο πεδίο να ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια των δυνατοτήτων της.
Με κενά, κατά δική της ομολογία, σε σημαντικούς τομείς των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως τα αντιαεροπορικά συστήματα και την αεροπορία, και με μία εξωτερική πολιτική που προκαλεί σύγχυση και δεύτερες σκέψεις τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στη γειτονιά της, οι τελευταίες αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ στη Συρία -και δη το πλήγμα στο υπουργείο Άμυνας στη Δαμασκό- ήρθαν να καταδείξουν, συν τοις άλλοις, τους περιορισμούς της Άγκυρας.
Αυτό που ξεκίνησε ως εσωτερική κρίση μεταξύ των σουνιτών Βεδουίνων και της κοινότητας των Δρούζων στην νότια επαρχία της Σουέιντα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 300 άτομα σε μόλις τέσσερις ημέρες- πυροδότησε άμεσα αντανακλαστικά του Ισραήλ και αναδείχθηκε σε κεντρικό ζήτημα όχι μόνο στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, αλλά κυρίως στην ατζέντα της τουρκικής κυβέρνησης.
Με ένα ακόμα από τα συνήθη ρητορικά ξεσπάσματά του με χαρακτηρισμούς εναντίον του Ισραήλ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επαναλαμβάνει τα τελευταία εικοσιτετράωρα, από τότε δηλαδή που άρχισαν οι επιθέσεις των τζιχαντιστών του Τζολάνι κατά των Δρούζων, ότι η Τουρκία δεν θα επιτρέψει τον διαμελισμό της Συρίας. Ο Τούρκος πρόεδρος στις δηλώσεις του τάσσεται μεν υπέρ της προστασίας των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων της Συρίας, ουδεμία αναφορά κάνει όμως ούτε στις σφαγές των Αλαουιτών τον περασμένο μήνα στα δυτικά της χώρας, ούτε στις διαρκείς επιθέσεις κατά των Χριστιανών που ήδη είχαν αποδεκατιστεί από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αλλά και της σχεδόν εξαφάνισης από το πολιτιστιμικό μωσαϊκό της χώρας άλλων μικρότερων -πλην όμως ιστορικών- κοινοτήτων.
Σε κάθε περίπτωση κύρια πηγή ανησυχίας για την Τουρκία είναι η παρουσία στη βόρεια Συρία των ελεγχόμενων από τους Κούρδους Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), βασικός κορμός των οποίων είναι η κουρδική πολιτοφυλακή YPG (Δυνάμεις Προστασίας του Λαού). Μπορεί το ΡΚΚ, το οποίο εν πολλοίς θεωρείται η «μήτρα» των YPG, να ανακοίνωσε τον τερματισμό της ένοπλης δράσης του κατά της Τουρκίας, η Άγκυρα ωστόσο απέτυχε στον πρωταρχικό της στόχο, να περιλαμβάνει δηλαδή ο αφοπλισμός και τις YPG. Ως «σχέδιο Β’» προωθεί τώρα την ενσωμάτωση των κουρδικών δυνάμεων στον μελλοντικό συριακό στρατό, στο πλαίσιο μίας ενιαίας κεντρικής εξουσίας της Δαμασκού, να μην γίνει δηλαδή η Συρία ομοσπονδία.
Η άρνηση των Δρούζων στα σχέδια για υπαγωγή τους στην εξουσία των εξωραϊσμένων τζιχαντιστών του Αλ Τζολάνι, ακυρώνει στην πράξη και τη συμφωνία που είχε συνάψει προ μηνών ο αρχηγός των SDF, Μαζλούμ Αμπντί, για ένταξη των κουρδικών δυνάμεων στον συριακό στρατό, κάτι που είχε προκαλέσει ευφορία στην Άγκυρα, αποδείχθηκε όμως βραχύβια. Τον «Γόρδιο Δεσμό» επιχείρησε να λύσει -ανεπιτυχώς- ο ειδικός απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ στη Συρία και πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Τόμας Μπάρακ, ο οποίος έσπευσε τις προηγούμενες ημέρες στη Δαμασκό. Η δήλωσή του μάλιστα ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν μεν πως έχουν υποχρέωση έναντι των Κούρδων επειδή είναι φίλοι και στάθηκαν στο πλευρό τους στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους, χωρίς να τους υπόσχονται όμως ανεξάρτητο κράτος, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Κούρδων.
Ακολούθησαν οι συγκρούσεις των Δρούζων με τους Άραβες σουνίτες Βεδουίνους και οι ισραηλινές αεροπορικές επιχειρήσεις, γεγονός που έβαλε και πάλι στον «πάγο» τις εξελίξεις γύρω από το μέλλον των Κούρδων της Συρίας, φέροντας νέα ανατροπή στα σχέδια της Άγκυρας. Οι Κούρδοι δεν έχουν λόγο να βιαστούν, αφού οι εξελίξεις στο μέτωπο των Δρούζων στον Νότο και των Κούρδων στον Βορρά είναι «συγκοινωνούντα δοχεία» και θα είναι καθοριστικές για τη μελλοντική μορφή του πολιτεύματος στη Συρία. Οι Κούρδοι μαζί με τους Δρούζους είναι «φυσικοί σύμμαχοι» του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, όπως είχε ξεκαθαρίσει από «νωρίς» ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Γκιντεόν Σάαρ.
Οι «κόκκινες γραμμές» που έχει θέσει το Ισραήλ διά στόματος Μπενιαμίν Νετανιάχου για τη Συρία που αφορούν την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής νότια της Δαμασκού, που εκτείνεται από τα Υψώματα του Γκολάν έως την ορεινή περιοχή των Δρούζων κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, και την προστασία της μειονότητας των Δρούζων που ζει στη νότια Συρία, ιδίως στην περιοχή Σουέιντα. Η παραβίαση αυτών των «κόκκινων γραμμών» οδήγησε στις τελευταίες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές στη Δαμασκό και τη νότια Συρία προς επίρρωσιν για μία ακόμη φορά από την ισραηλινή ηγεσία της αρχής «ειρήνη διά της ισχύος».
Στην άλλη πλευρά της Τουρκίας, η έγκυρη διπλωματική συντάκτρια Ζεϊνέπ Γκιουρτζανλί περιγράφει την κυρίαρχη στη χώρα της άποψη στην αντιπολιτευόμενη οικονομική εφημερίδα ΝΒ Ekonomi ως εξής: «Η κυβέρνηση Νετανιάχου στο Ισραήλ δεν έχει ακόμη αποδεχθεί το 'φόρεμα' που ράβεται για τη Συρία στον άξονα Άγκυρας-Ουάσινγκτον - και φυσικά και στο παρασκήνιο στο Λονδίνο. Το σχέδιο του Ισραήλ για τη Συρία είναι η δημιουργία αυτόνομων ή ομοσπονδιακών δομών υπό τον έλεγχο των κουρδικών κοινοτήτων στο βορρά, των Δρούζων στο νότο και των αλαουιτικών κοινοτήτων στα δυτικά, αντί ενός ενιαίου κυβερνητικού συστήματος με κέντρο τη Δαμασκό. Η ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία υπολογίζει ότι μια Συρία που δε θα λειτουργεί ως ενιαία δομή θα ήταν καλύτερη για τη δική της ασφάλεια, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να το υλοποιήσει αυτό το σχέδιο».
Αναλυτές σε φιλοκυβερνητικά μέσα προχωρούν ένα βήμα παραπέρα από όσα γράφει η Γκιουρτζανλί και εν χορώ ισχυρίζονται ανοιχτά ότι στόχος του Ισραήλ είναι η Τουρκία, θέση που και χθες επαναλάμβανε για πολλοστή φορά και ο κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, αρχηγός των Τούρκων υπερεθνικιστών Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Το τουρκικό υπουργείο Άμυνας, μέσω του εκπροσώπου του, διεμήνυε την ίδια στιγμή ότι «όπως έχουμε ήδη δηλώσει στο παρελθόν, εάν ζητηθεί, θα παράσχουμε κάθε δυνατή υποστήριξη για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Συρίας και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας».
Τα λόγια αυτά ωστόσο απέχουν παρασάγγας από το τι πράττει η Τουρκία στο πεδίο. Όταν τον περασμένο Απρίλιο το Ισραήλ έπληξε αρκετές συριακές αεροπορικές βάσεις που επρόκειτο να παραχωρηθούν στον τουρκικό στρατό, η αντίδραση της Άγκυρας ήταν μετρημένη. Με την ενθάρρυνση των Αμερικανών, η Τουρκία επέλεξε να συνεργαστεί με το Ισραήλ και να αναζητήσει μια μέση λύση. Ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους στο Μπακού για μυστικές συνομιλίες, όπου η ατμόσφαιρα περιγράφηκε ως απροσδόκητα καλή και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να δημιουργήσουν μία γραμμή επικοινωνίας για την πρόληψη «ατυχημάτων», όταν αεροσκάφη και drones των δύο χωρών επιχειρούν ταυτόχρονα στη Συρία.
Η Άγκυρα, διαβεβαίωνε τις ημέρες εκείνες, έστω και εμμέσως, ότι δεν επιθυμεί η ίδια να αποτελέσει απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ. Ωστόσο, η κλιμακούμενη εχθρική ρητορική και η στήριξη της σε δυνάμεις εχθρικές προς το Ισραήλ εντός και εκτός Συρίας ερχόταν σε αντίφαση με το μήνυμα που επιχειρούσε να στείλει από το Μπακού.
Οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές στη Δαμασκό την Τετάρτη προκάλεσαν έκπληξη, υποστηρίζει το Middle East Eye, καθώς συνέπεσαν με μια άλλη συνάντηση μεταξύ Σύρων και Ισραηλινών αξιωματούχων πάλι στο Μπακού, μετά την επίσκεψη του ντε φάκτο Σύρου προέδρου Αχμέντ αλ-Σαράα στο Αζερμπαϊτζάν το Σαββατοκύριακο. «Οι επιθέσεις έφεραν την Τουρκία σε δύσκολη θέση, αφήνοντάς της χωρίς καμία άλλη επιλογή πέρα από το να παροτρύνει την Ουάσινγκτον να ασκήσει πίεση στον Ισραηλινό πρωθυπουργό» σχολιάζει η επιθεώρηση που ειδικεύεται σε θέματα Μέσης Ανατολής.
Παρά τις σκέψεις που καλλιεργούνται κατά καιρούς για περαιτέρω ανάπτυξη τουρκικών δυνάμεων στη Συρία προς στήριξη του καθεστώτος Τζολάνι, ο ανταποκριτής του Middle East Eye στην Τουρκία, Ραγκίπ Σοϊλού, επισημαίνει ότι «ο τουρκικός στρατός, κατά παράδοση, είναι απρόθυμος να εγκαταστήσει βάσεις σε ξένο έδαφος, και μετά από σχεδόν μια δεκαετία στη Συρία, δεν υπάρχει μεγάλη διάθεση για περαιτέρω περιπέτειες». Τούρκοι στρατιώτες βρίσκονται ούτως ή άλλως στον Βορρά της Συρίας, με στόχο να περιοριστεί η δράση των Κούρδων. Η εμπλοκή τους όμως υπέρ του καθεστώτος Τζολάνι (Αλ-Σαράα) στο Νότο σε ευθεία αντιπαράθεση με το Ισραήλ είναι ένα ενδεχόμενο που η Άγκυρα αντιλαμβάνεται πως δεν είναι προς το συμφέρον της.
Υπάρχουν εξάλλου και πρακτικά επιχειρησιακά προβλήματα: Ο γερασμένος στόλος μαχητικών αεροσκαφών F-16 της Τουρκίας εξακολουθεί να χρειάζεται εκσυγχρονισμό, με τις σχετικές διαπραγματεύσεις στις ΗΠΑ να καθυστερούν, η επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F35 δεν προβλέπεται να συμβεί άμεσα, ενώ συνεχίζονται οι συζητήσεις για τα μαχητικά αεροσκάφη Eurofighter. Εν ολίγοις, η Τουρκία υστερεί σε αεροπορική υπεροχή. Όπως και στην αντιαεροπορική άμυνα. Η Άγκυρα διαθέτει μεν εθνικής παραγωγής αντιαεροπορικά συστήματα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, ο αριθμός τους όμως είναι περιορισμένος. Ως εκ τούτου, πέραν από τους οποίους πολιτικούς λόγους, η Τουρκία δεν δύναται να στείλει ανάλογα συστήματα στη Συρία, επειδή τα έχει ανάγκη η ιδία.
Η Τουρκία επιχειρεί να γίνει μέρος σε μία εξίσωση στη Συρία, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνατότητές της, βλέποντας ως βασικό της εχθρό στο πεδίο το Ισραήλ, με το οποίο όμως δεν θέλει -και κυρίως δεν μπορεί- να βρεθεί στην πολύ δυσάρεστη θέση της άμεσης εμπλοκής.