Η γεωγραφία ενώνει ή χωρίζει;

Mε τα μηνύματα που εκπέμφθηκαν από τις χθεσινές συναντήσεις του Πρωθυπουργού σε Τελ Αβίβ με τον Μπένζαμιν Νετανιάχου και Λευκωσία με τον Νίκο Αναστασιάδη να επιβεβαιώνουν την σημασία της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου και το ρόλο της για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο εκείνο που μένει να επιβεβαιωθεί είναι η επίδρασή της στην διαμόρφωση των εξελίξεων ενόψει του επόμενου γύρου των ελληνοτουρκικών διευρευνητικών επαφών και της Πενταμερούς Συνδιάσκεψης για το κυπριακό.

Και με τα δύο αυτά γεγονότα να συμπίπτουν σχεδόν με την επικείμενη σύγκλιση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προκειμένου να δοθεί συνέχεια στις συζητήσεις/αποφάσεις για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων καλόν είναι να θυμόμαστε πόσο καθοριστικές μπορεί να είναι αυτές για τις εξελίξεις στην καθ' ημάς Ανατολή.

Να θυμόμαστε, για παράδειγμα, ότι η περίοδος που το κυπριακό έφτασε κοντύτερα στην λύση του ήταν ακριβώς η περίοδος που ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης το συνέδεσε με την πρόσδεση της Τουρκίας στο άρμα της ΕΕ. 

Αν όλα είχαν πάει τότε κατ' ευχήν με το δημοψήφισμα του 2004 για το σχέδιο Ανάν, ούτε το κυπριακό θα παρέμενε ακόμα άλυτο ούτε ο επί μακρόν σύμβουλος του Νταβούτογλου Οσμάν Σερτ, διευθυντής Έρευνας του Ινστιτούτου της Άγκυρας και καλός γνώστης των ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή, θα έλεγε στα 'Νέα' του περασμένου Σαββατοκύριακου ότι το momentum χάθηκε το 2004 και τώρα πια "τα άστρα δεν είναι ευθυγραμμισμένα" για μια κοινά αποδεκτή λύση.

Και πράγματι θα επρόκειτο τότε για μια λύση εντός ευρωπαϊκού πλαισίου με την Τουρκία να θέλει να περάσει επιτυχώς τις εξετάσεις της ένταξής της σε αυτό και την πλειοψηφία των τουρκοκυπρίων να μετακινούνται από τις πάγιες μέχρι τότε διχοτομικές θέσεις τους προσβλέποντας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις βασικές ελευθερίες του. 

Το πρόβλημα είναι ότι τώρα δεν είμαστε πλέον εκεί. Ούτε στο επίπεδο των ευρωτουρκικών σχέσεων. Ούτε στο επίπεδο των γεωστρατηγικών συσχετισμών. Οι σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας αποτελούν πια μείζον και διαφορετικού χαρακτήρα γεωπολιτικό διακύβευμα και ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται και πάλι σε μια μεταβατική και ταυτόχρονα ανατρεπτική των υφιστάμενων ισορροπιών  περίοδο. 

Πώς και πότε θα διαμορφωθούν οι νέες ισορροπίες θα εξαρτηθεί περισσότερο από την εξέλιξη των διατλαντικών σχέσεων και το ρόλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση θα θελήσει/μπορέσει να παίξει στην περιοχή σε περίπτωση επιστροφής σε αυτήν των ΗΠΑ παρά από το εάν η Τουρκία επιμείνει ή όχι να προβάλει την ισχύ της διεκδικώντας την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την επικυριαρχία της επί των παλαιών εδαφών της. 

Η τύχη της Λιβύης μετά την αποχώρηση του Σάρατζ θα είναι ένας καλός δείκτης. Όπως εξίσου καλός θα είναι ο δείκτης της τύχης που θα έχει η διείσδυση της Τουρκίας στην Υποσαχάρια και την Κεντρική Αφρική από την οποία η Άγκυρα αντλεί απίστευτο πλούτο και επιρροή. 

Ακόμα και αν η Τουρκία - για επικοινωνιακούς λόγους και για να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών της με την ευρωατλαντική συμμαχία - υποχωρήσει από την ανένδοτη σήμερα απαίτησή της για λύση δυο ξεχωριστών και ανεξάρτητων κυπριακών κρατών και αποδεχθεί - έναντι ανταλλαγμάτων προφανώς - μια καταρχήν συμφωνία στη βάση μιας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ, ή στη βάση μιας συνομοσπονδιακής μορφής επανίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που τόσο η Τουρκία όσο και η σημερινή τουρκοκυπριακή ηγεσία φαίνεται (και όχι τυχαία) να προτιμούν, τίποτα δεν αποκλείει, στο χρόνο που θα μεσολαβήσει μέχρι την επικύρωσή της μέσω δημοψηφισμάτων από τις δύο κοινότητες, να έχουν μεταβληθεί και οι γεωπολιτικές συνθήκες και (κυρίως) τα κριτήρια με τα οποία οι κύπριοι ένθεν και ένθεν της σημερινής πράσινης γραμμής θα προσέλθουν στις δημοψηφισματικές κάλπες.

Πολύ περισσότερο που, όπως σημείωνα χθες σε αυτήν τη στήλη, πρόκειται για φόρμουλες λύσεων που προτάθηκαν ενώ ο κόσμος διένυε ακόμα την διπολική περίοδο της ιστορίας των διεθνών σχέσεων. Δεν είχε ακόμα εισέλθει στην μετα-διπολική της μεταψυχροπολεμικής πριόδου. Και απείχε πολύ από την σημερινή περίοδο των πολυμερών ισορροπιών βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η δυναμικά μεταβαλόμενη γεωμετρία των διεθνών συστημάτων ασφαλείας και οικονομικής συνεργασίας.

Αν, λοιπόν, στο μεσοδιάστημα η δυναμική των πραγμάτων επαναφέρει τον κόσμο σε τροχιά ενός νέου τύπου διπολικών αναμετρήσεων, αυτή την φορά μεταξύ ευρασιανικών και ευρωατλαντικών συνασπισμών, τόσο η λύση του κυπριακού όσο και η πορεία των ελληνοτουρκικών διαβουλεύσεων θα έχουν γίνει μέρη μια κατά πολύ πιο δύσκολης και βέβαια χρονοβόρας εξίσωσης με κύριο άγνωστο το προς ποια κατεύθυνση θα έχει στο μεταξύ στρέψει οριστικά την πλάτη της η Τουρκία. 

Ποιοι τότε διεθνείς παράγοντες και προς ποια κατεύθυνση θα είναι σε θέση και θα έχουν την θέληση να σπρώξουν τα πράγματα επισπεύδοντας τις εξελίξεις; 

Και σε ποια κατάσταση θα βρίσκονται τότε τα πνεύματα στο εσωτερικό των εμπλεκομένων χωρών ώστε όποια τροπή κι αν πάρουν τα πράγματα να μην προκληθούν εθνικιστικού ή εθνοτικού χαρακτήρα αντιδράσεις που θα θέτουν σε κίνδυνο την σταθερότητα της περιοχής και της εσωτερικής πολιτικής ζωής των Κρατών της;

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει υποστηρίξει ότι ό,τι κι αν κάνει η Τουρκία, όποιο δρόμο κι αν πάρει, η γεωγραφία και η ιστορία μας επιβάλλουν να επιδιώκουμε τον διάλογο μαζί της. 

Μόνον που είναι άλλο πράγμα να κάνουμε διάλογο για να κερδίζουμε χρόνο και άλλο για να τον χάνουμε αν η γεωγραφία και η ιστορία δεν μας ενώνουν αλλά μας χωρίζουν. Εδώ είναι, άλλωστε, και το πρόβλημα όταν συνορεύεις με την Τουρκία και όχι με το Λουξεμβούργο.

Επί Κεμάλ Ατατούρκ η Τουρκία επέλεξε να γυρίσει την πλάτη της στην θάλασσα και να γίνει μια σύγχρονη και δυναμική ενδοχώρα. Επί Ερντογάν ανακάλυψε ότι ήταν λάθος της και το μετάνιωσε. Θέλησε να το διορθώσει με ένα δεύτερο λάθος: τα έβαλε με την Δύση αμφισβητώντας την ευρωπαϊκή κυριαρχία στην Μεσόγειο και τα κυριαρχικά δικαιώματα των γειτόνων της. 

Αν η νέα μεταστροφή, που έκανε επ' εσχάτοις "ανοιγόμενη" στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να αποφύγει τις κυρώσεις της και στρεφόμενη προς Αμερική για να άρει τις κυρώσεις της, συνεχισθεί, ο διάλογος μαζί της θα μπορούσε να έχει ένα πιο ουσιαστικό νόημα. 

Αν, όμως, η μεταστροφή της είναι προσχηματική, προσχηματικός θα είναι αναγκαστικά και ο διάλογος μαζί της. Γιατί τότε και η γεωγραφία και η ιστορία θα συνεχίσουν να μας χωρίζουν στο μέλλον όπως μας χώρισαν στο παρελθόν. 

Τίποτα την στιγμή αυτήν δεν δείχνει ότι το καλό σενάριο μπορεί να αποδειχθεί επικρατέστερο. Γιατί απλούστατα αν ο Ερντογάν γυρίσει και πάλι την πλάτη του στην Ανατολή, θα εγκαταλειφθεί από τους ευρασιανιστές πολιτικούς συμμάχους του και η πτώση του θα είναι θέμα χρόνου. Και μόνον τότε θα διαπιστώσουμε αν η γεωγραφία και η ιστορία μπορούν και να ενώσουν.