Τέλος στη «μετανάστευση» για αποτέφρωση

Τέλος στη «μετανάστευση» για αποτέφρωση

Ριτσώνα αντί για Βουλγαρία. Η λειτουργία του πρώτου αποτεφρωτηρίου τέσσερις περίπου μήνες πριν άλλαξε το δεδομένα και σταμάτησε μια διαδικασία που επί σειρά ετών ακολουθούσαν οι συγγενείς όσων επέλεγαν την αποτέφρωση έναντι της ταφής και η οποία είχε κόστος, οικονομικό και κυρίως ψυχολογικό.

Περίπου 300 άτομα έχουν αποτεφρωθεί στις εγκαταστάσεις της Ριτσώνας και όπως εκτιμάται για το διάστημα λειτουργίας του ο αριθμός αντιστοιχεί κατ' αναλογίαν σε αυτόν που μέχρι πρότινος αναγκάζονταν να μεταφερθούν στη Βουλγαρία, όπου ανέρχονταν ετησίως σε 1.000 άτομα. Το πρώτο διάστημα λειτουργίας του αποτεφρωτηρίου στη Ριτσώνα, οι περισσότεροι θανόντες που έφερναν οι συγγενείς τους ήταν ηλικιωμένοι, ενώ σημαντικό ποσοστό ήταν πολίτες άλλων ευρωπαϊκών χωρών οι οποίοι έμεναν μόνιμα στην Ελλάδα και είχαν εξοικείωση με την καύση.

«Η αποτέφρωση των νεκρών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στον χριστιανικό κόσμο, δηλαδή στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Νότια Αμερική και τα ποσοστά αυτών που επιλέγουν την αποτέφρωση αντί της ταφής, σε μερικές από αυτές, είναι πολύ μεγαλύτερα όπως στη Μεγάλη Βρετανία, την Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Αμερική κ.λπ. Η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που δεν είχε μέχρι τώρα αποτεφρωτήριο» έχει σημειώσει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αποτέφρωσης, Αντώνης Αλακιώτης (ΑΠΕ- ΜΠΕ).

Εκατομμύρια «έφευγαν» στο εξωτερικό

«Μέχρι σήμερα χιλιάδες οικογένειες μετέφεραν στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες τους οικείους τους, των οποίων η τελευταία επιθυμία ήταν η αποτέφρωση. Με τεράστιο οικονομικό και συναισθηματικό κόστος. Υπολογίζουμε ότι κάθε χρόνο ένα ποσό 2,5 έως 3 εκατομμύρια ευρώ “έφευγε” στο εξωτερικό» προσθέτει.

«Σίγουρα κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν τώρα την αποτέφρωση στη Ριτσώνα, καθώς το γεγονός ότι είναι στην Ελλάδα τους παροτρύνει» αναφέρει ο πρόεδρος του Σωματείου Ιδιοκτητών Γραφείων Τελετών Αθηνών- Προαστίων, Αθανάσιος Κωστόπουλος. «Γενικότερα, τα τελευταία χρόνια υπήρχε μία μεγαλύτερη προτίμηση για αποτέφρωση» επισημαίνει, αλλά όπως διευκρινίζει για ορισμένους η μεταφορά στη Βουλγαρία αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα.

Ο πρόεδρος του Σωματείου έχει χαρακτηρίσει θετική τη λειτουργία του αποτεφρωτηρίου στη Ριτσώνα. «Για εμάς δεν υπάρχει απολύτως καμία διαφορά στην παροχή των υπηρεσιών μας. Δεν μας επηρεάζει οικονομικά» δηλώνει εξάλλου και χαρακτηρίζει επιλογή του κάθε ανθρώπου εάν θα επιλέξει αποτέφρωση ή ταφή.

Πρακτική εδώ και ένα αιώνα

Ουραγός, πάντως, αναδεικνύεται η Ελλάδα στον τομέα της αποτέφρωσης, δεδομένου ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η πρακτική της καύσης νεκρών έχει υιοθετηθεί πριν από έναν αιώνα. Στον 19ο αιώνα ο Ιταλός καθηγητής Μπρουνέττι τελειοποίησε έναν κλίβανο αποτέφρωσης τον οποίο παρουσίασε στη Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης το 1873. Πολλοί επιστήμονες άρχισαν να βλέπουν την αποτέφρωση ως υγειονομική λύση αντί της ταφής και άλλοι ως σημαντικά οικονομικότερη.

Το 1874 στο Μιλάνο της Ιταλίας, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε την εφαρμογή της αποτέφρωσης. Το 1874 ιδρύθηκε από το χειρουργό της Βασίλισσας Βικτωρίας, Σερ Χένρυ Τόμσον, ο Οργανισμός Αποτέφρωσης της Μεγάλης Βρετανίας. Το πρώτο αποτεφρωτήριο στην Αγγλία ολοκληρώθηκε το 1879 στο Γουόκινγκ Σάρρεϊ αλλά δε χρησιμοποιήθηκε για τα πέντε πρώτα χρόνια μέχρι τα αγγλικά δικαστήρια να νομιμοποιήσουν την αποτέφρωση. Ήταν η περίπτωση της Τζάνετ Πίκερστζιλ η οποία έκανε χρήση του νομοθετικού δικαιώματος της για αποτέφρωση αντί ταφής και δικαιώθηκε δικαστικά.

Τον Δεκέμβριο του 1878 λειτούργησε, επίσης, στην πόλη Γκόθα της Γερμανίας το πρώτο αποτεφρωτήριο μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες του τοπικού συλλόγου για τη δημιουργία κέντρου αποτέφρωσης νεκρών. Το κίνημα υπέρ της αποτέφρωσης πρωτοεμφανίστηκε στις ΗΠΑ το 1876. Το πρώτο αποτεφρωτήριο χτίστηκε στην Ουάσιγκτον. Το 1881 δημιουργήθηκε η New York Cremation Society και λίγα χρόνια αργότερα η Cremation Association of America.

Τι γίνεται στην Ευρώπη

 Στην Ολλανδία η πρώτη αποτέφρωση έγινε το 1914 και σήμερα φτάνει σε ποσοστό 63% έναντι της ταφής, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία παρατηρείται συνεχής αύξηση με τις αποτεφρώσεις να αγγίζουν το 80%. «Κουλτούρα» στην επιλογή της καύσης έχουν αναπτύξει και οι σκανδιναβικές χώρες, με τα ποσοστά έναντι των ενταφιασμών να είναι 36% στη Νορβηγία, 51% στην Φινλανδία, 70% στη Σουηδία και 76% στη Δανία.

Η αποτέφρωση επιλέγεται περισσότερο στις μεγάλες πόλεις, που έχουν πρόβλημα χώρου στα νεκροταφεία και όχι τόσο στην περιφέρεια όπου δεν υφίσταται το πρόβλημα. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις, όλων των χωρών της Σκανδιναβίας, κυμαίνεται από 70% μέχρι 90%. Ανάλογη εικόνα επικρατεί και στη Γαλλία, όπου η αποτέφρωση είναι διαδικασία που επιλέγεται από την μειοψηφία στις αγροτικές περιοχές, αλλά αποκτά ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές στα αστικά κέντρα. Το 1979 μόνο το 1% των νεκρών αποτεφρώνονταν. Το 2012 το ποσοστό έφτασε το 32% στην επικράτεια και το 45% στο Παρίσι.

Στην Ισπανία μέσα σε μία το ποσοστό των αποτεφρώσεων υπερδιπλασιάστηκε (από 16% έφτασε στο 36%) και όπως καταγράφεται οι μισές αποτεφρώσεις συνολικά στη χώρα γίνονται στη Βαρκελώνη. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Ουγγαρία, όπου η αποτέφρωση έχει φτάσει να είναι συνηθέστερη του ενταφιασμού τα τελευταία χρόνια. Το 2016 αποτεφρώθηκε το 60% των νεκρών σε όλη τη χώρα συνολικά, ενώ το ποσοστό κυμαίνεται από 70-90% στην Βουδαπέστη.

Δεκαετίες καθυστερήσεων

Στην Ελλάδα, το θέμα της αποτέφρωσης τίθεται εντόνως το 1946 από μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Όπως αναφέρει η Ελληνική Εταιρεία Αποτέφρωσης «το 1946 η "Επιστημονική Εταιρεία προς μελέτη των διαφόρων συστημάτων μεταχείρισης των νεκρών", την οποία είχαν ιδρύσει μέλη του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, με πρόεδρο τον κ. Παπαθεοδώρου, πέτυχαν την έγκριση του Πρωτοδικείου και ιδρύεται ο πρώτος σύλλογος υπέρ της αποτέφρωσης».

Παράλληλα, επισημαίνει πως «το 1960, μετά το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου και την αποτέφρωσή του, η άρνηση της Εκκλησίας να προσφέρει νεκρώσιμη τελετή δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση στο χώρο της Εκκλησίας και της κοινωνίας. Έγκριτοι θεολόγοι διαφοροποιούνται από την επίσημη στάση της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το θέμα της επιλογής της ταφής ή της αποτέφρωσης δεν είναι δογματικό θέμα αλλά θέμα παράδοσης, ως εκ τούτου η Εκκλησία δεν θα πρέπει να απορρίπτει από το σώμα της τους πιστούς, που επιλέγουν την αποτέφρωση για λόγους συνείδησης».

Επανήλθε στη δημοσιότητα μετά το θάνατο της Μαρίας Κάλλας, η οποία κηδεύτηκε και αποτεφρώθηκε στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο όπως ήταν η επιθυμία της. Χρειάστηκε, όμως, να φτάσουμε στο 2006 για να δοθεί το πράσινο φως με νομοθετική ρύθμιση στην αποτέφρωση.

Και πάλι, κρίθηκε πως οι όροι της ρύθμισης δεν ήταν εξειδικευμένοι. Ακολούθησε νέα νομοθετική διάταξη το 2010, η οποία ρύθμιζε τα τεχνικά ζητήματα αλλά έθετε ως όρους τα αποτεφρωτήρια να γειτνιάζουν με νεκροταφεία, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας για άλλη μία φορά.

Το 2014 ξεπεράστηκε και αυτό το εμπόδιο, αλλά η διάταξη όριζε πως η δημιουργία αποτεφρωτηρίων επιτρεπόταν μόνο σε δήμους ή σε νομικά τους πρόσωπα. Οι αντιδράσεις και πάλι εμπόδισαν τη λειτουργία έως το 2017 οπότε και δόθηκε η δυνατότητα κατασκευής αποτεφρωτηρίων και σε ιδιώτες κι έτσι φτάσαμε σήμερα στη Ριτσώνα.

Η αντιμετώπιση

Με διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισαν την αποτέφρωση νεκρών τα διάφορα δόγματα του Χριστιανισμού. Ήδη, από το τέλος του 1900 οι Προτεστάντες εμφανίστηκαν πιο προοδευτικοί και αποδέχτηκαν την καύση. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφαση των Καθολικών να δεχτούν την αποτέφρωση, καθώς δεν μπορούσαν να θάψουν σωστά τους νεκρούς και υπήρχε κίνδυνος μολύνσεων.

Στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης η Ορθόδοξη εκκλησία συναίνεσε στην αποτέφρωση στη διάρκεια του κομμουνισμού. Ωστόσο, στην Ελλάδα η Εκκλησία είχε θέσει όλο το προηγούμενο διάστημα σειρά εμποδίων στη δημιουργία αποτεφρωτηρίων, ενώ εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να καταδικάζει την επιλογή της καύσης και να αρνείται την εξόδιο ακολουθία σε όσους πρόκειται να αποτεφρωθούν.

«Η Εκκλησία παρέχει την εξόδιο ακολουθία ακόμα και σε δολοφόνους ή παιδεραστές, αλλά εξακολουθεί να στερεί τη δυνατότητα αυτή στις οικογένειες νεκρών που επιλέγουν την αποτέφρωση» όπως έχει σχολιάσει ο κ. Αλακιώτης. Είναι ενδεικτικό πως στο παρελθόν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου για να πραγματοποιηθεί η εξόδιος ακολουθία, οι συγγενείς του θανόντος έλεγαν πως στη συνέχεια θα γίνει ταφή στον τόπο καταγωγής, στο χωριό, και στη συνέχεια μετέφεραν τη σορό για αποτέφρωση στη Βουλγαρία.