Οι δεξιές τάσεις της Δεξιάς

Οι δεξιές τάσεις της Δεξιάς

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Στο προχθεσινό μας κείμενο ξεκινήσαμε μία σειρά συλλογισμών για κάποιες μορφές της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς και, κυρίως, για εκείνο το απέθαντο κομμάτι της, αυτό που δεν βγαίνει ποτέ από τη μόδα, κι ας είναι ήδη τόσο παλιό και τόσο διακωμωδημένο: την Αριστερά του Χαβιαριού — μια από τις πιο χυδαίες και πιο πρόστυχες εκδοχές λαϊκισμού, ενός λαϊκισμού μάλιστα που μισεί και απεχθάνεται τον λαό γιατί τον αισθάνεται ποταπό, ανάξιο, πεπερασμένης νοημοσύνης και αναλώσιμο.

Και γιατί να βγει από τη μόδα, άλλωστε; Σε μια εποχή που οι λαϊκές κινητοποιήσεις σε χώρες όπως η Κίνα και η Βενεζουέλα μονοπωλούν —και δικαίως— το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, καθώς είναι τρομερά μαζικές και έχουν σαν βασικό στόχο την Ελευθερία και τη Δημοκρατία —και όχι τη μείωση του ΕΝΦΙΑ—, η ακαδημαϊκή ή απλώς πλούσια και καλά τακτοποιημένη gauche caviar έχει κάθε λόγο να αισθάνεται παραγκωνισμένη και φοβισμένη? και κάθε λόγο να συντηρείται όπως και όσο μπορεί, να κουκουλώνεται πίσω από όποιες μάσκες την παίρνει να κουκουλωθεί, και να επινοεί ολοένα και πιο εκκεντρικούς τρόπους για να παραμένει relevant.

Είναι άλλωστε αυτή ακριβώς η Αριστερά που κρύβεται, αν και όχι πολύ καλά, πίσω από τον κατακερματισμό του «διεκδικητικού μετώπου» σε κομμάτια και αποκόμματα, σε κινήματα που ξεκινούν ακόμη και από το μηδέν και που, φευ, γίνονται ξαφνικά μόδα, συχνά προκαλώντας τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που πολεμούν. Τα ίδια ακριβώς δηλαδή που κάνει χρόνια τώρα και η αμερικανική Αριστερά των καλών πανεπιστημίων, οι Liberals, με την —εντέλει διχαστική, αποπροσανατολιστική, ηττοπαθή— πολιτική των ταυτοτήτων και των «κοινωνικών κινημάτων» στην οποία με τόση ζέση επιδίδονται ξεχνώντας οτιδήποτε άλλο.

Ήταν ακριβώς εξαιτίας τής εν λόγω εμμονής, άλλωστε, που η «βαθιά Αμερική», αντιδρώντας στην παραφορά της διαφορετικότητας, απέκτησε αίφνης και αυτή ισχυρά «ταυτοτικά» χαρακτηριστικά —τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά του redneck, του χωριάτη, του λευκού σαπιοκοιλιά, του οπλοφόρου βλακός, ή απλώς του άνεργου αμόρφωτου εργάτη που φυτοζωεί με τα επιδόματα της Πρόνοιας και πετάει καπάκια στον κουβά με το πίτουρο της κότας—, ήταν ακριβώς εξαιτίας αυτής της εμμονής «των χορτασμένων, των τύπων με τα πτυχία» που αισθάνθηκε σφόδρα απειλούμενη και, ψάχνοντας λύσεις στο ζοφερό αδιέξοδό της, βρήκε στο πρόσωπο του χυδαίου Τραμπ μια «ψυχολογικά λογική» απάντηση: ήταν οι μορφωμένες ελίτ που κατάφεραν να δώσουν στον επικίνδυνο ρωσόφιλο ρατσιστή —στο πιάτο— τη χώρα. (Βλ. εδώ το βιβλίο του Mark Lilla, «Κάποτε Φιλελεύθερος και πάλι Φιλελεύθερος», από τις Εκδόσεις Επίκεντρο).

Από την άλλη, και κατά την πάγια συνήθειά μας, κλείναμε… δραματικά το χθεσινό κείμενό μας, με μια μνεία στην αντίπερα όχθη: «Και πολύ καλά κάνει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Αν μη τι άλλο, έχει απέναντί της μία χυδαία Δεξιά». Και φυσικά είχαμε στον νου μας κυρίως την ημεδαπή Δεξιά, αυτήν που τόσο εύκολα κυλά ακόμη δεξιότερα όταν οι καιροί τής κλείνουν το μάτι. Και της το κλείνουν συχνά. Κι αυτή τσιμπάει.

Είμαστε σίγουροι ότι αυτού του τύπου η ντόπια Δεξιά δεν θα μας απασχολούσε στο επίπεδο που πιθανότατα θα μας απασχολήσει στο μέλλον έτσι και δεν παρθούν άμεσα μέτρα (γιατί το μέλλον είναι εδώ, κι όποιος έχει μάτια το βλέπει) αν δεν είχε προηγηθεί η δεκαετία ΣΥΡΙΖΑ: τα πέντε χρόνια των «κινηματικών αγώνων στους δρόμους» και τα κοντά άλλα τόσα στα δανεικά γιοτ της εξουσίας. Και, αναφορικά με αυτό το δεύτερο μισό, η ροπή της Δεξιάς προς τα πιο δεξιά ήταν ένας από τους πιο βασικούς λόγους που θέλαμε όσο τίποτε άλλο να γυρίσουν οι εθνικολαϊκιστές στην αντιπολίτευση μια ώρα αρχύτερα: η δράση φέρνει αντίδραση, που λένε.

Το βλέπαμε, και το επισημαίναμε με θλίψη αλλά και φόβο, να συμβαίνει στα social media, που μπορεί μεν να είναι ένας παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνίας, αλλά δεν παύουν να είναι —έστω και έτσι— ένας καθρέφτης της: από εκεί που γινόταν μία —ας την πούμε— συνετή κριτική στον κυβερνώντα συνασπισμό τής Άνω και Κάτω Πλατείας, με την οποία δεν μπορούσες παρά να συμφωνήσεις με όλη σου την ψυχή, βλέπαμε πως, μέρα με την ημέρα από ένα σημείο και μετά, ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί μερικές πολύ άσχημες φωνές από το στρατόπεδο ημών των «καλών». Μερικές πραγματικά πολύ άσχημες φωνές. Κρωξίματα. Κι αυτό, όσο περνούσε ο καιρός και οι άλλοι δεν έλεγαν να φύγουν, γοητευμένοι από τις μυρωδιές της μαρμίτας και αφιονισμένοι από την ηδονή της εξουσίας, εντεινόταν. Και εντεινόταν κι άλλο. Βλέπαμε ανθρώπους με φιλελεύθερη φωνή να πετούν ξαφνικά ακροδεξιά τσιτάτα, εθνικιστικές αρλούμπες και αντιδημοκρατικές κορόνες. Όχι κατά λάθος: δεν τους ξέφευγαν, δεν ήταν πάνω στον θυμό ή επειδή η χώρα κατέρρεε (μολονότι αυτό, ξαναλέμε, ήταν η πηγή του κακού): αλλά σιγά-σιγά εννοώντας τα όλα αυτά απολύτως.

Ένα όχι μικρό ποσοστό των ανθρώπων που ασχολούνται όλη μέρα με σκοπό να καθορίζουν τα θέματα της ατζέντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξεκίνησαν σαν δημοκράτες φιλελεύθεροι και κατήντησαν, λόγω, θιασώτες ιδεολογημάτων 100% άσχετων με τη Δημοκρατία — ακόμα και με τη ΝΕΑ Δημοκρατία του Μητσοτάκη, αν μου επιτρέπετε να το πω κι αυτό. Ξαναλέμε: όλοι αυτοί δεν είναι λίγοι, ούτε είναι αδιάφοροι. Αθροιζόμενοι, και συναγελαζόμενοι ο ένας με τον άλλο, έχουν συμπήξει —από την εποχή των Πρεσπών, για να το προσδιορίσουμε χρονικά— μία δυνατή ομάδα που μπορεί και δίνει τον τόνο. Και όλο αυτό ενώ κάποιοι άλλοι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν, μοχθούν κυριολεκτικά, για να ισορροπήσουν καταστάσεις σε ένα πολύ μεγάλο και καθόλου ομοιογενές κόμμα που κλήθηκε να ανατάξει τη χώρα, ξεκινώντας από την οικονομία και τις σχέσεις της με τους ιστορικούς συμμάχους μας. Και σε μία εποχή κρίσιμη όσο καμιά άλλη στη μεταπολεμική παγκόσμια ιστορία: μια εποχή που θα καθορίσει τα πάντα για τον επόμενο μισό αιώνα τουλάχιστον.

Αυτή την εποχή, που ήδη ξεκίνησε, δεν μπορούμε να μιλάμε σαν τον πατέρα Πλεύρη, ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΗΛΑΔΗ. Δεν υπάρχει χώρος, και δεν υπάρχει χρόνος για κάτι τέτοιο. Δεν ζούμε στη μεταπολεμική Ελλάδα (δεν ζούμε καν στην Ελλάδα την ίδια, ζούμε σε έναν πελώριο, ανοιχτό, ζέοντα κόσμο), δεν γυρίζονται πια ταινίες με τον Παράβα και με καρικατούρες ομοφυλόφιλων από την Κλακ Φιλμς (και, ναι, η ομοφοβία είναι σύμπτωμα ψιλοπαράνοιας, deal with it: ζήτα βοήθεια), δεν τυλιγόμαστε με σημαίες όπως το '92 για να ζεστάνουν την αβεβαιότητά μας (μόνο κάτι μονόφρυδοι στα γυμναστήρια το κάνουν), δεν έχουμε με την Εκκλησία τη σχέση που είχε η γιαγιά μου η παλαιοημερολογίτισσα στα 80s (η οποία είχε σχέση και με το ξεμάτιασμα επίσης, και έλεγε και τον καφέ), δεν βγαίνουμε να λέμε στα Twitter «της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό» άμα τυχόν είμαστε κάτω των ογδόντα χρονών (πόσο δε μάλλον αν είμαστε εικοσιπεντάχρονοι δικηγόροι), δεν μιλάμε για τους πρόσφυγες σαν να 'ναι υποδεέστεροί μας (δεν είναι: απλώς εσύ μεγάλωσες σε μια κοινωνία που σου επέτρεψε να πάρεις smartphone και να παραγγέλνεις νεγκρόνι) ή λες και είναι οι τζιχαντιστές του Καμμένου (πάει ο Καμμένος, κάηκε).

Αυτά όλα είναι συμπτώματα της φοβερής αρρώστιας άλλων χώρων — χώρων που τους τσάκισε η Ιστορία. Ίδιον ενός σοβαρού, σύγχρονου, κεντρώου χώρου είναι να βγάζει παράδες, και να αγοράζει πράγματα, και να κομποζάρει σακάκι-ζώνη-παπούτσια, και να ξεκοκαλίζει τέσσερα-πέντε ξένα έντυπα μέχρι τις εφτά, άντε εφτάμισι το πρωί, κάθε πρωί, για να έχει κάποια (αμυδρή) ελπίδα να τα βγάλει πέρα στον μεγάλο οικονομικό πόλεμο της αύριον με τους Κινέζους και με τους Ινδούς.

Και επίσης: δεν «ήρθαμε» για να εκδικηθούμε και να νικήσουμε κανέναν — αυτό είναι ένα πωρωτικό γηπεδικό σύνθημα της πλάκας, όχι πολιτικό. «Ήρθαμε» για να ζήσουμε όλοι όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινα και πιο ευτυχισμένα. Και πιο πλούσια. Και κυρίως για να μην ακούμε πια άλλες μπαρούφες από τους ανειδίκευτους δεκανείς τής μιας και της άλλης πάντας. Γι' αυτό ήρθαμε? γι' αυτό ήρθατε.

Εξ ου και οι απαντήσεις σε τέτοια φαινόμενα από την κορυφή της κυβέρνησης πρέπει να είναι ξεκάθαρες και αποστομωτικές, με πυγμή και αποφασιστικότητα, δείγμα αληθινής ηγεσίας.