Θυμάστε που στο αποκορύφωμα της κρίσης, υπήρχαν πάμπολλα μαγαζιά στην Αθήνα που πουλούσαν ρούχα-φίρμες, με το κιλό; Τα ξεχάσαμε μάλλον, κι ας έχει περάσει μόλις μία δεκαετία. Έμπαιναν όσοι ή όσες διέθεταν λίγο ρευστό κι αγόραζαν με 15 ευρώ, ένα κιλό με φορέματα, μπλουζάκια, ταγιέρ ή παλτά, που πριν τον καιρό της ευμάρειας το καθένα τους έκανε ένα χιλιάρικο. Τότε υπήρξαν πολλοί που τράβηξαν τα μαλλιά τους, καταλαβαίνοντας τι (δανεικές) περιουσίες είχαν ακουμπήσει σε μπουτίκ και γκλαμουράτα μαγαζιά, για να αποκτήσουν κομμάτια που είχαν καταντήσει φθηνότερα κι από τα σφουγγαρόπανα.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι έχω την εντύπωση ότι οδεύουμε ραγδαίως (και ηλιθίως) προς την ίδια ακριβώς κατάσταση που ζούσαμε το 1990 μέχρι το 2007-8. Ρίξτε μια ματιά στις βιτρίνες του κέντρου της Αθήνας ή των μεγάλων εμπορικών κέντρων, αλλά και σε ηλεκτρονικά καταστήματα περιωπής και θα διαπιστώσετε ότι ξαναμπήκαμε στο ίδιο ακριβώς mood, που λένε και στο χωριό μου. Τσάντες με 2500 ευρώ, φορέματα με 2000 ευρώ, παπούτσια με 800 ευρώ, μαντήλια του λαιμού με 600 ευρώ, γραβάτες και ζώνες με 300 και 400 ευρώ.
Και μη μου πείτε ότι πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν κάποια ακριβά μαγαζιά για πλούσιους. Διότι δεν γράφω γι αυτό. Μέσα στην κρίση και τα πρώτα κατοπινά χρόνια, τα καταστήματα αυτά ήταν λίγα και για πολύ λίγους. Τώρα το φαινόμενο επεκτείνεται με θηριώδη ρυθμό, όχι μόνο ως προς την προσφορά, αλλά κυρίως ως προς την ζήτηση. Η μεσαία τάξη που δεν φοράει τα παπούτσια των 30 ευρώ τα οποία απευθύνονται στην φτωχολογιά, τα πρώτα χρόνια μετά την κρίση εύρισκε παπούτσια με 120 ευρώ, τώρα τα πληρώνει 250 ή 350. Συχνά και 500 ευρώ.
Αρχίζει δε πάλι και διαμορφώνεται ένα καταναλωτικό πρότυπο που μας πάει πάλι ντουγρού στα βράχια. Η αγορά πουλάει κερδοσκοπική γκλαμουριά, ενώ ένα ικανό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας άρχισε πάλι να μετρά τον εαυτό της με την ζυγαριά της μάρκας, της φίρμας, του πεντάστερου ξενοδοχείου, του Rib Eye που κοστίζει το βάρος του σε χρυσάφι, του πανάκριβου αυτοκινήτου και πάει λέγοντας. Πριν τέσσερα-πέντε χρόνια λέγαμε «αρχίζουν να τα τσιμπάνε προς τα πάνω», τώρα μια απλή παρατήρηση της αγοράς και των καταναλωτικών συνηθειών καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα «έχουμε τρελαθεί πάλι».
Κόβω το κεφάλι μου ότι πολύ σύντομα θα ξαναδούμε διαφημίσεις τραπεζών για διακοποδάνεια και ταξιδοδάνεια. Το χειρότερο δε είναι ότι θα ορμήσουν πάλι να τα πάρουν. Δεν μάθαμε τίποτα…