Με ακρογωνιαίο λίθο τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής έναντι οποιασδήποτε στρατηγικής απειλής, ο Φρίντριχ Μερτς και ο Κιρ Στάρμερ επισφραγίζουν στις 17 Ιουλίου στο Λονδίνο μία συνολική διμερή συνθήκη σύμπραξης και συνεργασίας, που δύναται να καταστεί καταλύτης για ευρύτερες πρωτοβουλίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον τομέα της ασφάλειας, σε καιρούς γεωπολιτικής αστάθειας και ανακατατάξεων, μπροστά στους αγνώστους Χ της προεδρίας Τραμπ και με τη ρωσική απειλή «παρούσα».
Η συνθήκη, αποτέλεσμα 18 γύρων διαπραγματεύσεων και προϊόν στενής συνεργασίας μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας από την εποχή της κοινής διακήρυξης του Κιρ Στάρμερ με τον τέως καγκελάριο Όλαφ Σολτς, θεμελιώνει μία νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις και προβλέπει, πέραν της στρατιωτικής συνδρομής, συνεργασία στην αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης, στις μεταφορές, την έρευνα και καινοτομία, καθώς και στην προώθηση διασυνοριακών ανταλλαγών.
Η κεντρική διάσταση της συμφωνίας παραμένει, ωστόσο, η αμυντική της πτυχή. Η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής προβλέπει ότι οποιαδήποτε στρατηγική απειλή για το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γερμανία θα αντιμετωπίζεται ως απειλή και για τα δύο κράτη. Η διατύπωση αυτή προεκτείνει όσα ήδη προέβλεπε η συμφωνία Trinity House, που είχε υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών τον Οκτώβριο του 2024, και μετουσιώνει σε συνθήκη την πρόθεση των δύο κυβερνήσεων για συστηματική και θεσμική εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας.
Η υπογραφή της συνθήκης εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική επανατοποθέτησης της Ευρώπης προς ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος και προσπαθώντας σταδιακά να «απογαλακτιστεί» από την εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον αμυντικό τομέα. Η συμμετοχή της Γερμανίας σε συμφωνίες αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με αμφότερες τις ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι επιδιώκει να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και στρατηγική αυτονομία εντός του ΝΑΤΟϊκού πλαισίου, αλλά με πιο ανεξάρτητες πρωτοβουλίες.
Το ΝΑΤΟ άλλωστε παραμένει ξεκάθαρα η βάση. Όπως υπογραμμίζεται και από τα δύο μέρη, η δέσμευση των χωρών στη Συμμαχία είναι απόλυτη, με τη νέα συνθήκη να λειτουργεί συμπληρωματικά. Η συνθήκη υπογραμμίζει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για ενίσχυση της μεταξύ τους συνεργασίας, καθώς πληθαίνουν οι αβεβαιότητες γύρω από τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτεών επί προεδρίας Τραμπ, και με τη ρωσική απειλή ενεργή, ειδικά με φόντο την Ουκρανία.
Η συμφωνία αντανακλά επίσης μια σαφή βούληση για στρατηγική ανεξαρτησία. Η Γερμανία, υπό τον Φρίντριχ Μερτς, απομακρύνεται σταδιακά από το δόγμα της πλήρους αμερικανικής εξάρτησης και επενδύει συστηματικά στη δημιουργία ενός αυτόνομου ευρωπαϊκού πλαισίου άμυνας. Στο πλαίσιο αυτό, η στενή αμυντική ένωση με το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί κρίσιμο βήμα.
Ένας επιπλέον άξονας της συμφωνίας αφορά τη συνεργασία στον τομέα της αμυντικής τεχνολογίας. Οι δύο χώρες δεσμεύονται για κοινή ανάπτυξη προηγμένων οπλικών συστημάτων, όπως συστήματα ακριβείας με βεληνεκές άνω των 2.000 χιλιομέτρων. Η τεχνολογική αυτή σύμπραξη σηματοδοτεί την πρόθεση για απόκτηση στρατηγικών ικανοτήτων που θα καθιστούν την Ευρώπη τεχνολογικά αυτάρκη και ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η συμφωνία συνεργασίας, που έφερε πρώτο στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα το Politico, αγγίζει και την πτυχή της αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης. Προβλέπεται ενίσχυση του συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών των δύο κρατών για την ανταλλαγή πληροφοριών και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών. Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κυβέρνηση Στάρμερ, η οποία υπόκειται σε πίεση για τη μείωση και της νόμιμης και της παράτυπης μετανάστευσης.
Σημαντική είναι και η πρόβλεψη για συνεργασία στον τομέα των μεταφορών και των υποδομών. Εξετάζεται η υλοποίηση κοινών έργων και η εναρμόνιση των κανονισμών για τη διευκόλυνση της διασύνδεσης των δύο χωρών. Παράλληλα, η έρευνα και καινοτομία τίθενται στο επίκεντρο των διακρατικών σχέσεων, με στόχο τη διαμόρφωση κοινού τεχνολογικού πλαισίου που θα υπηρετεί τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές ανάγκες.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το ανοιχτό ακόμα ζήτημα της κινητικότητας των νέων. Η Γερμανία πιέζει για απελευθέρωση των κανονισμών σχετικά με τη διακίνηση νέων πολιτών προς τη Βρετανία. Ωστόσο, τυχόν συμφωνία στον τομέα αυτό δεν δύναται να επιτευχθεί διμερώς, αλλά απαιτεί διαπραγμάτευση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το Λονδίνο δεν κατόρθωσε να εντάξει το συγκεκριμένο σκέλος στην πρόσφατη επανεκκίνηση των σχέσεων με την ΕΕ τον Μάιο.
Σημαντική διάσταση της συμφωνίας αποτελεί και η ενίσχυση της στήριξης προς την Ουκρανία. Με δεδομένο τον κίνδυνο μείωσης της αμερικανικής συνδρομής, η διμερής αυτή συνεργασία εγγυάται τη συνέχιση της ευρωπαϊκής στήριξης προς το Κίεβο. Η πρόβλεψη αυτή συνδέεται με τον ευρύτερο στόχο διαμόρφωσης ενός ευρωπαϊκού άξονα ασφάλειας που θα μπορεί να σταθεί επαρκώς σε κάθε γεωπολιτικό ενδεχόμενο.
Η στρατηγική επιλογή για ενίσχυση των διμερών συμφωνιών έναντι των παραδοσιακών πολυμερών θεσμών δεν συνεπάγεται την αποδυνάμωση των υφιστάμενων μηχανισμών. Αντιθέτως, προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία, επιτρέποντας τη διαμόρφωση πιο στοχευμένων και αποτελεσματικών μορφών συνεργασίας που υπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα των εμπλεκομένων κρατών, ενώ ταυτόχρονα θωρακίζουν τη συλλογική ασφάλεια της ηπείρου.
Η γερμανο-βρετανική συνθήκη είναι, σε κάθε περίπτωση, το επιστέγασμα μιας πορείας επαναπροσέγγισης που ξεκίνησε νωρίτερα, με τις πρώτες επαφές μεταξύ των δύο πλευρών να τοποθετούνται χρονικά πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του Φρίντριχ Μερτς. Ο νέος καγκελάριος είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής με ξεκάθαρες τοποθετήσεις υπέρ της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης και υπέρ της σύμπλευσης με τις δύο ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις. Η απόφαση να υπαναχωρήσει από το «φρένο» του χρέους και να εξαγγείλει επενδύσεις ύψους δισ. ευρώ στην άμυνα και στις υποδομές κατέδειξε τη νέα στρατηγική προτεραιότητα του Βερολίνου.
Αφότου εξελέγη, ο Φρίντριχ Μερτς δήλωσε ότι η Μπούντεσβερ θα εξελιχθεί στον μεγαλύτερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών, τόνισε, δεν αποτελεί παραχώρηση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά θεμελιώνεται στην πεποίθηση της γερμανικής κυβέρνησης ότι η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Μιλώντας στο Μπούντεσταγκ ενόψει της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, επισήμανε ότι η ρωσική επιθετικότητα αποδεικνύει πως «η Μόσχα δεν επιθυμεί ειρήνη» και συνεπώς η Ευρώπη οφείλει να προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο.
Η σύνοδος αυτή επικύρωσε εξάλλου τον στόχο αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ των κρατών-μελών, εκ των οποίων το 3,5% θα αφορά καθαρές στρατιωτικές δαπάνες και 1,5% υποδομές συναφείς με την άμυνα. «Το ΝΑΤΟ πρέπει να γίνει τόσο ισχυρό ώστε κανείς να μην τολμήσει να επιτεθεί στη Συμμαχία», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μερτς, διαμηνύοντας ότι η Γερμανία «θα πράξει το καθήκον της».
Σε αυτό το πλαίσιο, η αμυντική σύμπραξη με τη Βρετανία αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην υλοποίηση της νέας στρατηγικής της Γερμανίας, εδραιώνοντας την παρουσία της ως κεντρικού πυλώνα ασφαλείας στην Ευρώπη.