Η κατεδάφιση του Ενιαίου Μισθολογίου μόλις ξεκίνησε

Η κατεδάφιση του Ενιαίου Μισθολογίου μόλις ξεκίνησε

Του Θάνου Παπαϊωάννου

Η είδηση πέρασε στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων. Ένας κλάδος δημοσίων υπαλλήλων απέργησε ζητώντας να επεκταθεί και σε αυτούς η ρύθμιση που έγινε για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με την οποία θα πάρουν τη λεγόμενη προσωπική διαφορά και όσοι προσελήφθησαν μετά την 1.11.2011.

Για να αξιολογήσει κανείς την είδηση, πρέπει να θυμηθεί τα εξής: από 1.11.2011 τέθηκε σε ισχύ το Ενιαίο Μισθολόγιο (στο εξής Ε.Μ.) για τους δημοσίους υπαλλήλους κάτι που επί δεκαετίες υπόσχονταν οι αρμόδιοι υπουργοί, παγίως διεκδικούσε η ΑΔΕΔΥ και υποστήριζε η αριστερά. Ποτέ όμως δεν καθιερώθηκε γιατί οι αντιδράσεις των συλλόγων στα λίγα υπουργεία και τους πολλούς οργανισμούς με τους υψηλούς μισθούς ήταν τεράστιες και το πολιτικό κόστος θα ήταν μεγάλο.

Ήρθε η κρίση, και η τρόικα επέβαλε το Ε.Μ. καταργώντας μια σειρά από ειδικά επιδόματα που είχαν αποσπασματικά καθιερωθεί χωρίς καμία λογική, πέραν της πελατειακής. Φυσικά, αυτό έγινε προς εξοικονόμηση δαπανών και επέφερε μείωση μισθών αλλά, πάντως, ως διαρθρωτική αλλαγή ήταν μια αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη.

Προκειμένου να μην είναι οι συνέπειες υπέρμετρες για τους υπαλλήλους που είχαν υψηλά ειδικά μισθολόγια, θεσπίσθηκε η λεγόμενη προσωπική διαφορά του 25%. Με άλλα λόγια, κανένας υπάλληλος δεν θα υφίστατο, εξαιτίας της κατάργησης των επιδομάτων, μισθολογική μείωση των μεγαλύτερη του 25%. Το τυχόν υπερβάλλον τμήμα της μείωσης θα συνέχιζε να καταβάλλεται προσωρινά μέχρι να καθιερωθεί ένα σύστημα στοχοθεσίας όπου κάθε υπάλληλος θα εδικαιούτο μπόνους ανάλογα με την επίτευξη των στόχων του.

Τα περί στοχοθεσίας και σύνδεσής της με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων πήγαν στα αζήτητα, αφού κανείς δεν τα ήθελε και παρουσίαζαν και σοβαρές αντικειμενικές δυσκολίες στην υλοποίησή τους. Παρέμεινε όμως από αυτή την ιστορία κάτι θετικό: όλοι οι νέοι δημόσιοι υπάλληλοι θα είχαν στο εξής τον ίδιο μισθό (ανάλογα με το επίπεδο της εκπαίδευσής τους και την αρχαιότητά τους) και η διαφοροποίηση όσων παλαιών είχαν την προσωπική διαφορά θα μειωνόταν με τη σταδιακή συνταξιοδότησή τους.

Φυσικά, παρέμενε το ζήτημα των ιδιαίτερα χαμηλών μισθών αλλά αυτό, σταδιακά, με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αντιμετωπιζόταν για όλους τους υπαλλήλους με ετήσιες, προγραμματισμένες αυξήσεις και εκτίμηση των εκάστοτε δημοσιονομικών δεδομένων.

Φευ! Το σύστημα δεν άντεξε ούτε μία δεκαετία. Το 2018, το Υπουργείο Οικονομικών ήταν το πρώτο που επέφερε ρήγμα στο Ε.Μ. καθιερώνοντας την προσωπική διαφορά και στους νέους υπαλλήλους του. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε ένα μεταβατικό επιμίσθιο, που σκοπό είχε να προστατέψει τους παλαιούς υπαλλήλους από μια μεγαλύτερη μείωση, σε ένα κανονικό, ειδικό «επίδομα» για νέους και παλαιούς υπαλλήλους στο συγκεκριμένο Υπουργείο. Και βέβαια, ήρθαν τώρα οι δικαστικοί υπάλληλοι, και με το δίκιο τους, ζητούν και αυτοί την ίδια ρύθμιση. Και σύντομα θα έρθουν και άλλες κατηγορίες υπαλλήλων, είτε με απεργίες είτε με δικαστικούς αγώνες είτε στα κρυφά και θα πετύχουν και γι αυτούς το νέο αυτό επίδομα.

Κι όλα αυτά, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς ενιαία εκτίμηση των αντοχών του Κρατικού Προϋπολογισμού και χωρίς κανείς να νοιάζεται για τις ανασταλτικές επιπτώσεις που θα έχουν οι αποσπασματικές αυτές ρυθμίσεις στην προοπτική αυξήσεων για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους. Κι αυτό γιατί αν κάτι μας έμαθε αυτή η κρίση είναι πως δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Ό,τι δίνεται σε ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων, κόβεται από τις προοπτικές μισθολογικής αύξησης των λιγότερο προνομιούχων υπαλλήλων.

Και αυτό, είναι μόνο η αρχή. Είναι βέβαιο ότι άπαξ και έγινε η αρχή, το Ε.Μ. θα είναι σε λίγο ένα πουκάμισο αδειανό. Όλοι πιστεύουν ότι η δική τους υπηρεσία έχει ειδικές ανάγκες και ειδικές συνθήκες εργασίας και άρα νομιμοποιούνται να έχουν προσδοκίες ειδικής, ευνοϊκής μισθολογικής μεταχείρισης. Τα επιδόματα και οι ειδικές αποζημιώσεις θα αρχίσουν και πάλι να ξεφυτρώνουν χωρίς κανένα έλεγχο και σύντομα θα γυρίσουμε στην εποχή που ούτε η Βουλή ούτε καν η κυβέρνηση είχαν συνολική εικόνα του μισθολογικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων. Και δεν θα μπορεί το Υπουργείο Οικονομικών να αντισταθεί, αφού αυτό έκανε την αρχή.

Οι στοιχειώσεις αρχές καλής διοίκησης (αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης) επιβάλλουν να σταματήσει το κακό όσο είναι καιρός. Φυσικά υπάρχουν διαφορές από υπηρεσία σε υπηρεσία στον όγκο δουλειάς που υπάρχει, όπως υπάρχουν διαφορές από μήνα σε μήνα. Αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται με την αύξηση του ορίου στις υπερωρίες (το σημερινό όριο των 20 ωρών είναι απελπιστικά χαμηλό) και την αντίστοιχη αμοιβή τους όταν, όντως, πραγματοποιούνται. Και φυσικά, υπάρχει το ζήτημα των ασφυκτικά χαμηλών μισθών. Αλλά αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται για όλους τους υπαλλήλους και όχι για όσους έχουν προνομιακές σχέσεις με την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία.

Το 1988 ο τότε Υπουργός Οικονομικών Δ. Τσοβόλας είχε καθιερώσει ένα ειδικό επίδομα 18.000 δραχμών για τους υπαλλήλους του υπουργείου του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μετά από μακρές δικαστικές διαμάχες που κόστισαν χιλιάδες ανθρωποώρες δικαστών, δικαστικών υπαλλήλων και νομικών συμβούλων του κράτους, το επίδομα αυτό γενικεύθηκε στο Δημόσιο χωρίς ποτέ κάποιος υπεύθυνος να μετρήσει τη σχέση κόστους-οφέλους και να λάβει μια απόφαση. Ο Τσοβόλας ίσως είχε το ελαφρυντικό τότε ότι δεν ήξερε. Τώρα που μάθαμε με τον πιο δραματικό τρόπο, θα ξαναγυρίσουμε σε εκείνες τις εκτρωματικές μεθόδους;

Ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου είναι Δρ. Εργατικού Δικαίου, Γενικός Γραμματέας Βουλής (2009-2015)