Επιδημία δηλητηριάσεων

Επιδημία δηλητηριάσεων

Της Κατερίνας Οικονομάκου

Στις 4 Μαρτίου, ο Σεργκέι Σκριπάλ και η κόρη του Γιούλια βρίσκονται αναίσθητοι σε ένα παγκάκι, στο Σόλσμπερι. Ο 66χρονος άντρας είναι πρώην κατάσκοπος της GRU, της υπηρεσίας αντικατασκοπείας του ρωσικού στρατού. Το 2006 ο Σκριπάλ είχε καταδικαστεί στην πατρίδα του για εσχάτη προδοσία, όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν διπλός πράκτορας, για λογαριασμό των Βρετανών. Έμεινε στις ρωσικές φυλακές μόνο τέσσερα χρόνια, καθώς το 2010 παραδόθηκε στη Βρετανία, στο πλαίσιο ανταλλαγής κατασκόπων ανάμεσα στις δυο χώρες. Την ημέρα που βρέθηκε αναίσθητος, είχε βγει για περίπατο με την κόρη του που είχε ταξιδέψει από τη Μόσχα για να τον επισκεφθεί. Ξαφνικά αισθάνθηκαν άσχημα και κατέρρευσαν σε ένα παγκάκι.

Κι έπειτα ήρθε η ανακοίνωση των βρετανικών αρχών ότι ο Σκριπάλ και η κόρη του είχαν δηλητηριαστεί με το νευροτοξικό παράγοντα Νόβιτσοκ. Από το γραφείο της Ντάουνινγκ Στριτ, τα βλέμματα στράφηκαν προς το Κρεμλίνο. Ο ρωσικός ισχυρισμός, ότι δεν υπήρξε καμία ανάμιξη στην απόπειρα, δεν ήταν πειστικός. Υπάρχει, άλλωστε, μια μακρά ιστορία πολιτικών αντιπάλων της Μόσχας, οι οποίοι κάποια στιγμή βρέθηκαν μυστηριωδώς δηλητηριασμένοι. Επιπλέον μόλις πριν από λίγες ημέρες αποδείχτηκε ότι οι δυο ύποπτοι για την απόπειρα δολοφονίας του Σκριπάλ και της κόρης του δεν είναι αθώοι Ρώσοι τουρίστες, όπως διατείνονταν, αλλά αξιωματικοί της GRU που ταξίδεψαν στη Βρετανία με ψεύτικα ονόματα.

Η χρήση τοξικών ουσιών για την εξουδετέρωση αντικαθεστωτικών είναι περίπου παράδοση πια, που έχει τις απαρχές της στα πρώτα χρόνια της ΕΣΣΔ. Όπως περιγράφει ο πρώην κατάσκοπος Μπόρις Βολοντάρσκι, στο βιβλίο του με τίτλο «The KGB's Poison Factory», που κυκλοφόρησε το 2009, οι Σοβιετικοί ίδρυσαν το 1921 ένα εργαστήριο για να παρασκευάζουν δηλητήρια που θα είχαν τα εξής βολικά χαρακτηριστικά: θα ήταν άοσμα, άγευστα και άχρωμα. Σκοπός ήταν τα θύματα να μην αντιλαμβάνονται την επαφή τους με το δηλητήριο, αλλά να είναι αδύνατο να ανιχνευθούν κατά τη νεκροψία. Ως πειραματόζωα, γράφει ο Βολοντάρσκι, οι σοβιετικοί επιστήμονες αξιοποιούσαν τους πολιτικούς κρατούμενους, που άλλωστε προσφέρονταν σε αφθονία.

Η πρώτη δολοφονία με τη χρήση δηλητηρίου από την KGB χρονολογείται στο 1957, στο Μόναχο, όταν ο πράκτορας Μπογκντάν Στασίνσκι ψέκασε με υδροκυάνιο τον Ουκρανό πολιτικό εξόριστο Λεβ Ρεμπέλ. Την ομολογία έκανε ο ίδιος ο Στασίνσκι, όταν χρόνια αργότερα αυτομόλησε στη Δύση. Όμως η περίπτωση που έκανε τον γύρο του κόσμου και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα γνωστότερα εγκλήματα του Ψυχρού Πολέμου, αφορά τη δολοφονία, πριν από ακριβώς σαράντα χρόνια, του Βούλγαρου δημοσιογράφου και συγγραφέα Γκεόργκι Μάρκοφ. Ο αντικαθεστωτικός Μάρκοφ είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του και ζούσε στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο BBC. Ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1978, ενώ περίμενε το λεωφορείο στην Γέφυρα του Γουότερλου, ένιωσε ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του ποδιού του. Ένας περαστικός τον είχε αγγίξει με την ομπρέλα του. Λίγες ώρα αργότερα, ο Μάρκοφ μπήκε στο νοσοκομείο με υψηλό πυρετό. Ο ίδιος είπε στους γιατρούς πως ήταν σίγουρος ότι οι βουλγαρικές μυστικές υπηρεσίες και η KGB είχαν αποπειραθεί να τον δηλητηριάσουν. Όπως έμελλε να διαπιστωθεί, η ουσία που είχε εκτοξευθεί από ένα δισκίο στην άκρη της ομπρέλας ήταν ρικίνη. Στις 11 Σεπτεμβρίου ο Γκεόργκι Μάρκοφ ήταν νεκρός.

Τον Οκτώβριο του 2006, στο κέντρο της Μόσχας, ενώ περίμενε το ασανσέρ για να ανέβει στο διαμέρισμά της, δολοφονήθηκε η δημοσιογράφος Άννα Πολιτκόφσκαγια. Τα ρεπορτάζ της, κυρίως από την Τσετσενία, είχαν εξασφαλίσει στην Πολιτκόφσκαγια ισχυρούς εχθρούς στους διαδρόμους της εξουσίας. Κάθε φορά που δημοσίευε ένα κομμάτι στην εφημερίδα «Νόβαγια Γκαζέτα», η Πολιτκόφσκαγια γνώριζε ότι ρισκάρει τη ζωή της. Το είχε εμπεδώσει όταν επέζησε από μια πρώτη απόπειρα εναντίον της, το 2004. Ήταν 1η Σεπτεμβρίου και βρισκόταν σε ένα αεροπλάνο για το Ροστόφ. Από εκεί θα ταξίδευε για το Μπεσλάν, όπου Τσετσένοι αυτονομιστές είχαν κάνει κατάληψη σε ένα σχολείο και κρατούσαν σε ομηρία 1.100 ανθρώπους.

Λίγο μετά την απογείωση, η Πολιτκόφσκαγια ζητάει ένα τσάι. Πίνει την πρώτη γουλιά στις 21.50. Στις 22.00 καταλαβαίνει ότι αρχίζει να χάνει τις αισθήσεις της. Θα ξυπνήσει ώρες αργότερα, στο νοσοκομείο του Ροστόφ. «Η νοσοκόμα μου λέει ότι όταν με έφεραν ήμουν στα πρόθυρα του θανάτου. Κι έπειτα μου ψιθυρίζει: “Αγαπητή μου, επιχείρησαν να σας δολοφονήσουν”...», γράφει η ίδια η Πολιτκόφσκαγια, σε ένα άρθρο με τίτλο «Δηλητηριασμένη από τον Πούτιν», που δημοσιεύτηκε στον βρετανικό «Guardian». Οι γιατροί, στο μεταξύ, έχουν πάρει εντολή να καταστρέψουν τα δείγματα που πήραν για τοξικολογική εξέταση.

Την 1η Νοεμβρίου 2007, ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο πρώην πράκτορας της ρωσικής FSB (της υπηρεσίας που διαδέχτηκε την KGB, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ) συναντιέται σε ξενοδοχείο του Λονδίνου με τον Αντρέι Λουγκοβόι, πρώην πράκτορα της KGB, κι έναν Ρώσο επιχειρηματία. Ο Λιτβινένκο είχε απολυθεί από την FSB με εντολή του Πούτιν, λόγω της επιμονής του να ασκεί ανοιχτά κριτική στο Κρεμλίνο. Το 2001 του είχε δοθεί πολιτικό άσυλο στη Βρετανία. Λίγες ώρες μετά τη συνάντηση με τον Λουγκοβόι, ο Λιτβινένκο παρουσίασε συμπτώματα δηλητηρίασης. Στον οργανισμό του ανιχνεύθηκε το τοξικό ραδιενεργό ισότοπο Πολώνιο 210. Πέθανε από ανακοπή στις 24 Νοεμβρίου 2006. Αν και ποτέ δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες, αξιωματούχοι της Σκότλαντ Γιαρντ έχουν παραδεχτεί ότι όλα τα στοιχεία παραπέμπουν σε ρωσική ανάμιξη.

Τον Νοέμβριο του 2012, ο Ρώσος επιχειρηματίας Αλεξάντερ Περεπιλίτσνι, έχει βγει για τζόκινγκ στη γειτονιά του στο Λονδίνο. Λίγα λεπτά αργότερα, καταρρέει. Ο 44χρονος άντρας, ο οποίος δεν είχε προβλήματα υγείας, έχει πάθει καρδιακή προσβολή. Ο Περεπιλίτσνι είχε εγκατασταθεί στη βρετανική πρωτεύουσα το 2009, όταν προσφέρθηκε να παραδώσει στις ελβετικές αρχές έγγραφα που, όπως διαβεβαίωνε, αποδείκνυαν την ανάμιξη των ρωσικών αρχών στην τεράστια φορολογική απάτη σε βάρος της εταιρείας επενδυτικού κεφαλαίου Hermitage Capital, του Αμερικανού Μπιλ Μπράουντερ. Παρόλο που ποτέ δεν διευκρινίστηκαν τα ακριβή αίτια θανάτου του, η νεκροψία έδειξε ότι στο στομάχι του άντρα υπήρχαν ίχνη από ένα σπάνιο, δηλητηριώδες λουλούδι.

Ο Ρώσος ακτιβιστής και πολιτικός αναλυτής Βλαντιμίρ Καρά Μούρζα κατέχει ένα ρεκόρ που προκαλεί εκνευρισμό στους εχθρούς του. Είναι ο άνθρωπος που έχει επιβιώσει από δύο απόπειρες δολοφονίας με δηλητήριο. Ο 35χρονος, που σήμερα ζει ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Μόσχα, υπήρξε στενός συνεργάτης του Μπορίς Νεμτσόφ, του πολιτικού αντιπάλου του προέδρου Πούτιν, ο οποίος δολοφονήθηκε μπροστά στο Κρεμλίνο το 2015. Τα τελευταία χρόνια, ο Καρά Μούρζα συνεργάζεται με το ίδρυμα του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ενώ είναι ο άνθρωπος που πέτυχε να πείσει τους Αμερικανούς να ψηφίσουν τον περίφημο Νόμο Μαγκνίτσκι, που προβλέπει κυρώσεις εναντίον Ρώσων που εμπλέκονται σε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τον Μάιο του 2015 ο Καρά Μούρζα, ένας υγιής 32χρονος, εισάγεται στο νοσοκομείο επειδή νιώθει ξαφνικά άσχημα. Μέσα σε λίγες ώρες, τα ζωτικά του όργανα, το ένα μετά το άλλο, τον προδίδουν. Οι γιατροί τον κρατούν στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Διαγιγνώσκουν βαριά δηλητηρίαση. Ο άντρας θα συνέλθει, αλλά θα περάσουν μήνες έως ότου ξανασταθεί στα πόδια του. Το 2017, θα έχει πάλι την ίδια εμπειρία. Αυτή τη φορά, όπως θα περιγράψει στους «New York Times», ήξερε τι συνέβαινε. Τα κατάφερε ξανά να βγει ζωντανός. Αλλά οι γιατροί τον προειδοποίησαν ότι μια τρίτη απόπειρα θα είναι μοιραία. Ο Καρά Μούρζα θεωρεί βέβαιο ότι το Κρεμλίνο τον θέλει νεκρό.

Ο κατάλογος, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Θύματα απόπειρας δηλητηρίασης έχουν πέσει και άλλοι πολιτικοί αντίπαλοι του Κρεμλίνου. Γνωστότερος ανάμεσά τους ο Ουκρανός πολιτικός Βίκτορ Γιούσενκο, το 2004. Είναι και η δικηγόρος της Πολιτκόφσκαγια, και άλλων γνωστών αντικαθεστωτικών, Καρίνα Μοσκαλένκο, το 2008. Και μόλις πρόσφατα, ο 30χρονος ακτιβιστής, πολιτικός μπλόγκερ και παραγωγός των Pussy Riot, Πιοτρ Βερζίλοφ, ο οποίος νοσηλεύτηκε σε νοσοκομεία στη Μόσχα και το Βερολίνο. Από τη Μόσχα, ουδέν σχόλιο.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 4ης Οκτωβρίου