Το ξεφούσκωμα των λάστιχων του 1997 και το σήμερα

Θυμάμαι σαν τώρα τον Φλεβάρη του 1997, που η κυβέρνηση Σημίτη ξεφούσκωσε τα λάστιχα των τρακτέρ στις Μικροθήβες. Έζησα όλα εκείνα τα περιστατικά, είχα πάει πολλές φορές για ρεπορτάζ ως το μπλόκο, ενώ μιλούσα συνέχεια με τους πρωταγωνιστές ένθεν κακείθεν, δηλαδή με τους αγρότες και την κυβέρνηση. Δεν δυσκολεύομαι να βρω ομοιότητες με την σημερινή κατάσταση, αλλά υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά. Τότε όλα έληξαν με μια «έξυπνη» επέμβαση της αστυνομίας, τώρα κάτι παρόμοιο είναι αδύνατο να συμβεί.  

Αυτό που δεν θυμόμαστε μετά από 28 ολόκληρα χρόνια, ήταν η διάρκεια του τότε μπλόκου. Τα τρακτέρ είχαν κλείσει τον εθνικό δρόμο για 58 μέρες, δηλαδή δυο ολόκληρους μήνες. Είχαν μαζευτεί αρχές Δεκέμβρη, πέρασαν τα Χριστούγεννα του 1996 και η Πρωτοχρονιά του 1997, είχε πιάσει Φλεβάρης αλλά ο αποκλεισμός συνεχιζόταν. Η χώρα ήταν πραγματικά κομμένη στη μέση, οι έμποροι και οι ξενοδόχοι είχαν ξεσηκωθεί, ο τζίρος των γιορτών είχε πέσει αισθητά, ενώ κάθε βράδυ τα κανάλια έδειχναν τουριστικά λεωφορεία να πορεύονται σε χωματόδρομους πλαγιών, νταλίκες να διασχίζουν ποταμάκια και οδηγούς να διαπληκτίζονται με τους αγρότες που δεν τους άφηναν να πάνε στους δουλειές τους.

Σήμερα, παρά τον αριθμό των μπλόκων, οι παράδρομοι δουλεύουν. Επί του παρόντος τουλάχιστον. Η μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων δεν έχει πραγματικά προβλήματα, παρά μόνο λίγη παραπάνω ταλαιπωρία. Άρα ως σήμερα η κατάσταση είναι υποφερτή, αν όμως φθάσουν οι γιορτές με μεγάλη έξοδο κόσμου δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Οι σημερινοί αγρότες είναι πιο ευέλικτοι σ’ αυτό από τους πατεράδες τους. Άρα, ο κοινωνικός αυτοματισμός που παλιότερα ήταν σχεδόν αστραπιαίος σήμερα είναι δυσκολότερος. Ούτε έχουμε φθάσει χρονικά σε τέτοιο χρονικό σημείο ώστε ο κάτοικος της πόλης να πει «ρε άει σιχτίρ». Άλλο δυο βδομάδες μπλόκα κι άλλο δυο μήνες.

Όσον αφορά τα αιτήματα, τότε ήταν μαξιμαλιστικά και στρέφονταν εναντίον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που ερχόταν από τις Βρυξέλλες. Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τα κάνει αποδεκτά, καθώς όλοι καταλάβαιναν ότι η χώρα κέρδιζε συνολικά από την συμμετοχή μας σ’ αυτήν. Απλώς η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην επόμενη, δημιουργούσε πολλούς δυσαρεστημένους. Δεν υπήρχε όμως περιθώριο για καμιά ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί τον κορμό των αιτημάτων του μπλόκου.

Σήμερα τα πράγματα διαφέρουν. Το βασικό πρόβλημα των τωρινών κινητοποιήσεων είναι ο συνδυασμός μαξιμαλισμού και πολυδιάσπασης. Το κάθε μπλόκο και η κάθε περιοχή ζητά άλλα πράγματα για άλλα προϊόντα. Συν ότι εμπλέκεται και το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, που φούντωσε την οργή των αγροτών, παρά το γεγονός ότι πάμπολλοι εκ των απεργών έχουν στην πλάτη τους και ελαφρές (τουλάχιστον) παρανομίες. Κατά την δική μου γνώση και γνώμη, ο ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν η θρυαλλίδα, αλλά η πραγματική αιτία των κινητοποιήσεων  είναι η κατάρρευση των τιμών στο βαμβάκι, το στάρι, το ρύζι και το λάδι (για τους αγρότες), καθώς και η ευλογιά των προβάτων (για τους κτηνοτρόφους).

Μόνο που δεν υπάρχει μαγικό ραβδάκι να εξαλείψει την ευλογιά των προβάτων, ούτε να ανεβάσει τις τιμές του ρυζιού και του σκληρού σιταριού. Οπότε αν συγκρίνουμε το σήμερα με το 1997, κοινά στοιχεία είναι η αποφασιστικότητα των απεργών να μην φύγουν απ’ τα μπλόκα και η πρακτική αδυναμία της κυβέρνησης να ικανοποιήσει τα διάφορα σκόρπια (και συχνά υπερβολικά ή ουτοπικά) που ζητούν οι απεργοί. Αν το δούμε αντικειμενικά, έχουμε τον ορισμό του αδιεξόδου.

Αύριο η συνέχεια.