«Λέμε αυτό που κάνουμε, κάνουμε αυτό που λέμε» - Τούρκος πρέσβης

Ο Ερντογάν είναι ξεκάθαρος. Δεν αιφνιδιάζει. Αιφνιδιάζονται μόνον οι αφελείς. 

Η στρατηγική του είναι η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Προς τούτο έχει ξεδιπλώσει μια μεγάλη γκάμα τακτικών κινήσεων. 

Η Τουρκία του 2020 αισθάνεται πως πνίγεται από τους όρους της συγκεκριμένης Συνθήκης. Ασφυκτιά μέσα στο περιβάλλον που αυτή έχει διαμορφώσει. Και πιστεύει πως ήρθε η ώρα για να την αναθεωρήσει. 

Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η τήρηση των διεθνών συνθηκών τελούσε υπό προϋποθέσεις, κάτι που καθιστούσε εύκολη και ανέξοδη την καταπάτηση τους, καθώς το κράτος που την αναθεωρούσε ήταν και το ισχυρότερο. 

Υπήρχε ένας όρος που υφείρπε σε όλες τις συνθήκες. Rebus sic standibus. Ότι δηλαδή οι υποχρεώσεις που προέβλεπε η συνθήκη ήταν δεσμευτικές, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, για όσο χρονικό διάστημα παρέμεναν αναλλοίωτες οι συνθήκες που ίσχυαν κατά την στιγμή της σύναψης της. 

Σύμφωνα με την λογική αυτή, που είχε άμεσα πρακτικά αποτελέσματα, οι συνθήκες εξέφραζαν τον συσχετισμό δυνάμεως την συγκεκριμένη χρονική στιγμή και, όταν ένα εκ των δύο ή περισσοτέρων μερών πίστευε πως αυτός ο συσχετισμός είχε ανατραπεί υπέρ του, προχωρούσε σε μονομερείς κινήσεις κατάλυσης της συνθήκης. 

Σήμερα, ο νέο-οθωμανισμός του Ερντογάν θέλει να μας γυρίσει εκατό χρόνια πίσω. Επειδή μονομερώς δεν μπορεί να καταγγείλει την συνθήκη της Λωζάνης, επιδιώκει να σύρει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέση ισχύος. 

Σε πρώτο χρόνο είναι η απειλή άσκησης βίας. Ο Ερντογάν -κατά πάγια τουρκική τακτική- θα προσπαθήσει να κερδίσει αναίμακτα αυτό που επιζητεί. 

Σε δεύτερο επίπεδο, θα ζυγίσει πολύ καλά την τακτική που θα ακολουθήσει, γιατί πλέον τα ρίσκα που θα αναλάβει θα είναι σημαντικά. 

Σήμερα βρισκόμαστε στην φάση του πρώτου επιπέδου. Δοκιμάζει τις αντοχές όχι μόνον της Ελληνικής πλευράς αλλά και της ΕΕ, που όπως φαίνεται δεν θέλει να ταράξει την καλοκαιρινή ραστώνη του Αυγούστου και έχει προγραμματίσει να ανοίξει τον «φάκελο Τουρκία», από Σεπτέμβριο. 

Στην πατρίδα μας δυστυχώς ακούγονται ακόμα εκείνες οι φωνές που προσεγγίζουν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις με όρους προηγούμενων δεκαετιών. Δεν έχουν αντιληφθεί πως η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένας ανεξέλεγκτος παίκτης, πλην όμως πολύ προβλέψιμος. Και ενώ έχουν μπροστά τους τους σχεδιασμούς του Ερντογάν κάνουν πως δεν τους βλέπουν. 

Ονειρεύονται μια διαπραγμάτευση μόνον για την υφαλοκρηπίδα, την στιγμή που η Τουρκία θέτει μια σειρά από κεφαλαιώδη ζητήματα, που αφορούν σε τελική ανάλυση κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Πώς θα συζητήσουμε με κάποιον όταν δεν υπάρχει καν κοινή βάση συζήτησης; 

Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται κάποιοι στην Ελλάδα το έχουν αντιληφθεί στην Τουρκία. Το δίλημμα που θέτουν είναι ή θα συζητήσουμε υπό τους δικούς μας όρους ή θα δράσουμε χωρίς να ζητήσουμε την άδεια κανενός. Επιδιώκουν δηλαδή να συνδέσουν την ανεξέλεγκτη δράση τους, με την διαπραγμάτευση που θα επακολουθήσει. Εκεί πιστεύουν πως θα έχουν το πάνω χέρι. 

Η Ιστορία έχει δείξει πως στα θερμά επεισόδια και στις συρράξεις υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Αυτό καθορίζει και την έκβαση των μετέπειτα διαπραγματεύσεων. 

Η Ελλάδα τόσο το 1974 όσο και το 1996 ηττήθηκε στρατιωτικά. Αυτό δεν θα πρέπει να το λησμονούμε. Εντελώς άλλη θα ήταν η φορά της Ιστορίας, αν ήταν άλλη η έκβαση των επιχειρήσεων στην Κύπρο και στα Ίμια.

Ουδείς -πλην ψυχοπαθολογικών περιπτώσεων- είναι πολεμοχαρής. Σε τελική ανάλυση όμως η ισχύς καθορίζει τις εξελίξεις και όχι οι επικλήσεις γενικόλογων αρχών.