Τατιάνα Αβέρωφ: Δεν υπάρχει βαρετός άνθρωπος

Τατιάνα Αβέρωφ: Δεν υπάρχει βαρετός άνθρωπος

«Μέχρι πρόσφατα θα σας απαντούσα με σιγουριά πως δεν έχω συγγραφικές εμμονές. Τα βιβλία μου είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, έχω γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, σύγχρονο, νεανικό, αστυνομικό, μυθιστορηματική βιογραφία - τι κοινό μπορεί να έχουν όλα αυτά;» Αναρωτιέται η Τατιάνα Αβέρωφ, αποδεχόμενη εντούτοις: «Και όμως. Με κάποια έκπληξη διέκρινα πριν λίγο καιρό πως ένα κοινό μοτίβο διατρέχει όλους τους ήρωές μου, ασχέτως φύλου ηλικίας, εποχής ή συνθηκών της ζωής τους. Τελικά, οι εμμονές μας πηγάζουν μάλλον από ένα βαθύτερο επίπεδο του εαυτού μας, που δεν είναι πάντα αντιληπτό στον συνειδητό νου».

Η συγγραφέας, με σπουδές φιλοσοφίας και ψυχολογίας στο ενεργητικό της, δευτερότοκη κόρη του ευπατρίδη πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα, και με τα βιβλία «Το ξέφωτο», «Αύγουστος», «Ανοιχτή γραμμή», «Θράσος», «Δέκα ζωές σε μια», «Έγκλημα στον παράδεισο» ήδη στη λογοτεχνική της διαδρομή, μιλώντας στο Liberal.gr για τις ιστορίες και τους ήρωές της θα μας πει: «Πιστεύω πως δεν υπάρχει βαρετός άνθρωπος, αρκεί να καταφέρεις να ρίξεις φως σ’ αυτό που υπάρχει κάτω από τη μάσκα.» «Τα πάντα μπορούν να γίνουν ιστορία, φτάνει να υπάρχει κάποιο ανθρώπινο ενδιαφέρον».

Κι ανοίγοντάς μας τα συρτάρια της θα μας αποκαλύψει:

«Εδώ και κάμποσο καιρό γράφω άλλο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, τη συνέχεια κατά κάποιο τρόπο του “Έγκλημα στον Παράδεισο” που εκδόθηκε πριν πέντε χρόνια. Κεντρικοί ήρωες είναι πάλι ο αστυνόμος Γαλάνης και η γιατρός Μαρία Λάζου, που αυτή τη φορά καλούνται να διαλευκάνουν τρεις φαινομενικά άσχετες υποθέσεις, μια εξαφάνιση, έναν φόνο και μια σειρά ληστειών. Όπου να ‘ναι τελειώνω την πρώτη γραφή οπότε ελπίζω το βιβλίο να εκδοθεί μέχρι το τέλος του χρόνου ‒ αλλά ας μη λέω μεγάλες κουβέντες…»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

-Κυρία Αβέρωφ, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Ιδανικά, γράφω το πρωί, νωρίς, προτού ξυπνήσει άλλος άνθρωπος σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου. Ιδανικά, κυνηγάω την απόλυτη ηχομόνωση και αποκοπή από τον γύρω κόσμο. Υπάρχει όμως και η πραγματικότητα. Έτσι, προσαρμόζεται κανείς αναλόγως. Είναι μια δύσκολη άσκηση αυτό το μέσα/έξω από τον κόσμο, η δυσκολότερη ίσως, που αφορά πιστεύω και γενικότερα τους συγγραφείς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Κάθε μυθιστόρημα είναι αλλιώς. (Μιλάω για το μυθιστόρημα κυρίως, καθώς διηγήματα έχω γράψει λίγα, με αφορμή πάντα κάποιο αφιέρωμα ή δοσμένο θέμα, και είναι μια πιο εύκολη/σύντομη διαδικασία). Συνήθως λοιπόν υπάρχει αρχικά μια ασαφής ιδέα ‒ όχι εικόνα, ούτε φράση‒ θα το ονόμαζα μάλλον μια αίσθηση, μια σκέψη, ένα ερώτημα ή μια σύγκρουση κοινωνικού ή υπαρξιακού περιεχομένου που με «τρώει» και ψάχνω να το βάλω σε λόγια. Καμιά φορά η ιδέα έρχεται μαζί με μια υποτυπώδη ιστορία ή έναν ήρωα που με καθοδηγεί και τον ακολουθώ, έτσι ώστε γράφοντας, βήμα-βήμα, και με χιλιάδες επιμέρους πλάνα και σχεδιάσματα, παίρνει μορφή σιγά σιγά και ολοκληρώνεται το βιβλίο.

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Το τρίτο μου μυθιστόρημα, ο «Θράσος», που ξεκίνησε ως άσκηση. Ήθελα να γράψω μια-δυο σελίδες με τη φωνή ενός δεκαεξάχρονου έφηβου. Ήταν ένα παιχνίδι γραφής, δεν ήξερα τίποτα για τον ήρωά μου όταν ξεκίνησα, αλλά σιγά σιγά με συνεπήρε ο κόσμος του και έτσι, από μια-δυο σελίδες, κατέληξε μυθιστόρημα.

Αντίθετη περίπτωση, αλλόκοτη όμως κι αυτή, ήταν το «Δέκα ζωές σε μία», μια μυθιστορηματική βιογραφία με ήρωα τον πατέρα μου. Εδώ είχα πολλά δεδομένα και μου ήταν λίγο-πολύ γνωστή η πλοκή της ιστορίας μου. Παιδεύτηκα όμως πάνω από πέντε χρόνια μέχρι να βρω τη σωστή «φωνή» για να ξεκινήσω το γράψιμο, και άλλα πέντε χρόνια ψάχνοντας πάλι κεφάλαιο-κεφάλαιο την εξέλιξη της «φωνής» προκειμένου να ολοκληρώσω το βιβλίο.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Μέχρι πρόσφατα θα σας απαντούσα με σιγουριά πως δεν έχω συγγραφικές εμμονές. Τα βιβλία μου είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, έχω γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, σύγχρονο, νεανικό, αστυνομικό, μυθιστορηματική βιογραφία ‒ τι κοινό μπορεί να έχουν όλα αυτά; Και όμως. Με κάποια έκπληξη διέκρινα πριν λίγο καιρό πως ένα κοινό μοτίβο διατρέχει όλους τους ήρωές μου, ασχέτως φύλου ηλικίας, εποχής ή συνθηκών της ζωής τους. Τελικά οι εμμονές μας πηγάζουν μάλλον από ένα βαθύτερο επίπεδο του εαυτού μας, που δεν είναι πάντα αντιληπτό στον συνειδητό νου.

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Ειλικρινά δεν ξέρω να σας απαντήσω. Τα πάντα μπορούν να γίνουν ιστορία, φτάνει να υπάρχει κάποιο ανθρώπινο ενδιαφέρον.

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Οι ήρωες ενός βιβλίου σηκώνουν το βάρος της πλοκής, είναι οι φορείς της πλοκής, και πρέπει να είναι αρκετά δυνατοί ώστε να πείθουν τον αναγνώστη, πρέπει να τον ενδιαφέρουν και να νοιάζεται για τη μοίρα τους. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να ζωντανέψουν στο δικό μου το μυαλό, πρέπει να τους συναισθανθώ, να καταλάβω τι θέλουν και ποια είναι τα βαθύτερα μοτίβα που ορίζουν τη συμπεριφορά τους. Υπό αυτή την έννοια, οι πάντες μπορούν να γίνουν ήρωές μου. Πιστεύω πως δεν υπάρχει βαρετός άνθρωπος, αρκεί να καταφέρεις να ρίξεις φως σ’ αυτό που υπάρχει κάτω από την μάσκα.

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο Θράσος του ομώνυμου μυθιστορήματος, όπως ανέφερα και παραπάνω, που μου επιβλήθηκε με το έτσι θέλω και, από άσκηση-επί-χάρτου, απαίτησε να γίνει μυθιστόρημα.

Ιδιαίτερη περίπτωση ήταν επίσης η Έλλη, η ηρωίδα του «Αύγουστος», που αλλιώς ξεκίνησε στο μυαλό μου (θα περιέγραφα την απόλυτα φριχτή μητέρα που «τρώει» τα παιδιά της και στο τέλος θα πλήρωνε σκληρά για τα λάθη της, ενώ ο γιος της θα κατάφερνε να βρει το δρόμο του) αλλά γράφοντας, την κατάλαβα σιγά σιγά, την συγχώρεσα, και με ανάγκασε να της δώσω μια δεύτερη ευκαιρία.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Αυτό που ξεχωρίζει στη μνήμη μου δεν είναι τόσο ένα συγκεκριμένο βιβλίο, όσο ένας ολόκληρος κόσμος, μια εποχή, μια παιδική λαχτάρα. Θυμάμαι ακόμα ολοζώντανα την γλυκιά προσμονή της χαράς, που θα ερχόταν το βράδυ στο κρεβάτι, όταν θα μου διάβαζε η μητέρα μου κάποιο από τα παραμύθια της Enid Blyton, ή όταν θα διάβαζα μόνη μου πια κάποιο από τα βιβλία της για μεγαλύτερα παιδιά, κρυφά με το φακό, μέχρι αργά τη νύχτα. Η αναγνωστική απόλαυση είναι, θεωρώ, η βάση πάνω στην οποία κτίζεται σιγά σιγά και εμπλουτίζεται η σχέση μας με το διάβασμα και το βιβλίο.

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δεν μπορώ και πάλι να ξεχωρίσω ένα συγκεκριμένο βιβλίο, μπορώ όμως να σκεφτώ συγγραφείς που, γενικά μιλώντας, τα βιβλία τους με έκαναν πλουσιότερη. Συνδέομαι μάλλον περισσότερο με τη «φωνή» του συγγραφέα που διατρέχει ανεπαίσθητα όλες του τις αφηγήσεις και όλους τους ήρωές του ασχέτως ιστορίας και βιβλίου, έτσι δημιουργώ αυθόρμητα αγάπες και αντιπάθειες για συγγραφείς και, αναλόγως, εξαντλώ ή αποφεύγω να εξαντλήσω όλα τους τα βιβλία. Ενδεικτικά λοιπόν, ανάμεσα στους σημαντικούς για μένα συγγραφείς σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, μπορώ να αναφέρω τους: Blyton, Καραγάτση, Καζαντζάκη, Sartre (παλαιότερα) και Virginia Wolf, Thomas Bernhard, Στρατή Χαβιαρά, John Banville, Philip Roth, Ian McEwan κ.α. (στους οποίους ακόμα επιστρέφω).

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είναι αυτοί που ήδη ανέφερα, πεζογράφοι κυρίως, αλλά και κάμποσοι νεότεροι, Έλληνες, που δεν θα τους ονοματίσω από φόβο μην ξεχάσω κάποιον.

-Κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Κατά κανόνα, όταν γράφω, αποφεύγω τα εξωτερικά ερεθίσματα που μπορεί είτε να με αποσπάσουν είτε να με οδηγήσουν σ’ ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα από αυτό που χρειάζομαι. Διαβάζω πολύ επιλεκτικά συγγραφείς που ξέρω ότι θα μου ταιριάξουν. Έχω επίσης μια παράξενη σχέση με τη μουσική: κάποια βιβλία μου, είτε ολόκληρα ή διαφορετικές ενότητές του, έχουν γραφτεί ακούγοντας ξανά και ξανά συγκεκριμένες όπερες, που εκ των υστέρων κατάλαβα πως σαν να καθόριζαν την ατμόσφαιρα που ζητούσα -αλλά δεν έβρισκα- και με βοηθούσαν έτσι να την διοχετεύσω στη συνέχεια και στο γραπτό μου.

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Εδώ και κάμποσο καιρό γράφω άλλο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, τη συνέχεια κατά κάποιο τρόπο του «Έγκλημα στον Παράδεισο» που εκδόθηκε πριν πέντε χρόνια. Κεντρικοί ήρωες είναι πάλι ο αστυνόμος Γαλάνης και η γιατρός Μαρία Λάζου, που αυτή τη φορά καλούνται να διαλευκάνουν τρεις φαινομενικά άσχετες υποθέσεις, μια εξαφάνιση, έναν φόνο και μια σειρά ληστειών. Όπου να ‘ναι τελειώνω την πρώτη γραφή οπότε ελπίζω το βιβλίο να εκδοθεί μέχρι το τέλος του χρόνου ‒ αλλά ας μη λέω μεγάλες κουβέντες…