Τι επιπτώσεις θα έχει μια σύγκρουση Τουρκίας-Ρωσίας για όλους μας;

Του Κωνσταντίνου Βέργου*

Χτες ανακοινώθηκε ότι η τουρκική αεροπορία κατέρριψε ρωσικό πολεμικό αεροπλάνο Su-24, πάνω από τη Συρία. Πρόκειται αυτό να οδηγήσει σε αναθέρμανση της τουρκικής οικονομίας, προσέλκυση νέων επενδυτών στη σύμμαχο χώρα και ανατίμηση των περιφερειακών αγορών ή αποτελεί ανεύθυνο πυροβολισμό που διώχνει και τις τελευταίες διστακτικές επενδυτικές πάπιες από την τουρκική λίμνη;

Ο Πρόεδρος, και επί πολλά έτη πρωθυπουργός, της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, κατάφερε εντός των τελευταίων 12 ετών να καθιερώσει ένα μείγμα νεοοθωμανικής επεκτατικής πολιτικής με παράλληλη αναγνώριση λίγων δικαιωμάτων μειονοτήτων στη γείτονα μας αυτή χώρα. Αναμφίβολα, στο διάστημα ηγεσίας του η τουρκική οικονομία βγήκε σταδιακά από τη δύσκολη εποχή της λιτότητας που της είχε επιβληθεί από το ΔΝΤ, και πέρασε μια μακρά περίοδο ασταθούς νομισματικής ισοτιμίας με ανάπτυξη. Η προστασία των εγχώριων εταιρειών, το ευέλικτο νόμισμα και η διατήρηση των τυπικών σχέσεων με τις υπερδυνάμεις ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ρωσία επέτρεψε στη χώρα να σταθεί στα πόδια της, όμως η νεοοθωμανική πολιτική που διανθίστηκε με κιτς φωτογραφίσεις ντυμένων Μογγόλων σε μεσαιωνικές στολές, ενώ ο Ερντογάν κάθονταν σε χρυσές πολυθρόνες σαν νέος Σουλεϊμάν, επέκτεινε την παράνοια από πολιτικό και στρατιωτικό, σε αισθητικό επίπεδο.

Αν και οι πολεμικές βιομηχανίες βγαίνουν κερδισμένες από τις εξελίξεις, τόσο στην Τουρκία όσο και στη Ρωσία, η Τουρκία θα πληγεί από ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Ρωσία, καθώς η οικονομική βαρύτητα της Ρωσίας έχει ενισχυθεί διαχρονικά. Το 1980 η Ρωσία δεν ήταν καν στους 20 μεγαλύτερες χώρες στις οποίες η Τουρκία εξήγαγε, ενώ το 2000 ήταν μόλις 13η, μετά την Ελλάδα που ήταν 12η. Το 2014 ήταν η 7η μεγαλύτερη χώρα, εισάγοντας προϊόντα 6,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περίπου δηλαδή όσα η Γαλλία, οι ΗΠΑ ή η Ιταλία. Όμως, αντίθετα, η Τουρκία εισήγαγε από τη Ρωσία αγαθά αξίας 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και η Ρωσία αποτελεί τη σημαντικότερη χώρα εξαγωγέα προς τη γείτονα χώρα. Η Τουρκία αποτελεί εξάλλου την 4η μεγαλύτερη χώρα προς την οποία οι Ρώσοι εξάγουν, μετά τη Γερμανία (47 δισ.), Κίνα (42 δισ.) και Ολλανδία (33 δισ. δολάρια). Εν ολίγοις, σε περίπτωση περιορισμού των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκία, αναμφίβολα θα πληγεί η Τουρκία, ο μεγάλος χαμένος όμως θα είναι η Ρωσία. Ασφαλώς, όμως, μια δεύτερη ανάγνωση αυτών των μεγεθών επιτρέπει τη διεξαγωγή και άλλων συμπερασμάτων. Η Ρωσία αποτελεί μια χώρα με τεράστιες δυνατότητες επέκτασης των τουρκικών δραστηριοτήτων, τόσο λόγω της θέσης της στον ενεργειακό χάρτη, αλλά και ρυθμού ανάπτυξης, όσο και της τεράστιας αγοράς της, που δυνητικά μπορεί να απορροφήσει μεγάλο κομμάτι τουρκικών προϊόντων, όπως αγροτικών ή κλωστοϋφαντουργίας, που δέχονται ανταγωνισμό από άλλες ανταγωνίστριες χώρες.

Η Τουρκία, εν ολίγοις, αντέχει να χάσει τη Ρωσία, αλλά το πλήγμα σε μακροχρόνια βάση θα είναι μεγαλύτερο από όσο αρχικά φαίνεται. Η τουρκική οικονομία, μέσα στην προσπάθεια επιβολής νεοοθωμανικής πολιτικής, κατάφερε να αποδυναμώσει τον εμπορικό ρόλο της στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, που επίσης επλήγη από τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό, και σταδιακά αποδυναμώνεται. Δεν είναι τυχαίο ότι η χρηματιστηριακή της αγορά δέχεται πλήγμα πέφτοντας 4% σήμερα, κάτι που οδηγεί σε απώλειες 10% σε αξία τουρκικής λίρας από αρχές έτους, και 27% απώλειες σε δολαριακή αξία, ενώ η ρωσική αγορά καταγράφει κέρδη 30% σε ρωσικό νόμισμα, και 15% σε δολαριακή βάση από την αρχή της χρονιάς.

Μετά από τις πρόσφατες, επομένως, εξελίξεις δεν θα ήταν έκπληξη να δούμε μια νέα νομισματική κρίση στην Τουρκία, καθώς από όαση σταθερότητας, έχει μετατραπεί σε παράγοντα αστάθειας στην περιοχή, κάτι που δεν ευνοεί το νόμισμα της και ήδη καταγράφεται στο χρηματιστήριο μετοχών. Τέλος, ενδεχόμενη αστάθεια στην Τουρκία δεν είναι καλή εξέλιξη για τη χώρα μας, καθώς αυξάνει το γεωπολιτικό και οικονομικό κίνδυνο στην περιοχή, κάτι που επηρεάζει και την Ελλάδα δυσμενώς (η Τουρκία αποτελεί τον 4ο μεγαλύτερο εμπορικό μας εταίρο), αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.