Πώς μας αιχμαλώτισαν

Πώς μας αιχμαλώτισαν

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Λέγαμε χθες πόσο εύκολα, μονοκόμματα, αδιαμαρτύρητα, σαν πρόβατα που τα σαλαγάει ο τσομπάνης —ή απλώς ο πιο φωνακλάς σκύλος του—, χάνουμε καθημερινά απίθανες ευκαιρίες να γνωρίσουμε από κάπως κοντά ένα μέρος της μαγείας που μας περιβάλλει. Αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο —που, ναι, είναι ταυτόχρονα ένας κόσμος σκληρός, άδικος, άκαρδος, άνισος κλπ., όπως είναι άλλωστε αφότου υπήρξαν ποτέ άνθρωποι, και αφότου, εδώ που τα λέμε, υπήρξαν ποτέ πρωτεύοντα θηλαστικά γενικώς? αλλά είναι και ο καλύτερος που υπήρξε σε ΟΛΗ την ιστορία της ανθρωπότητας μαζί, και μάλιστα με αστρονομική διαφορά—, αυτά, επαναλαμβάνω, που συμβαίνουν στον κόσμο, και που ελάχιστα ανάμεσά τους προλαβαίνουμε να πληροφορηθούμε, πόσο δε μάλλον να μελετήσουμε, όσοι αφιερώνουμε ένα κάποιο κομμάτι του χρόνου μας στην ενημέρωση, είναι συγκλονιστικά. Και πολλά από αυτά ίσως να μας ενδιέφεραν προσωπικά: ίσως να είναι κομμάτια μας που δεν ξέρουμε ότι τα χάσαμε, ή ότι τα ψάχναμε. Κι όμως: τρέχουν όλα τους μέσα από τα μισάνοιχτα δάχτυλά μας σαν το νερό, και σαν την άμμο, και χάνονται — ξοδεύονται και πάνε.

Και χάνονται γιατί είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στην καθημερινότητα που έχουμε φτιάξει. (Μαζί τη φτιάξαμε). Τι άδικο πράγμα όμως, και πόσο λάθος.

Η αντίρρηση σε αυτό τον συλλογισμό είναι προφανής: ό,τι και να γίνεται στον κόσμο, όσους πυραύλους και να στέλνουμε στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού ή όσα καλά μυθιστορήματα και να κυκλοφορήσουν φέτος, όσες αρρώστιες και να κατανικηθούν από τους επιστήμονες όπου γης και όσο κι αν έχουν εξελιχθεί η κλωνοποίηση ή οι κβαντικοί υπολογιστές ή τα κινητά που όλοι μας έχουμε στην τσέπη, αυτό που κυρίως πάντα θα μας ενδιαφέρει, η πρώτιστη έγνοια μας, δεν θα 'ναι άλλο από εμάς τούς ίδιους και από τους δικούς μας: από το αν θα στέκει όρθιος αύριο ο δικός μας μικρός κόσμος. Δεν μπορεί να σε νοιάζουν οι μακρινοί ορίζοντες τη στιγμή που καίγεται το σπίτι σου, σωστά;

Οπότε, ναι —θα πείτε—, είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο να ασχολούμαστε εμμονικά με ανθρώπινους τύπους όπως ο Καμμένος —και άλλοι τέτοιοι, αλλά αυτός μάς απασχολεί τις ημέρες αυτές, φευ— και να παραβλέπουμε την ίδια στιγμή οτιδήποτε σημαντικό συμβαίνει γύρω μας, δυο οργιές μακριά μας (ή μάλλον καμία: όσο μακριά μας είναι το ποντίκι του υπολογιστή μας), οσοδήποτε θαυμαστό και επαναστατικό και όμορφο και να είναι. Ακόμη και ένα κομμάτι λαρδί από χοιρινό μπούτι να ήταν στη θέση τού κάθε Καμμένου, με αυτό το κομμάτι το λαρδί από το χοιρινό μπούτι θα ασχολούμασταν. Όλη μέρα. Κάθε μέρα. Έτσι πάει, θα πείτε.

Η αντίρρηση αυτή είναι προφανής, αλλά δεν στέκει. Και πρωτίστως δεν στέκει γιατί αυτό το πράγμα δεν το κάνουν όλοι. Και εγώ και εσείς γνωρίζουμε ανθρώπους που ξέρουν πολύ καλά το πολιτικό παιχνίδι στην Ελλάδα, και μιλούν σθεναρά και εις βάθος για αυτό, και όμως είναι διαρκώς προσανατολισμένοι, μάλιστα με μεγάλη επάρκεια, και σε ένα σωρό άλλα θέματα. Τους θαυμάζουμε, τους ακολουθούμε, και κάπως τούς διαβάζουμε, τους μελετάμε. Μάλιστα, δεν είναι όλοι τους άνθρωποι που έχουν λύσει για μια ζωή τα θέματα του βιοπορισμού τους, ώστε να μπορούν να «φιλοσοφούν» εκ του ασφαλούς. Μιλώ για «νορμάλ» καταστάσεις. Οπότε, αφ' ης στιγμής καταφέρνουν αυτοί να ζουν φυσιολογικά, και να μην ομνύουν καθημερινώς σε ένα κομμάτι λαρδί, μπορούμε να το κάνουμε ενδεχομένως και εμείς.

Το πρόβλημα είναι άλλο. Και είναι ένα διπλό πρόβλημα.

Πρώτα-πρώτα, έχει να κάνει με την τεμπελιά μας, την οκνηρία μας, τη νωθρότητά μας, την αβελτηρία μας, ένα καθαρά ανατολίτικο χαρακτηριστικό που βρίσκεται στον αντίποδα του Δυτικού, φαουστικού ανθρώπου, στον αντίποδα ενός δραστήριου, αίφνης, προτεστάντη, κάποιου βορείου. Είναι εύκολο να μιλάς για το λαρδί, να το φοβάσαι, να ανταλλάσσεις επιχειρήματα για δαύτο, να κανονίζεις τη ζωή σου βάσει τής μορφής που αυτό επιλέγει κάθε φορά να έχει. Είναι παιχνιδάκι. Είναι ένα ξεκούραστο πράγμα που το κάνεις καθιστός σταυροπόδι στην καρέκλα, και με τα χέρια ελεύθερα για να πιάνουν τον καφέ και τα τσιγάρα σου. Και είναι κάτι που με μεγάλη σου χαρά σε απαλλάσσει από την υποχρέωση να βαδίζεις ελεύθερος. Η ανάγκη, άλλωστε, για ελευθερία είναι εγγενής —ενστικτώδης— μόνο στα ζώα. Στον άνθρωπο όχι. Ο άνθρωπος χρειάζεται πάντα μία εξωγενή παρέμβαση για να κινητοποιηθεί και να την επιδιώξει. Εμείς οι Ορθόδοξοι Ανατολίτες τείνουμε να δενόμαστε με το καθεστώς και να του μοιάζουμε. Ιδίως όταν είναι αργοσάλευτο, και κοντά στα δικά μας φυσικά.

Κατά δεύτερον, σε περιόδους αβεβαιότητας όπως η δική μας —γιατί αυτό συνιστά κυρίως ό,τι λέμε Κρίση: η απουσία κανονικότητας, η αβεβαιότητα— είναι πιο εύκολο, πάλι, να ψάχνεις για χαμηλά παραδείγματα, για τα «βασικά». Είναι και ένας όμορφος τρόπος να «κανονικοποιήσεις» την καθημερινότητά σου. Στο κάτω της γραφής, αν μας ψάξεις όλους, θα δεις πως από μέσα μας μοιάζουμε πολύ, έτσι δεν είναι; Κάτω από το δέρμα του ο άνθρωπος είναι ίδιος με τον άλλο. Κατ' αυτά, το Παράδειγμα «καθεστώτων» όπως το δικό μας μπορεί να γίνει πολύ αγαπητό. Δεν ξεφεύγεις εύκολα, δεν ξεφεύγουν πολλοί από τη μαγνητική του έλξη. Για να το πούμε αλλιώς, ο λόγος της σημερινής εξουσίας, όπως και κάθε λαϊκιστικός λόγος, είναι εξαιρετικά «ταπεινός» μέσα στη φιλαυτία και την πομπώδη ρητορική του ή τον κομπασμό του και τα σμιχτά του φρύδια: μιλά για πράγματα πολύ βασικά, σχεδόν προνεωτερικά, και έτσι σχεδόν ο καθένας μπορεί να βρει ισχυρά πεδία ταύτισης μαζί του. Είναι κάτι σαν το Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια: νιώθεται. Ο λόγος τού ΣΥΡΙΖΑ, ο λόγος του Καμμένου, τέτοιοι «λόγοι» τέλος πάντων, δεν είναι πολιτικοί, είναι καθησυχαστικοί — μια πιπίλα ενηλίκων. Και δεν είναι και ένας ορθολογικός λόγος αυτός, είναι γεμάτος σύμβολα: αντί για λέξεις, έχει στυλιζαρισμένα σχήματα όπως οι θρησκείες και η Τροχαία. Είναι ένας θρησκευτικός-αστυνομικός λόγος.

Η οριενταλική τεμπελιά μας και η καταβύθισή μας στο χαμηλής ενεργειακής στάθμης παράδειγμα των κυβερνώντων, που κανονίζουν τι θα σκεφτόμαστε και σε τι ποσότητες, μας κρατά καλά κλεισμένους μέσα σε μια μάντρα, που στους τοίχους της σπάει και η τελευταία ηχώ όσων γίνονται στον κόσμο. Είναι υποχρέωσή μας όμως να αντισταθούμε: και σε δαύτους, και στον εαυτό μας.

Ο κόσμος δεν είναι φυλακή. Είναι ένα πελώριο ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων και ελευθερίας.

Ελλάδα, για όνομα του καλού Θεού, δεν είναι (μόνο) οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]